Ένα Ιστορικό
μνημείο της Λακωνίας που χάθηκε
Του Απόστολου Δασκαλάκη, τ.
καθηγητή της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών
Δημοσίευση στη διμηνιαία
επιθεώρηση του Συνδέσμου των εν Αττική
Λακεδαιμονίων, έτος ΙΓ’, Ιανουάριος –
Φεβρουάριος 1976, Τ. 73.
Μόλις είχα βγάλει το
δημοτικό σχολείο στο Νιοχώρι και μ'
είχαν πάει στο Γύθειο για την πρώτη του
Ελληνικού σχολείου. Μου είχαν πιάσει
μια κάμαρα σ' ένα σπίτι στο Λαγκαδάκι,
κι' ήτανε το τελευταίο τότε σπίτι στον
παλιό δρόμο πριν από την Επισκοπή, εκεί
που πηγαίναμε προς το Μαυροβούνι και
συνέχεια από το βουνό της Πιταλίας προς
το Βαθύ, τον Αγερανό και το Νιοχώρι ή
από τη Φράγκα προς την Τσίμοβα. Το σπίτι
ήτανε χτισμένο σ' ένα βράχο πάνω από τη
θάλασσα, κι’ από το παράθυρο της
κάμαράς μου, διαβάζοντας το καθημερινό
μου μάθημα, χαιρόμουνα τη μαγεία του
Λακωνικού κόλπου. Κάτω έβλεπα, σα να
είχα κοντά μου, το φημισμένο νησάκι, την
Κρανάη, που τώρα ένας τεχνητός
βραχίονας την ένωσε με την ξηρά. Στο
νησάκι αυτό, όπως λέει ο Όμηρος -κι' ο
ελληνοδιδάσκαλός μου δεν κουραζόταν να
μας το λέει σε κάθε ευκαιρία- είχε
καταφύγει ο Πάρις σαν έκλεψε την ωραία
Ελένη από τη Σπάρτη, κι' εκεί στρώνοντας
σε μαράθια -το λένε ακόμα Μαραθονήσι-
πέρασε την πρώτη νύχτα του γάμου, ώσπου
η Αθηνά έκαμε τον χιτώνα της πανιά για
να φτάσει έτσι με ούριο άνεμο ως την
Τροία. Στην άκρη του νησιού, προς την
ανοιχτή θάλασσα, ένας μεγαλόπρεπος
ψήλος πάλλευκος φάρος με αλληλοδιάδοχα
παραθυράκια, σα βέλος που υψωνόταν προς
τον ουρανό, πετούσε εναλλακτικά της
πολύχρωμες αναλαμπές του, προς την πόλη
και τις πλαγιές του Κουμάρου.
Αριστερά, στην άλλη μεριά της
ωραίας παραλίας που τη στολίζουν
αμφιθεατρικά τα ολόλευκα σπιτάκια ως
την πάνω ράχη του βουνού, βλέπαμε τις «στερνάκλες»,
πανύψηλους λόφους κομμένους σα με
μαχαίρι από τα παλιά χρόνια. Κάτω
κείνες τις εποχές απλωνόταν το αρχαίο
Γύθειο, το λιμάνι της Σπάρτης, που τα
αρχαία λείψανά του βρίσκονται τώρα
βουλιαγμένα από σεισμούς και σαν ήμουν
παιδί κολυμπώντας τα βλέπαμε κάτω από
την επιφάνεια της θάλασσας.
Κι' ύστερα
συνέχεια τις ολοπράσινες δαντελωτές
όχθες με τα χτήματα του παλιού Μπέη της
Μάνης, του Θεοδωρόμπεη και τη σειρά των
ερειπωμένων Πύργων που ήσαν μια φορά
φυλάκια για τις επιθέσεις των Τούρκων.
Γιατί εκεί βρίσκονταν τα σύνορα της
Μάνης. Όλη αυτή η καθημερινή θέα από το
παράθυρό μου με μάγευε και μου ‘δινε
δύναμη να μένω κλεισμένος στην κάμαρά
μου διαβάζοντας τα βιβλία μου.
