Για
την Ελληνική γλώσσα και τον λαϊκό πολιτισμό
των Ελληνόφωνων (grecani) της Κάτω Ιταλίας (Magnia
Grecia)
Μεγάλη
Ελλάδα και μόνη...
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ
ΑΠΕΜΕΙΝΑΝ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΒΡΙΑ ΠΑΛΕΥΟΥΝ ΝΑ
ΞΕΦΥΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
Το βράδυ της 5ης
Σεπτεμβρίου, όταν ο Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ
αναφώνησε «Αθήνα», η Ρώμη πικράθηκε, ο
ιταλικός Βορράς δήλωσε αδιάφορος, αλλά στον
Νότο, στην καρδιά της Καλαβρίας, έξι χωριά
πανηγύρισαν. Χίλιες ψυχές στις πλαγιές του
Ασπρομόντε φώναξαν «μπράβο» για την
ιταλική ήττα, που τους έδωσε την ευκαιρία να
ξεφύγουν, έστω για λίγο, από τη φτώχεια και
την απομόνωσή τους...
'Hταν, ίσως, το
πιο... ελληνικό «μπράβο» που ακούστηκε ποτέ
στην ιταλική χερσόνησο. Γιατί η ανάληψη των
Ολυμπιακών Αγώνων από την Αθήνα
λειτούργησε ως βάλσαμο στην άγονη γη της Μαgnα
Grecia, της Μεγάλης Ελλάδας, που δημιούργησαν
στην Καλαβρία οι Έλληνες, πριν από σχεδόν
τρεις χιλιετίες. Και που σήμερα, οι μακρινοί
απόγονοι αυτών των πρώτων Ελλήνων
μεταναστών καταφέρνουν να κρατούν ζωντανή
με τον λόγο τους την γκρεκάνικη διάλεκτο (μετεξέλιξη
της αρχαίας δωρικής) και την πεποίθηση ότι
το Κολοσσαίο ποτέ δεν θα αγγίξει το
μεγαλείο του Παρθενώνα.
Την 5η
Σεπτεμβρίου, η Ρώμη βρισκόταν πολύ πιο
μακριά από την Αθήνα για τα γκρεκάνικα
χωριά. Κι αυτό το έδειξαν όσο καλύτερα
γινόταν στους Έλληνες δικαστές και
δικηγόρους, που βρέθηκαν πριν από λίγες
ημέρες στις προγονικές αποικίες. 'Aλλωστε, η
Ρώμη πάντοτε ήταν μακριά από την περιοχή,
είτε στο τιμόνι της γειτονικής χώρας
βρίσκονταν αυτοκράτορες είτε τα ηνία της
εξουσίας κρατούσε ο Πάπας και ο Μουσολίνι.
Επί Μουσολίνι, μάλιστα, τα γκρεκάνικα
αντιμετωπίστηκαν ως γλώσσα «κατώτερης
φυλής» και ο ελληνόφωνος πληθυσμός της
Καλαβρίας συρρικνώθηκε, για να μετριέται
σήμερα σε μερικές εκατοντάδες. Οι Έλληνες,
όμως, άντεξαν και εξακολουθούν - παλεύοντας
μόνοι - να δίνουν το στίγμα τους: Με τις
ελληνικές επιγραφές στους δρόμους, το «καλώς
ήρθατε» στην είσοδο της Magna Grecia, τις πίτες
και τα κουλούρια που φτιάχνουν οι
νοικοκυρές με ελληνικές συνταγές, οι οποίες
πέρασαν από γενιά σε γενιά, με τα τραγούδια
τους.
