| |
Σχόλια
στις Τοιχογραφίες της Εκκλησίας του
Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στη Μεγάλη
Καστάνια Μάνης, Αθήνα 1982, Αρχαιολογική
Εταιρεία αριθ.98.
της
Φανής Δροσογιάννη
Σε
μια ορεινή πτυχή της Μεσσηνιακής Μάνης,
σε υψόμετρο 560 μ. από τη θάλασσα,
βρίσκεται κρυμμένη η Μεγάλη Καστανιά.
Διπλωμένη κυριολεκτικά μέσα στα βουνά,
χωρίς αμαξιτό δρόμο μέχρι τελευταία,
και αθέατη ακόμα και από πολύ κοντά,
κατορθώνει να διαφεύγει την προσοχή
των περιηγητών και παρά το μέγεθος και
τη σημασία της είναι τόπος σπανιότατα
μνημονευόμενος. Η γεωγραφική της θέση
μέσα σε αδιέξοδη ορεινή τοποθεσία την
απομονώνει από τον κόσμο, εν αντιθέσει
προς τη γειτονική και συνώνυμη
Καστάνιτσα, η οποία, μολονότι μικρή,
συχνότατα μνημονεύεται.
Η
φήμη της Καστάνιτσας οφείλεται στην
ταραχώδη πολεμική ιστορία της και στη
στρατηγική της θέση μέσα σε ορεινή
διάβαση μεταξύ Μάνης και Λακεδαίμονος.
Η Μεγάλη Καστάνια όμως έχει ένα
σπουδαίο ιστορικό τίτλο. Μ’ αυτή της
την απομόνωση υπήρξε πρόσφορο
καταφύγιο για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη,
που καταδιωκόμενος από τους Τούρκους
κρύφτηκε επί ένα μήνα στον πύργο του
άρχοντα της περιοχής Καπετάν Κωνσταντή
Ντουράκη πριν καταφύγει στη Ζάκυνθο.1
Εξαιρετικά
ενδιαφέρον εξ άλλου είναι το γεγονός
ότι η Μεγάλη Καστάνια έχει οκτώ
εκκλησίες βυζαντινών χρόνων καθώς και
το γεγονός ότι η ονομασία της
μαρτυρείται ήδη από το 1278 μ.Χ. σε
βενετσιάνικη δικαστική απόφαση του
έτους αυτού απαντά η εξής παράγραφος:
|
Πύργος
Ντουράκη
|
Με
αυτή την απόφαση επιδικάζονται εξήντα
υπέρπυρα ως αποζημίωση στους Βενετούς
εμπόρους Alberto Marangono και Johanni Conte, που
κατευθύνονταν από την Κορώνη στην
Καστάνια και που, όταν το πλοίο τους,
φορτωμένο με λάδι και αλάτι, έφτασε στο
Belforte, δέχτηκαν επίθεση, ληστεύθηκαν,
συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν. Επίσης
αναφέρεται ο Capitaneus Macriducha, που πρέπει να
ήταν Βυζαντινός αξιωματικός και homines de
Arduuista, που πρέπει να ήταν Μελιγγοί από
την Αντρούβιστα, υπό τις διαταγές του
πρώτου ή που δρούσαν με τη συγκατάθεσή
του.2
Με πολύ λίγα λόγια η απόφαση μας δίνει
πληροφορίες γεωγραφικές και ιστορικές.
