Ο
Κλέφτης
Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, ήταν παλικάρι του
Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη. Ύστερα από το
γενναίο θάνατο του αρχηγού του στη μάχη της
Καστάνιας (1780), έγινε αυτός ο αρχικλέφτης
της Μάνης, με λημέρι και ορμητήριο τη
Καστάνια και το Σκουφομύτη, όπου έχτισε
οχυρά και πύργους κάτω από τη προστασία της
οικογένειας των Γρηγοράκηδων.
Ήταν
ατρόμητος και αήττητος και απέκτησε τόσο
μεγάλο όνομα και τόση δύναμη, που η παράδοση
μας τον παρουσιάζει με τον τίτλο του «αρχιστράτηγου
της Πελοποννήσου». Με την ιδιότητά του αυτή
έκλεινε συμφωνίες και με τις μεγάλες
δυνάμεις της εποχής. Ο Βοναπάρτης για να
εξασφαλίσει τη φιλία του-κυρίως για να μη
πάρει μέρος στη στρατολογία που έκαναν οι
Ρώσοι στα Εφτάνησα εναντίον των Γάλλων-του
έστειλε το 1803 πολεμοφόδια με τη Κορβέτα
«Arabe» και οι άνθρωποί του, πρόσφεραν «τραπέζι
περιποιητικό» στο Γάλλο Κυβερνήτη.
Το 1805 ο
Ζαχαριάς ήταν λαϊκός θρύλος. Πάντοτε
ανίκητος και ασύλληπτος. Η παράδοση έλεγε
γι' αυτόν πως «δεν τον έπιανε βόλι». Ο
θάνατός του υπήρξε άδοξος. Ήταν έργο του
Αντώνμπεη Γρηγοράκη πού διαδέχτηκε το 1803 το
Παναγιώτη Κουμουνδουράκη στην ηγεμονία της
Μάνης.
Ο
Αντώνμπεης Γρηγοράκης, που διορίστηκε
Μπέης της Μάνης το 1803, είχε ρητή διαταγή από
τον Σερεμέτ Μπέη να συλλάβει τον άλλοτε
Μπέη της Μάνης κι εξάδελφό του Τζανέτμπεη
και να εξοντώσει τον αρχικλέφτη Ζαχαριά.
Ο
Αντώνμπεης Γρηγοράκης δεν δυσκολεύτηκε να
εξασφαλίσει ένα φονιά για την άνανδρη
εκτέλεση του Ζαχαριά. Αναθέτει την οργάνωση
της δολοφονίας του Πρωτοκαπετάνιου της
Μοραΐτικης κλεφτουριάς, στο Ρωσόφιλο
ανιψιό του-αυτόν που ο Νικήτας Νηφάκος
ονομάζει σκωπτικά «Σιορ Καβιλλιέρης». Το
προσωνύμιο Καβιλλιέρης, ο Δημήτριος
Γρηγοράκης το πήρε από το παράσημο του «Ιππότη»
που του είχε απονεμηθεί όταν υπηρετούσε ως
αξιωματικός του Ρώσικου στρατού.
Ο
Καβιλλιέρης έστησε το σχέδιο της
δολοφονίας μαστορικά και η εξόντωση
πραγματοποιήθηκε το 1805. Ο θρυλικός Ζαχαριάς
δολοφονήθηκε μέσα στο πύργο του κουμπάρου
του Κουκέα, στα Τσέρια της Ανδρούβιστας. Το
κεφάλι του Ζαχαριά οι δολοφόνοι το έστειλαν
στις Κιτριές όπου είχε αγκυροβολήσει ο
Σερεμέτ Μπέης. Αργότερα, σύμφωνα με τη
παράδοση, το έκλεψαν πέντε Αρβανίτες και
Έλληνες Παπάδες το ενταφίασαν Χριστιανικά
στη Τρίπολη.