Τ' απόβραδο, σαν έπαιρνε η
άνοιξη και μεγάλωνε η μέρα, από το
Λαγκαδάκι με αλλά παιδιά περπατούσαμε
προς το Μαυροβούνι. Εκεί ψηλά, στον
ανηφορικό δρόμο προς το χωριό, φάνταζε
ένα πελώριο μισογκρεμισμένο παλιό
κτίριο που από μακριά μας κινούσε την
περιέργεια και το θαυμασμό. Δεν
αποτολμούσαμε να φτάσωμε ως εκεί, μας
έφερνε κάποιο φόβο το πελώριο χάλασμα
των περασμένων καιρών. Ρωτήσαμε τον
ελληνοδιδάσκαλό μας τι ήταν το
γιγάντιο εκείνο ερείπιο, που στεκόταν
όρθιο σα στοιχειό πάνω στα ψηλά του
Μαυροβουνίου. Κι' ο καλός δάσκαλος, που
ήταν Μανιάτης και ήξερε καλά την
ιστορία του τόπου, πρόθυμα πήρε όλη την
τάξη για να μας μιλήσει σ' εκείνη τη
θέση.
- Εδώ παιδιά μου, μας είπε
ανεβασμένος σε μια πέτρα, ήταν το
φημισμένο παλάτι του πιο φημισμένου
ηγεμόνα της Μάνης, του Τζανέτμπεη
Γρηγοράκη. Σα διώξανε τους Τούρκους από
τον Πασαβά, είχε γίνει Μανιάτικη όλη
εδώ η περιοχή του Γυθείου -που είχε
πάρει από το γειτονικό νησί τ’ όνομα
Μαραθονήσι –κι’ είχανε απλώσει τα
σύνορα της Μάνης ως πέρα στο Έλος. Ο
Τζαννέτος Γρηγοράκης, που έγινε Μπέης,
έχτισε στη θέση αυτή το Παλάτι του,
πούτανε ένα αληθινό σπίτι του λαού της
Μάνης, γιατί όλοι οι Μανιάτες έμπαιναν
ελεύθερα για να ζητήσουν συμβουλές,
συνδρομή και προστασία. Οι ποιητές της
εποχής εκείνης ύμνησαν το Τζανέτμπεη
σαν πατέρα του λαού. Κάθε μεσημέρι
χτυπούσε δυνατά από τα ψηλά του Πύργου
η καμπάνα και πήγαινε στ' αρχοντικό του
όποιος ήθελε να βρει φαγητό και
περίθαλψη. Ήτανε κι' ένας μεγάλος
πατριώτης, που ονειρευόταν την
ελευθερία όλου του ελληνικού γένους, κι'
είχε κρυφές συνεννοήσεις με το
Ναπολέοντα για να του στείλει γαλλικά
στρατεύματα κι’ εφόδια πολέμου. Μάζευε
εδώ αντιπροσώπους από όλη την Ελλάδα
για μυστικές συνεννοήσεις μιας γενικής
επανάστασης. Κι’ είχε κάτω στο νησί τον
Πύργο που συναθροίζονταν κρυφά
αρματωλοί και προεστοί για τα
επαναστατικά σχέδια. Οι Τούρκοι τα
πληροφορήθηκαν, τον καθαίρεσαν και τον
κυνήγησαν στα βουνά της Μάνης ως το
θάνατό του. Μα τα παιδιά του και τ’
ανίψια του κήρυξαν πριν από όλους τους
Έλληνες την ελληνική επανάσταση στην
ανατολική Μάνη και χίμηξαν με τα
παλικάρια τους να λευτερώσουν το Μωριά.
- Τώρα, συνέχισε ο δάσκαλος,
το παλάτι του Τζαννέτμπεη ρήμαξε,
μισογκρεμίστηκε, η ίδια τύχη περιμένει
και το άλλο παλατάκι του, στο νησί,
πούνε αφημένο στην τύχη του. Το κράτος
μας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ και κείνοι
που ζουν και λέγονται απόγονοι των
δοξασμένων αυτών ανθρώπων -δεν κάνουν
ούτε στο νύχι τους!- χωρίς να νοιαστούν
ποτέ για συντήρησή τους, τα βλέπουν
μόνο σαν οικογενειακή κληρονομιά
κατάλληλη για οικόπεδα σε πώληση....