Η ελληνική
καρδιά χτυπάει στην Μπόβα, 50 χιλιόμετρα από
το Ρέτζιο, την πρωτεύουσα της Καλαβρίας. Και
στο επίνειό της, την Μπόβα Μαρίνα, βρίσκεται
το μέλλον των ελληνοφώνων, καθώς στην
παραθαλάσσια κοινότητα λειτουργεί εδώ και
δύο χρόνια το Ινστιτούτο Ελληνόφωνων
Σπουδών, που στηρίζει η ελληνική κυβέρνηση,
σε μια προσπάθεια (τη μοναδική, ίσως, που
υπάρχει...) η γλώσσα μας και η μεγάλη ιστορία
που κρύβεται πίσω της να μην πέσει θύμα του
πολιτισμού...
Με τη γλώσσα των
αριθμών, τα ελληνικά οδεύουν προς εξαφάνιση
στην Καλαβρία. Σήμερα, στην Μπόβα και την
Μπόβα Μαρίνα (κάτι σαν άνω και κάτω χωριό)
περίπου 500 άτομα, κυρίως γέροντες, μιλούν τα
γκρεκάνικα στην καθημερινότητά τους. Κι
άλλοι τόσοι βρίσκονται στο Κοντοφούρι, το
Ρογούδι, το Ροκαφόρτε ντελ Γκρέκο και το
Χορίο. Οι κάτοικοι που καταλαβαίνουν τη
γλώσσα ανέρχονται σε 5.000. Αλλά οι τοπικοί
παράγοντες και οι ελληνόφωνοι δεν είναι
απαισιόδοξοι. Κι αυτό γιατί, όπως εξήγησε
στην ελληνική αποστολή ο υπεύθυνος του
ινστιτούτου, καθηγητής Έλιο Κοτονέι, όλο
και περισσότεροι νέοι δείχνουν ενδιαφέρον
για τη γλώσσα των προγόνων τους.
Ο δήμαρχος της
Μπόβα Μαρίνα, ο Παλμίρα Παλαμάρα, έδωσε
υποσχέσεις για στήριξη του Ινστιτούτου, ενώ
συγκίνησε την ελληνική αποστολή,
επαναλαμβάνοντας διαρκώς ότι «οι Έλληνες
όταν βρίσκονται εδώ δεν βρίσκονται στο
εξωτερικό...». Η περιοχή των Ελλήνων, όμως,
φθίνει. Κι εδώ κρύβονται οι ανησυχίες για το
μέλλον. Ο πληθυσμός στα ορεινά ελληνόφωνα
χωριά μειώνεται συνεχώς, αφού η φτώχεια -
που έστειλε στις αρχές του αιώνα στην
Αμερική χιλιάδες μετανάστες από τη Νότια
Ιταλία και τη Σικελία - δεν έχει ακόμη
αντιμετωπισθεί. Μόνον που τώρα, οι νέοι
κατευθύνονται στον πλούσιο Βορρά. Στο
Ασπρομόντε (Ασπροβούνι), αρκετά χωριά, όπως
το Πετιντατίλο (Πενταδάκτυλος), έχουν πλέον
ερημώσει και σε λίγες δεκαετίες μπορεί να
ακολουθήσει η Μπόβα ή το Ρογούδι.
Το ιταλικό
κράτος δεν φαίνεται να κάνει τίποτα. Και η
Ελλάδα δεν μπορεί να παρέμβει. Για να
στηρίξει, όμως, το ελληνόφωνο στοιχείο, έχει
στείλει τρεις δασκάλους στην περιοχή, η
ελληνική πρεσβεία βρίσκεται σε επαφή με τα
ελληνόφωνα χωριά, ενώ η ελληνική κυβέρνηση
προσπαθεί να «περάσει» κάθε πρόγραμμα που
κατατίθεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την
ανάπτυξη της Καλαβρίας. Από την άλλη,
ελληνικοί δήμοι έχουν προχωρήσει σε
αδελφοποιήσεις με τα ελληνόφωνα χωριά και
ανταλλαγές αποστολών. Σε λίγες εβδομάδες, 25
παιδιά από την Μπόβα Μαρίνα θα φιλοξενηθούν
από τον Δήμο Κορυδαλλού κι άλλα τόσα παιδιά
από τον Κορυδαλλό θα βαδίσουν στη Μεγάλη
Ελλάδα. Οι περισσότεροι, εξάλλου, από τη Magna
Grecia δίνουν ραντεβού στην Αθήνα, το 2004.