Το κλάμα
για το Ζαχαριά στη Μάνη υπήρξε μεγάλο, όπως
άλλοτε έκλαψαν για το χαμό του Παναγιώταρου
και του Κ. Κολοκοτρώνη, στη Καστάνιτσα. Στο
Σκουφομύτη σώζονται τα χαλάσματα των
Πύργων του Ζαχαριά και η σπηλιά που είχε ως
διέξοδο διαφυγής. Στο χωριό του τη
Μπαρμπίτσα, σώζεται ακόμα το μοιρολόι του
Ζαχαριά:
Τι έχουν
της Μάνης τα βουνά, που στέκουν βουρκωμένα;
Δίχως χιόνια
χιονίζοντας δίχως βροχή βροχιώνται
απ’ των κλεφτών τα κλάϋματα, δάκρυα και
μοιρολόγια.
Εσκότωσαν τον
Ζαχαριά, τον πρώτο καπετάνιο,
πούταν κολώνα
στο Μωριά και φλάμπουρο στους Κάμπους...
Όσα χωριά τα’
ακούσανε όλα μαυροντυθήκαν
κι ένα πουλάκι κάθησε ψηλά στο μετερίζι
κ’ έπαψε για να κελαηδή, μοιρολογάει και
λέει:
«Τ’ ακούτε οι Μπαρμπιτσιώτισσες και σεις
καλοί λεβέντες;
Να μην αλλάχτε
τη Λαμπρή τα’ άσπρα να μη φορέστε
σαν του κοράκου το φτερό βάλτε την φορεσιά
σας
και να καθήστε φρόνιμα, μόν’ σφήχτε την
καρδιά σας».
Σαν τάκουσαν οι
Σύντροφοι έπεσαν να πεθάνουν
και μια μικρή μια λυγερή, μια πρώτη του
ξαδέρφη
στο σταυροδρόμι κάθεται, στους κάμπους κι
αγναντεύει,
όσοι διαβάτες
που περνούν όλους τους διαρωτάει:
--Μην είδατε διαβάτες μου τον πρώτο
μπουλουξή σας;
--Τι μας ρωτάς κοπέλλα μου, τι θέλεις να σου
ειπούμε;
Δέκα ντουφέκια
τούριξαν με ασημένια βόλια.
Τον Ζαχαριά τον
σκότωσαν στον Πύργο του Κουκέα.
Εκεί θ’
ακούσεις κλάϋματα, βάγια και μοιρολόγια
Πώς κλαίνε οι Μανιάτισσες τον Πρώτο
Καπετάνιο.
Η
δολοφονία του Ζαχαριά ήταν μια πολιτική
πράξη και προκάλεσε στη Μάνη μεγάλη
συγκίνηση και ανησυχία.
Οι άλλοι
Γρηγοράκηδες με επικεφαλή το γιο του
Τζανέτμπεη, Πιέρρο Μπεϊζαδέ Γρηγοράκη ή
Μαγγιόρο, ξεσηκώνουν τους Μανιάτες, αλλά οι
Τούρκοι κατεβάζουν πολύ στρατό και το στόλο
τους. Ο Πιέρρος Μπεϊζαδές καταφεύγει στη
Ζάκυνθο και από εκεί, όταν πια ο Βοναπάρτης
θα γυρίσει τις πλάτες του στους Μανιάτες, θα
παρακολουθήσει με αγωνία το Ρωσοτουρκικό
πόλεμο του 1806-1812 και θα εξιστορήσει προς τον
Ελληνικής καταγωγής στρατηγό των Ρώσων
Εμμανουήλ Παπαδόπουλο τις μεγάλες θυσίες
της οικογενείας του και τις προσδοκίες όλων
των Ελλήνων.
Το δρόμο
της φυγής στη Ζάκυνθο πήραν τότε και οι
καπετάνιοι της Ανδρούβιστας και του Ζυγού.
Ήταν οι άνθρωποι του Τζανέτμπεη και η
καταδίωξη τους γίνεται από τον ίδιο τον
Αντώνμπεη που καταστρέφει τους πύργους
τους και σφετερίζεται τις περιουσίες τους.
Αργότερα θα πάρουν «ράιμπουγιουρντί» (αμνηστία)
από τους Τούρκους, με τη μεσολάβηση (1808) του
ίδιου του Αντώνμπεη και θα γυρίσουν στο
τόπο τους.