Το Belforte δεν είναι άλλο από το φράγκικο
Beaufort, το φρούριο που έχτισε ο
Γουλιέλμος Βιλλεαρδουΐνος στη θέση του
αρχαίου Λεύκτρου, της σημερινής
Στούπας, όταν υπέταξε τη Μάνη το 1248 μ.Χ.3
Τα
λείψανα του φρουρίου σώζονται ακόμα
σήμερα σε βραχώδη λόφο κοντά σε μια
θαλασσινή αγκάλη, που είναι και η
πλησιέστερη προς τη Μεγάλη Καστάνια
αγκάλη. Η Κορώνη ήταν βέβαια τότε
βενετσιάνικη κτήση, ενώ η Καστάνια και
το Λεύκτρο φαίνεται ότι ήδη είχαν
ανακτηθεί από τους Βυζαντινούς.4
Φαίνεται επίσης ότι την εποχή που
συνέβη το περιστατικό οι συνήθως
ανυπότακτοι Μελιγγοί ήταν σε καλές
σχέσεις με το
βυζαντινό κράτος.5
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το
όνομα της Καστάνιας υπήρχε ήδη το 1278
και ότι είχε από τότε τη σημερινή μορφή
και τον σημερινό τονισμό του (Castagniam).6
|
Πολυάνθρωπη
και πυκνότατα χτισμένη, με τον πύργο
του Ντουράκη στο κέντρο, η Μεγάλη
Καστάνια είναι σκαρφαλωμένη στις
πλαγιές του βουνού, που την περικλείει
ολόγυρα σαν χωνί. Ένα μοναδικό πέρασμα
οδηγεί στο χωριό·είναι μια μικρή
κοιλάδα, που τη στολίζουν κατά μήκος
επάλληλα πέτρινα αλώνια, στριμωγμένα
το ένα πάνω στο άλλο στο στενό χώρο της
και προσεκτικά χωρισμένα το ένα από το
άλλο με «ξερολιθιές», που προστατεύουν
ζηλότυπα το δικαίωμα της μανιάτικης
Ιδιοκτησίας. Τα αλώνια παρακολουθούν
την κοιλάδα ως τα πρώτα σπίτια του
χωριού, όπου αυτή στενεύει και κλείνει
σχεδόν τελείως. Εκεί, στη φυσική αυτή
πύλη, υπάρχει αριστερά ένας παλαιός,
ερειπωμένος και ξεχασμένος υδρόμυλος,
ενώ δεξιά προβάλλει ακέραιος ο
βυζαντινός ναΐσκος του Αγίου Ιωάννου
του Προδρόμου, μια ζωντανή παρουσία (πίν.
Ι).7
|
Ο
ναΐσκος είναι σταυρεπίστεγος με
τρούλλο και έχει εμβαδόν μόλις 4.85 Χ 3.90.8
Ο
τρούλλος του είναι κυλινδρικός και η
αψίδα του τρίπλευρη. Η τοιχοδομία είναι
ολόκληρη από λαξευτούς πωρόλιθους σε
οριζόντιους δόμους με πλίνθους μόνο
στους οριζόντιους και όχι στους
κατακόρυφους αρμούς. Οι πωρόλιθοι,
μολονότι λαξευτοί, είναι κανονικοί
μόνο ως προς το ύψος τους. Ανοίγματα
είχε η εκκλησία την πόρτα της εισόδου
στον δυτικό τοίχο και τα τέσσερα
παράθυρα του τρούλλου στα τέσσερα
σημεία του ορίζοντα.
Στην
αψίδα έχει τώρα ένα τετράγωνο μικρό
παράθυρο, πού ως προς τη μορφή του
τουλάχιστον είναι νεώτερο. Τίποτα δεν
προδίδει αν στην αψίδα υπήρχε αρχικό
άνοιγμα. Στα τύμπανα της εγκάρσιας
κεραίας υπάρχουν δύο ψευδοπαράθυρα
λαξευμένα σε πέτρα.9
Τα πλαίσια της πόρτας και των παραθύρων
του τρούλλου σταματούν στις γενέσεις
των τόξων και δεν συνεχίζονται προς τα
κάτω. Οι σταθμοί δηλαδή δεν έχουν
καμμία ιδιαίτερη διαμόρφωση. Αυτό
βέβαια είναι στοιχείο αρχαϊκότητας,
τόσης όμως αρχαϊκότητας όση δεν μπορεί
να διεκδικήσει η εκκλησία.10
|
Στις
αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες
χρησιμοποιείται ένα σύστημα μικτό
πλίνθου και πέτρας. Χρήση πώρινων
στοιχείων γίνεται στο περιθύρωμα της
πόρτας και τα ψευδοπαράθυρα, που είναι
ολόκληρα πέτρινα. Το κουφιστικό τόξο
της πόρτας είναι πεταλόμορφο11
και περιβάλλεται από ένα πολύ βαρύ
τετραπλό πλαίσιο, που αποτελείται κατά
σειράν από δύο ταινίες παράλληλων
όρθιων πλίνθων, μία οδοντωτή ταινία και
τέλος μία ταινία από λαξευτούς
πωρόλιθους ελαφρότατα λοξότμητη (πίν. Ι).