Μιλούν για τον
Αριστοτέλη και τον Περικλή και καβγαδίζουν...
ελληνικά στο καφενείο ΤΟ «ΟΥΝΑ φάτσα, ούνα
ράτσα» στα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας
δεν σηκώνει αντίλογο... Ακόμη και το τοπίο,
τα χωριά και τα σπίτια (προηγούμενων
δεκαετιών ή σύγχρονες οικοδομές) μοιάζουν
τόσο ελληνικά, που τελικώς τα γκρεκάνικα
των ντόπιων ακούγονται φυσιολογικά... Οι
ελληνόφωνοι στην Μπόβα, άνθρωποι της
βιοπάλης έως τα βαθιά γεράματά τους, δεν
κρύβουν την περηφάνια τους για τις ρίζες
τους. Οι γέροντες, με τη χαρακτηριστική
ζωντάνια των ορεσίβιων, όπως ο μαστρ-Αγγελο
Μαεζάνο, μιλούν για τον Αριστοτέλη και τον
Περικλή, για τους... ελληνικούς καβγάδες στο
καφενείο και τους φόβους τους ότι η γλώσσα
μπορεί να χαθεί, την ίδια στιγμή που η 82χρονη
Βιτόρια αποκαλύπτει το μυστικό της
μακροζωίας: «Φάτε τε και κοιμηθάτε...». Το
μεγαλείο της ελληνικής φυλής κρύβεται σε
κάθε σοκάκι του ορεινού χωριού, όπως
παρατήρησε ο επικεφαλής της ελληνικής
αποστολής, αντιπρόεδρος του Δικηγορικού
Συλλόγου Αθήνας και της Ένωσης Ευρωπαίων
Δικηγόρων, Σωτήρης Φέλιος.
Από τους
νεώτερους, ο 40χρονος γιατρός Μπρούνο Τράκλο
έμαθε τη γλώσσα από τα παραμύθια των
παππούδων του και θα την περάσει στα παιδιά
του, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να επισκεφθεί
την Ελλάδα. Ήταν κι από εκείνους που
πρωτοστάτησαν, μάλιστα, για την επισκευή
του ορθόδοξου ναού του Αγίου Πνεύματος, που
βρίσκεται στο χωριό, έτσι ώστε οι
ελληνόφωνοι (αν και καθολικοί) να ανάβουν κι
εκεί ένα κερί και να υποδηλώνουν και με
αυτόν τον τρόπο τη διαφορά τους από τους
ιταλικής καταγωγής συντοπίτες τους.
Από τη νεώτερη
γενιά αντιλαμβάνεται κανείς ότι και τα
γκρεκάνικα... εξελίσσονται προς την
νεοελληνική, κυρίως λόγω των επαφών αρκετών
ελληνόφωνων της Καλαβρίας με τους χιλιάδες
Έλληνες φοιτητές που βρέθηκαν τις
τελευταίες δεκαετίες στην Ιταλία, αλλά και
τη συνάντηση των μεταναστών της περιοχής με
τους Έλληνες μετανάστες στην Αστόρια. 'Oσο
για τα τραγούδια τους, οι περισσότεροι
προτιμούν την μπαλάντα του Φράνκο Ιρίτι «Δεν
ήταν όνειρο, ήμουν στην Αθήνα», που
κυκλοφορεί πλέον και σε κασέτα, ενθύμιο για
κάθε επισκέπτη.
Άρθρο του Διονύση
Νασόπουλου
(από την εφημερίδα "ΤΑ
ΝΕΑ", 27 Σεπτεμβρίου 1997)
|