Όμως αυτό δε θα πει πως -ανεξάρτητα
με τους σημερινούς που λέγονται
απόγονοί τους- δεν πρέπει να τιμούμε
και να δοξάζαμε τους μεγάλους εκείνους
Μανιάτες που ότι έκαμαν, το έκαμαν με το
λαό και για το λαό της Μάνης!
- Εδώ, δίπλα στο χαλασμένο
παλάτι, βλέπετε μια εκκλησούλα. Εδώ
εκκλησιαζόταν ο Τζανήμπεης με τη
γυναίκα του, τους γιους του και της
όμορφες μπεοπούλες κόρες του. Εδώ
προσευχόταν για τη λευτεριά του γένους
κι’ έπαιρνε τους αποσταλμένους του
Ναπολέοντα και των Αρματολών να
ορκιστούν στα σχέδιά του για την
απελευθέρωση. Ένας από τους τάφους που
βρίσκονται μπροστά στην εκκλησούλα,
είναι του Τζανήμπεη, δεν ξέρομε ποιος,
γιατί κι' ο δικός του και των παιδιών
του, ριγμένοι τώρα στη λησμονιά,
κανένας δεν τους νοιάχτηκε εδώ και
πολλά χρόνια, -οι απόγονοί τους δεν
ξέρουν ούτε που βρίσκονται- έχουν
σκεπαστεί από πέτρες κι’ αγριόχορτα.
Μαζέψετε εδώ από την πλαγιά λίγα
αγριολούλουδα και ρίξτε τα τους επάνω
στους παλιούς τάφους, κάποιος είναι του
μεγάλου Τζανήμπεη!
Μούχανε πολύ εντυπωθεί τα
λόγια αυτά του καλού εκείνου δασκάλου
μου. Μπορώ να ειπώ πως αυτά μούθρεψαν
σιγά - σιγά την Ιδέα να γίνω Ιστορικός,
αρχίζοντας με τη συγγραφή της ιστορίας
της Μάνης. Από τότε, και περισσότερο σαν
μεγάλωσα και πήγαινα στο Γυμνάσιο,
έπαιρνα τ’ απόβραδα το δρόμο προς το
Μαυροβούνι κι’ ανηφόριζα ως το
ερειπωμένο παλάτι του Τζανήμπεη.
Θωρούσα από μακριά μ' έκσταση τα
δοξασμένα εκείνα χαλάσματα, κι' όταν
ζύγωνα άπλωνα το χέρι μου να πιάσω, σαν
ιερό λείψανο, τα καλλιμάρμαρα
αγκωνάρια όσων τοίχων είχαν μείνει
όρθιοι. Πήγαινα στους βουτηγμένους
τώρα βαθιά στο χώμα και σκεπασμένους με
αγριόχορτα τάφους κι’ έριχνα
λουλούδια ανοιξιάτικα της λαγκαδιάς.
Μπαίνοντας από τη μεγάλη, με καμπυλωτά
μάρμαρα, που τότε ήταν ακόμα μια ωραία,
μισο-τριμμένη από την πολυκαιρία
ξυλόγλυπτη και με εργασμένο σίδερο
πόρτα (ανάμεσα σχημάτιζε και μια μικρή
για εύκολα περάσματα), έβλεπα μόνο μισό-τσακισμένα
σκαλοπάτια (τα περισσότερα μάρμαρά
τους βγαλμένα) και μισο-πεσμένες
καμάρες. Πολλά από τα τοιχώματα που
χώριζαν το πάνω πάτωμα σε σάλες
υποδοχών, τραπεζαρίες και ιδιαίτερα
δωμάτια, είχαν κι' εκείνα σωριαστή.
Στους εσωτερικούς τοίχους υπήρχαν
ακόμη ίχνη από πολύχρωμες ζωγραφιές
που κείνη την εποχή θα στόλιζαν τις
αίθουσες τ' αρχοντικού. Τα κάτω, εκεί
που δεχόταν σε μεγάλες αίθουσες ο Μπέης
το λαό κι' έδινε φαγητό στους φτωχού,
όπως και τα παρακάτω με τις αυλές, τις
αποθήκες, τις στέρνες και τα εργαστήρια,
όλα είχαν σκεπαστή από πεσμένες πέτρες
και χώματα. Δεν υπήρχε τίποτε στο
εσωτερικό του ερειπωμένου παλατιού,
γιατί είχαν φροντίσει συγγενείς και
γειτόνοι να παραλάβουν ότι υλικό είχε
αξία. Δίπλα είχαν μείνει μερικά λείψανα
από το τείχος του περιβόλου. Αυτά ήσαν
όλα - όλα τα σημερινά «Μπεάνικα».