Οι δύο πρώτες ταινίες δεν χωρίζονται
μεταξύ τους, ενώ οι υπόλοιπες
χωρίζονται από μία μονή σειρά πλίνθων.
Η πρώτη ταινία είναι λίγο σε εσοχή και
οι υπόλοιπες ξεπερνούν η μία την άλλη
αλληλοδιαδόχως έτσι που η τελευταία
σειρά των πλίνθων που περιβάλλουν την
τέταρτη ταινία, την πώρινη, ξεπερνά
ελαφρότατα την επιφάνεια της προσόψεως.
Η
τρίτη ταινία, η οδοντωτή, θλάται στο
ύψος της γενέσεως του τόξου και
εκτείνεται οριζόντια δεξιά και
αριστερά πάνω στην πρόσοψη
συνεχίζοντας στο βόρειο και το νότιο
τοίχο και σταματώντας στον ανατολικό
τοίχο εκατέρωθεν της αψίδας λίγο πριν
απ' αυτήν. Από την αρχική διαμόρφωση των
πλαισίων στα παράθυρα του τρούλλου δεν
σώζεται κανένα ίχνος και η
αποκατάστασή τους έγινε κατ' αναλογίαν
προς την πόρτα και τα ψευδοπαράθυρα.
Βέβαιο πάντως είναι ότι από τις
γενέσεις των τόξων τους και κάτω τα
παράθυρα δεν είχαν καμμία πλαισίωση
όπως ακριβώς και η πόρτα.
|
Μία
ζώνη αποτελούμενη από οδοντωτή ταινία
πάνω σε τέσσερεις σειρές οριζοντίων
πλίνθων χώριζε στη μέση το ύψος του
τρούλλου στο δυτικό του ήμισυ, δηλαδή
στο μέρος εκείνο της εκκλησίας που ήταν
περισσότερο ορατό από τον παλαιό δρόμο
που οδηγούσε στο χωριό. Φαίνεται όμως
ότι η ζώνη αυτή δεν συνεχιζόταν στο
ανατολικό ήμισυ, γιατί στο ύψος της
υπάρχουν χτισμένες λαξευτές πέτρες,
που μάλλον βρίσκονται στην αρχική τους
θέση. Οδοντωτές ταινίες φαίνεται ότι
υπήρχαν επίσης κάτω από τις σίμες, όπου
οι σίμες ήταν οριζόντιες, εκτός από την
εγκάρσια κεραία.
Στον
βόρειο τοίχο υπήρχε μία ακόμη
κεραμοπλαστική διακόσμηση, μία ζώνη
από τετράγωνα πλακίδια ρομβοειδώς
διατεταγμένα (diaper pattern) διακοπτόμενη
στις άκριες του τοίχου κοντά στις
γωνίες και στο μέσο του τοίχου κατά το
πλάτος της εγκάρσιας καμάρας (πίν. Ι).
Τέλος στην πρόσοψη υπήρχε πλούσια
διακόσμηση από ένθετα πινάκια. Πέντε
ήταν διατεταγμένα σταυροειδώς πάνω από
την πόρτα ενώ άλλα δύο βρίσκονταν το
ένα προς τα δεξιά και το άλλο προς τα
αριστερά του κουφιστικού τόξου.
Σώζεται μόνο το αποτύπωμα πάνω στο
κονίαμα. Κανένα θραύσμα πινακίου δεν
βρέθηκε ούτε στον τοίχο ούτε στο χώρο
γύρω από την εκκλησία. |
Στο
εσωτερικό της εκκλησίας το ζωγραφικό
σύνολο σώζεται αρκετά καλά. Το βλέμμα
του επισκέπτη πέφτει αμέσως πάνω στην
Παναγία της αψίδας, που είναι ωραιότατη,
με επιβλητική ευγένεια και σε μέγεθος
σχεδόν διπλάσιο από τις μορφές των
υπόλοιπων συνθέσεων (πίν. ΙΙ, III, V και Α).