Μα εγώ που στον καιρό που
πέρασα είχα διαβάσει και πολλά βιβλία
για τη Μάνη, ακουμπισμένος σε μια μέσα
γωνιά, έβλεπα, με τα μάτια της φαντασίας
μου, στους ανύπαρκτους τώρα τρούλους
δυο καμπάνες και μου φαινόταν πως τις
άκουγα να χτυπούν το μεσημέρι για να
πάνε να φάνε όλοι οι φτωχοί. Έβλεπα στη
μεγάλη σάλα τους αποσταλμένους του
Ναπολέοντα Βοναπάρτη Στεφανόπολι –που
'ταν κι’ αυτοί Μανιάτες την καταγωγή,
από την Κορσική- να σιγομιλούν με το
Τζανήμπεη για την βοήθεια που θάστελνε,
γαλλικά στρατεύματα και εφόδια, σα θα
επαναστατούσε η Μάνη. Έβλεπα και τους
αντιπρόσωπους των αρματολών και των
προκρίτων, συναγμένους απ' όλη την
Ελλάδα να καταρτίζουν με κλειστές
πόρτες τα σχέδια για μια γενική
επανάσταση με πρωτοπορία τους Μανιάτες...
Μα τις περισσότερες φορές,
σαν πιο εύκολα, πήγαινα στο νησί από την
«Ένωση». Κάτω από τις γέρικες ελιές και
της μισοξεραμένες αμυγδαλιές,
αναθυμώμουν τα παλιά μεγαλεία, τα πολύ
μακρινά των Ομηρικών θρύλων, αλλά και
των κοντινότερων σε μας αναμνήσεων.
Παραμονεύοντας εκεί έπιαναν τα
τουρκικά καράβια, όσα έμπαιναν στο
λιμάνι για να προστατευτούν από τη
φουρτουνιασμένη θάλασσα. Εκεί
μαζεύτηκαν οι μεγαλοκαπεταναίοι της
Μάνης με τους πληρεξουσίους της
Φιλικής Εταιρείας, στις παραμονές του
μεγάλου Αγώνα, για να ορκιστούν τη
λησμονιά κάθε έχτρας των, να κηρύξουν,
υπογράφοντας συμφωνητικό, τη
συναδέλφωση και την αγάπη, να φτιάξουν
τα επαναστατικά σχέδια και να ‘τοιμαστούν
για τη μεγάλη εξόρμηση της λευτεριάς
του Γένους.
Τώρα, ύστερα από την ένωση με
την ξηρά, το νησί είχε γίνει ο
καθημερινός περίπατος ανδρών και
γυναικών του Γυθείου. Τις
φεγγαρόλουστες βραδιές ήτανε αληθινή
μαγεία. Οι Ιταλοί ψαράδες από τις
αγκυροβολημένες ανεμότρατες
τραγουδούσαν τα ναπολιτάνικα
τραγούδια, κι' από τις βάρκες που
αργοσάλευαν με τα κουπιά στο γύρο του
λιμανιού αντηχούσαν με συνοδεία της
κιθάρας νοσταλγικές παλιές μελωδίες
των νεαρών...
Μεις οι μαθητές δεν είχαμε
την άδεια να πάμε στο νησί νύχτα, κι'
ένας κλητήρας του Γυμνασίου είχε
εντολή από το Γυμνασιάρχη να παραφυλά
στο βραχίονα που άρχιζε η ένωση. Μα ‘μεις
καμιά φορά βρίσκαμε τρόπο να ξεφεύγομε
άλλοι με βάρκα και άλλοι από την πίσω
μεριά του βραχίονα... Έτσι, τις
φεγγαρόλουστες βραδιές δε χάναμε και
μερικές ευκαιρίες για συναντήσεις κάτω
από ρίζες αμυγδαλιάς η κοντά στους
σκαλισμένους από τη θάλασσα πέτρινους
όγκους που προστάτευαν από τις
φουρτούνες, όταν εκεί οι πρώτες
αισθηματικές περιπέτειες που ο καθένας
σαν πατά στο νησί, αναθυμιέται με
συγκίνηση, γιατί ήταν τα πρώτα νιάτα...