Επίσης εντύπωση προκαλούν αμέσως η
καθαρότητα των γραμμών, η ροδινότητα
των μορφών, το πειθαρχημένο των
σχημάτων, η ισορροπία και συνοχή των
συνθέσεων και τα ανοιχτά, φωτεινά
χρώματα, μεταξύ των οποίων προεξάρχει
το γαλανό του βάθους, που
επαναλαμβάνεται συχνά σαν να απηχείται
μέσα στις λεπτομέρειες των συνθέσεων.
|
Παραπομπές
1. Κολοκοτρωνης,
Απομνημονεύματα, κεφ.10. Ρωμαίος,
Τραγούδια Κολοκοτρωναίων,
Πελοποννησιακά 1956, 424. Μνήμων, Μάνη (1977),
πίν. έναντι σ. 32 (όπου αναγράφεται
εσφαλμένα «Πολεμόπυργος Δουκάκη» αντί
του σωστού «Δουράκη» ή «Ντουράκη»),
Μπελιά, Υπόμνημα περί Μάνης, Λακωνικαί
Σπουδαί 1975, 290 (όπου φαίνεται ότι στο
υπόμνημα γίνεται σύγχυση μεταξύ
Μεγάλης Καστάνιας και Καστάνιτσας).
2.
Το όνομα Macriducha είναι προφανώς
βυζαντινό, ενώ το τοπωνύμιο
Αντρούβιστα, που και σήμερα υπάρχει,
είναι σλαβικό.
3.
Χρονικόν του Μωρέως, έκδοση SCHMITT (1979),
στίχ. 3008-3031. Cambridge Mediaeval History IV, Part I, 399. βον,
Μοree (1969), 73 και 504-507.
4.
Από το 1262 αρχίζει ή ανάκτηση της
Πελοποννήσου από τους Βυζαντινούς και
μεταξύ των πρώτων επαναστατεί κατά των
Φράγκων η Μάνη. Βλ. Χρονικόν του Μωρέως,
έκδοση SCHMITT (1979). στίχ. 4592 - 4593. βον, Moree
(1969), 129-130.
5.
Για τις σχέσεις των Μελιγγών με τους
Βυζαντινούς και τους Φράγκους βλ.
κατωτέρω κεφάλαιο για την κτητορική
επιγραφή.
6.
Το τοπωνύμιο Καστανέα είναι αρχαίο. Βλ.
προχείρως Ραρε, Worterbuch (1884). Chantraine, Dictionnaire
(1968). Στον Ηροδοτο, βιβλίο VII, κεφ. 183 και
188, αναφέρεται Κασθαναίη πόλη της
Μαγνησίας. Στην παραλία μεταξύ της
Κασθαναίης και της Σηπιάδος ακτής είχε
αγκυροβολήσει ο περσικός στόλος και
εκεί ναυάγησε ένας μεγάλος αριθμός
πλοίων σε καταιγίδα λίγο πριν από τη
ναυμαχία του Αρτεμισίου. Ως προς τον
εντοπισμό του τοπωνυμίου Castagnia που
αναφέρεται στη βενετσιάνικη δικαστική
απόφαση, σίγουρα έχει δίκιο ο Βοn, που το
ταυτίζει με τη Μεγάλη Καστάνια (βον, Moree,
1969, 505, σημ. 3) διορθώνοντας τους Τafel –
THOMAS, (Tafel – THOMAS, Urkunden, III, 1964, 234, σημ. 1), που
το είχαν ταυτίσει με την Καστάνιτσα. Η
Μεγάλη Καστάνια είναι μεγάλος οικισμός,
πολύ μεγαλύτερος από την Καστάνιτσα,
ώστε να δικαιολογεί τη διεξαγωγή
εμπορίου. Επίσης είναι πολύ
πλησιέστερα στο Λεύκτρο. Αντίθετα η
Καστάνιτσα είναι μικρή και βρίσκεται
νοτιότερα και πολύ ανατολικότερα, προς
το μέρος της Λακωνίας. Έκτος αυτού
είναι άγνωστο αν υπήρχε καν την εποχή
αυτή δεδομένου ότι δεν έχουν βρεθεί
στην Καστάνιτσα βυζαντινές εκκλησίες
ενώ στη Μεγάλη Καστάνια υπάρχουν οκτώ
εκκλησίες βυζαντινών χρόνων.