Εκεί στο νησί, προς τη μεριά
της πόλης, βρισκόταν ο μεγαλόπρεπος
πύργος, που είχε χτίσει ο Τζανέτμπεης
για να προστατεύει το λιμάνι από
ξαφνικές επιδρομές των Τούρκων και για
να ζητά καταφύγιο σαν ορμούσαν από ξηρά
οι Βαρδουνιώτες Τούρκοι. Την εποχή που
ήμουν μαθητής ο πύργος, πολυδαρμένος
από τους ανέμους και τις βροχές, ήταν
ακόμη ακέραιος και διατηρούσε όλη την
εξωτική ομορφιά του. Ήταν ένα μαγευτικό
δράμα να τον βλέπεις από την παραλία
του Γυθείου, ανάμεσα στους βράχους και
τις γέρικες αμυγδαλιές. Φάνταζε σαν
ονειρεμένο δράμα με τους δυο στις άκρες
πυργωτούς προμαχώνες, κι' ανάμεσα το
παλατάκι, έχοντας για πλαίσιο στον
ανοιχτό ορίζοντα τον πανύψηλο ολόλευκο
φάρο με τα ρυθμικά παραθυράκια και τις
πολύχρωμες αναλαμπές του.
Δεν είχε απομείνει κείνη την
εποχή παρά ένας και μόνος κάτοικός του,
ο μπάρμπα Γρηγόρης. Καλός και αγαθός
άνθρωπος με την λυγερή κορμοστασιά του,
το μπαστούνι με την ασημένια λαβή και
το αργό του βήμα, συμπλήρωνε σαν
τελευταίος άρχοντας του τόπου, την
εικόνα του παλιού καιρού. Δύο μεγάλα
παγώνια με τα τεράστια ολοπλούμιστα
φτερά τους απλωμένα και τους
αδιάκοπους κρωγμούς τους που
στριφογύριζαν το χτίριο, συμπλήρωναν
την εξωτική γραφικότητα. Δε χόρταινα να
γυρίζω γύρω από τον πύργο-φρούριο,
κοιτάζοντάς το με θαυμασμό κι'
αναπολώντας τα περασμένα του. Μα μέσα σ'
εκείνο το ατελείωτο χτίριο με τις
καμπυλωτές καμάρες, τις εσωτερικές
στέρνες, τις πέτρινες σκάλες, τις
μεγάλες σκάλες και τις σκοτεινές
αποθήκες των υπογείων, όπως τα διηγόταν,
δεν είχα ποτέ μπορέσει να μπω. Ο μπάρμπα
Γρηγόρης ήταν καλός και καταδεχτικός,
έκανε βόλτες κάτω από τις αμυγδαλιές με
τη συνοδεία ενός μεγάλου σκύλου που τον
ακολουθούσαν και τα δύο παγώνια,
ανοίγοντας τα χιλιοπλούμιστα φτερά
τους, διηγώντας τα περασμένα μεγαλεία
του πύργου του. Μα δεν άφηνε κανένα να
μπει μέσα, το θεωρούσε Ιεροσυλία να
πατήσει ξένο ποδάρι το δοξασμένο άσυλό
του. Εκεί, όπως έλεγε, βρίσκονταν
αραδιασμένα ή κρεμασμένα στους τοίχους
τα καρυοφύλια και τα γιαταγάνια των
μεγάλων αγωνιστών προγόνων του και όλα
τα άλλα ιερά ενθύμια της προγονικής
δόξας, όπως και τα πολύτιμα για την
ιστορία χαρτιά τους. Εκεί, όπως έμαθα,
τον βρήκαν μια μέρα πεθαμένο, ανάμεσα
στα ενθύμια των περασμένων μεγαλείων,
μα από τα χαρτιά που αναζητήθηκαν
αργότερα, δε βρέθηκε τίποτε και κανείς
δεν ξέρει τι απόγειναν...
Πέρασαν πολλά χρόνια και
μόλις είχα γίνει καθηγητής της
Ιστορίας, ξαναγύρισα για λίγες μέρες
στο Γύθειο. Πρώτη μου δουλειά ήταν να
πάω στο νησί για περίπατο, δεν ξέρω αν
με τραβούσαν ως εκεί τα περασμένα του
πύργου, που τώρα τάξερα καλά, ή τα δικά
μου των παιδικών χρόνων. Βρήκα τον
πύργο θεόκλειστο, χωρίς κανένα κάτοικο
με τα παραθύρια του μισοχαλασμένα, μα
τον θωρούσες από μακριά στη
συνηθισμένη του μελαγχολική αλλά
μεγαλόπρεπη όψη. Πήγα και προς το
Μαυροβούνι, κι' ανέβηκα ως το
μισογκρεμισμένο παλάτι του Τζανήμπεη.
Τώρα είχε πέσει κι' άλλο μέρος από τη
μια πλευρά κι' οι πεσμένες πέτρες σ’
εμπόδιζαν να μπεις στο εσωτερικό. Από
τα ωραία μαρμαρένια αγγωνάρια της
μεριάς που σωζόταν, τα περισσότερα
έλειπαν, γιατί καλοθελητές γειτόνοι
και «συγγενείς» αφού δε συναντούσαν
καμιά αντίστασι, τα·’βγαζαν και τα ‘βαζαν
στα σπίτια τους.
Ξαναγύρισα στις παιδικές μου
αναμνήσεις και στην ομιλία του
δασκάλου μας, μα τώρα αιστανόμουνα
περισσότερη θλίψη. Σα γύρισα στην Αθήνα,
έστειλα ένα συνάδελφό μου να το ιδεί
και να δώσει γνώμη στην αρχαιολογική
υπηρεσία για αναστήλωση. Σαν το είδε
έβγαλε συμπέρασμα πως τώρα πια ήταν
πολύ αργά, γιατί μεγάλο μέρος είχε
γκρεμιστεί και δεν υπήρχαν εικόνες με
τα παλιά του σχέδια. Το μόνο που
μπορούσε να γίνει ήταν να περισωθεί ότι
απόμενε ακόμα, να κηρυχτεί
αρχαιολογικό μνημείο και ν’
απαγορευτεί σε συγγενείς και γειτόνους
να βγάζουν τα μάρμαρά του.
Αυτά ήταν λίγο πριν κηρυχτεί
ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. Έκαμα είκοσι
ακόμα χρόνια να ξαναπάω στο Γύθειο, και
πάλι θέλησα να ξαναϊδώ τα χαλάσματα των
παλατιών και των πύργων των Μπέηδων της
Μάνης. Τράβηξα πάλι. τώρα με τ'
αυτοκίνητο, για το Μαυροβούνι, κι'
άρχισα να ‘νεβαίνω. Μα όσο και αν
έψαχνα, δεν εύρισκα πουθενά ούτε ίχνος.
Για μια στιγμή νόμισα πώς είχα πλανηθεί
στην κατεύθυνση και συνέχισα να ψάχνω.
Μα στο πάνω μέρος κολλητά σε καινούργια
σπίτια του Μαυροβουνίου, βρισκόταν
ακόμα ένα κομμάτι του παλιού τείχους
που προστάτευε το εξωτερικό προαύλιο.
Εκεί βρισκόταν κι’ η εκκλησούλα του
Τζανήμπεη που είχα ιδεί τις
προηγούμενες φόρες τους
οικογενειακούς του τάφους. Αλλά
πουθενά, ούτε μία πέτρα από το παλιό
μισογκρεμισμένο παλάτι!
Τότε ένας Μαυροβουνιώτης με
πληροφόρησε πως δεν υπήρχε τίποτε από
το παλιο μισογκρεμισμένο παλάτι, γιατί
στην κατοχή οι Ιταλοί είχαν στήσει
κοντά στο τείχος κανόνια, κι' ύστερα με
πρόσχημα να μη δίνη στόχο στ’
αεροπλάνα, το είχαν γκρεμίσει συθέμελα.