7.
Η αίσθηση της στενής εισόδου προς το
χωριό έχει μετριασθεί τώρα πολύ ύστερα
άπα τη διάνοιξη του δρόμου πού πέρασε
ανάμεσα στην εκκλησία και την πλαγιά
του βουνού.
8.
Οι μετρήσεις δεν είναι κανονικές:
βόρειος τοίχος 4.86, νότιος τοίχος 4.80 κ.ο.κ.
Οι αποκλίσεις μάλλον δεν οφείλονται
στην αρχική κατασκευή, αλλά σε ελαφρά
κατολίσθηση του εδάφους, όπως δείχνει η
απόκλιση από την οριζόντιο που
παρουσιάζει η οδοντωτή ταινία στο
νότιο τοίχο. Για τους σταυρεπίστεγους
ναούς βλ. NAGORNI, Sveti Petar Bjelo Polje (1978).
ΝΙΚΟΝΑΝΟΥ, Θεσσαλία (1979), 147-150. ΜΟΥΡΙΚΗ,
Αλεποχώρι (1979). 8, σημ. 11.
9.
Για τα ψευδοπαράθυρα, που επιχωριάζουν
στη Μάνη βλ. MEGAW, MANI, BSA 1932-33, πίν. 18, 20, 21.
ΔΡΑΝΔΑΚΗ, ΠΑΕ 1974, 114, πίν. 91β. ΔΡΑΝΔΑΚΗ,
ΠΑΕ 1976, 216-217, πίν. 152α, 153β, 156β.
10.
ΒΟΚΟΤΟΠΟΥΛΟΣ, Αρχιτεκτονική Δυτικής
Στερεάς Ελλάδος (1975), 160-161 και 164.
11.
Τα πεταλόμορφα τόξα θεωρούνται
χαρακτηριστικά του 11ου και του 12ου
αιώνα. ΔΡΑΝΔΑΚΗΣ, Μάνη (1964), 66, σημ. 2. |
[ Αρχιτεκτονική Β/Ε ] [ Ζωγραφική Βυζ. Εκκλ. ] [ Γλυπτική Βυζ. Εκκλ. ] [ Βυζ. Μνημεία ] [ Λεηλασία ] [ Παλαιοχριστιανικές ] [ Αϊ Στράτηγος ] [ Τρουλωτή Κοίτα ] [ Σωτήρας Γαρδενίτσας ] [ Άγιος Θεόδωρος ] [ Ασώματος Κοίτα ] [ Ταξιάρχης Γκλέζου ] [ Άγ.Πέτρος Γκλέζου ] [ Αη Πετράκης ] [ Αγ.Βαρβάρα Ερήμου ] [ Άγ.Νικόλαος Οχιάς ] [ Επισκοπή ] [ Βλαχέρνα ] [ Λιθανάγλυφα Ταξιάρχη ] [ Εκκλησίες Έξω Μάνης ] [ Άγ. Ιωάννης Καστάνιας ] [ Εκκλ.Πύργου Λεύκτρου ] [ Μοναστήρι Σαμουήλ ] [ Μοναστήρι Βαϊδενίτσας ] [ Παναγιά η Σπηλιώτισσα ] [ Άγ. Θεόδωροι Δρύαλου ] [ Φανερωμένη ] [ Εκκλησίες Πραστείου ] [ Άγ.Γιάννης Φουρνιάτας ] [ Άγ. Θεόδωροι Π. Διρού ] |