Δεν είχαν αφήσει στη θέση του ούτε
πέτρα. Άλλωστε, το ίδιο είχαν κάμει και
με τον άλλο πύργο των μπέηδων
Γρηγοράκηδων, του Θεοδωρόμπεη, που
βρισκόταν από την άλλη μεριά του
Μαυροβουνίου και τον είχαν κι' εκείνο
με μπόμπες συντρίψει ολότελα
Δίπλα από το παλάτι του
Τζανήμπεη βρισκόταν και η εκκλησούλα
των Ταξιαρχών, που, όπως είπα, είχα ιδεί
τις περασμένες φορές τα μνήματα. Εκεί
ήταν κι' ο τάφος του δοξασμένου
Τζανήμπεη. η εκκλησούλα είχε μείνει
μοναχή κι’ έρημη ανάμεσα στα παλιά «Μπιάνικα»,
μα οι τάφοι δεν υπήρχαν πια. Οι τωρινοί
γειτόνοι δεν υπόφεραν να υπάρχουν
μνήματα κοντά στα σπίτια τους, τώχαν
για κακό. Σήκωσαν τα κόκκαλα, μαζί κι'
εκείνα του Τζανήμπεη και τα ‘ριξαν σ’
ένα κοινό λάκκο στο νεκροταφείο! Οι
απόγονοι, που κληρονόμησαν και τα ‘χουν
ως σήμερα, όσοι δεν τα πούλησαν, τα
σπίτια και τα χτήματα, δε νοιάχτηκαν
για τα κόκαλα των μεγάλων προγόνων τους,
ούτε για κείνα του δοξασμένου
Τζανήμπεη! Μ’ αφού δεν υπάρχουν
τέτοιοι απόγονοι, τουλάχιστον θα ‘πρεπε
από τους σημερινούς άξιους συνεχιστές
των Μανιάτικων παραδόσεων, ιδιαίτερα
των Δήμαρχων, να τα ‘χουν τοποθέτησει σ'
ένα μνημείο, σε μια κεντρική πλατεία
του Γυθείου!
Πήγα και στο νησί, κι’ εκεί
μεγάλωσε η θλίψη μου. Το φημισμένο
παλατάκι, φρούριο - πύργος, του
Τζανήμπεη, εκεί που συφιλιώθηκαν οι
αρχηγοί της Μάνης κι' αποφασίστηκε να
κηρυχτεί ο Αγώνας της ελευθερίας, το
ωραιότερο και συγκινητικότερο μνημείο
της Ιστορίας της Μάνης, είχε γκρεμιστεί
από βόμβες των Ιταλών που του ‘ριξαν
σαν έφευγαν από τον τόπο. Τώρα είχε
μείνει σαν ερείπιο απροστάτευτο από
τους ανέμους και τις βροχές, είχαν
πέσει κι' οι σκεπές του κι' έμειναν οι
καμάρες του εσωτερικού του με τις
μαρμάρινες σκάλες. Το ένα από τα δυο
πυργάκια του που του ‘διναν την
επιβλητική κι’ εξωτική όψη, είχε
γκρεμιστεί. Και στην ελεεινή αυτή
κατάσταση που βρίσκεται τώρα, θα
μπορούσε να σωθεί, ν’ αναστηλωθεί. Μα
δε νοιάχτηκε κανείς, που θα μπορούσε να
το κηρύξει απαραβίαστο αρχαιολογικό
μνημείο, ούτε βέβαια οι απόγονοι, που
νοιάζονται μόνο να μοιράσουνε σε καλή
τιμή το νησί οικόπεδα, άλλα ούτε κι' ο
λαός του Γυθείου που έπρεπε να το
βλέπει σαν το ιερότερο μνημείο των
περασμένων του, εκείνο που ακόμη
απόμεινε από τη ζωντανή Ιστορία της
Μάνης, αλλά και σαν ένα ανεχτίμητο
στολίδι της σημερινής του ζωής.
Κι' αν δεν έσβησε, ούτε θα
σβήσει η ιστορία της Μάνης, έσβησαν
όμως εκείνα που κρατούσαν ζωντανή αυτή
την ιστορία. Όλα χαλάσματα, χαλάσματα
και σε λίγα χρόνια μία τέλεια ανυπαρξία!
Οι τιμημένοι πρόγονοί μας και
συντελεστές της ελευθερίας, πέσανε στη
λησμονιά, σε λίγο θα σβήσει και ότι τους
θυμίζει! Και θα μείνουν μόνο οι
νοσταλγικές θύμησες των παιδικών μας
χρόνων!