Ο δρόμος
τώρα για την εξόντωση της Μοραΐτικης
κλεφτουριάς, ήταν πια ανοιχτός. Είχε
φροντίσει η Πύλη από το 1804 να εξασφαλίσει
ένα Συνοδικό Επιτίμιο του Οικουμενικού
Πατριάρχη Καλλίνικου Δ’ (1801-1806) εναντίον
των κλεφτών του Μοριά κι όλων όσων τους
υποθάλπουν ή αρνούνται να τους καταδίδουν
στις Τουρκικές αρχές. Έτσι, πέτυχαν και με
τη σύμπραξη των αρχιερέων και των προκρίτων
οι κλέφτες δεν έχουν που να σταθούν. Η
αντίσταση του Τζανέτμπεη είχε συντριβεί
και ο Ζαχαριάς είχε βγει από τη μέση. Η Μάνη
έπαψε να είναι καταφύγιο των κλεφτών του
Μοριά.
Η
αναλογία των Κολοκοτρωναίων στον χαλασμό
των κλεφτών στάθηκε μεγάλη. Ο φόρος του
αίματος πήρε τις διαστάσεις τραγωδίας. Ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήρε απάνω του,
ύστερα από τη δολοφονία του Ζαχαριά, τη
βαριά κληρονομιά της αρχηγίας των κλεφτών
του Μοριά. Έζησε τότε στα κρίσιμα χρόνια
(1805-1806) όλες τις «Κολοκοτρωνέϊκες αμαρτίες».
Από τη
δραματική καταδίωξη των Τούρκων και των
Ελλήνων συνεργατών τους, αφανίστηκε σχεδόν
η μεγάλη οικογένεια των Κολοκοτρωναίων. Ο
μόνος τυχερός του κατατρεγμού υπήρξε ο
Θεόδωρος. Διέφυγε όλους τους κινδύνους και
πέτυχε να σωθεί στα Εφτάνησα. Η Μάνη δεν τον
χωρούσε.
Άλλωστε ο
Αντώνμπεης δεν ξεχνούσε πως ο Κολοκοτρώνης
με τους κλέφτες του, βοήθησε το προκάτοχο
του Μπέη, Παναγιώτη Κουμουνδουράκη το 1803
στο κάστρο της Ζαρνάτας. Τότε πολέμησε τους
Τούρκους του Σερεμέτ Μπέη και τον Αντώνμπεη.
Ο ίδιος περιγράφει την ανάμιξή του στη
Μανιάτικη εμφύλια διένεξη:
«H Μάνη
εφθόνησε το Μπέη, ήλθε και ο Σερεμέτ Μπέης,
δια να βάλουν τον Αντωνόμπεη Γληγοράκη.
Ήλθε ο Μπέης ο Κουμουντουράκης εις την
Καλαμάτα με εξήντα ανθρώπους, εγώ είχα
δεκαοκτώ. Με εμπόδιζαν να βοηθήσω τον
Κουμουντουράκη, αλλά έπρεπε να τον βοηθήσω
εξ αιτίας της φιλίας. 3000 Τούρκοι και
Μανιάται πηγαίνουν κατά του Κουμουντουράκη.
Βλέπω μικρά μπαϊράκια εις ταις Καπετανίαις
(ψυχικό)·συμβούλευσα να μην πάμε μέσα εις
την Μάνη, ηθέλαμε να πιάσωμε το κάστρο του
Κουμουντουράκη τέσσαρες ώραις μακρυά από
την Καλαμάτα. Οι Καπετανάκηδες και άλλοι
Μανιάταις μας πολέμησαν, ελαβώθηκα ... το
άλογον…λάφυρα...πιάνομεν ένα πύργον...ο
Κουμουντουράκης. Επιάσαμε τον πύργον,
έπειτα δια νυκτός ανέβημεν εις το Κάστρο. Οι
πατσαούραις (της λαβωματιάς) ήτον μέσα. Ο
Παναγιώτης Μούρτζινος και ο Χρηστέας, φίλοι
πατρικοί, τους γράφω ένα γράμμα, με κάθε
συμβιβασμό να έβγω, να υπάγω εις την Μάνην
να γιατρευθώ. Οι Μούρτζινοι λέγουν εις τον
Σερεμέτ Μπέη να εβγάλουν τους κλέφταις για
να αδυνατήση ο Κουμουντουράκης, και έτσι
εγέλασαν τον Σερεμέτ μπέη να έβγω εγώ από
μέσα, και μου είπαν να έβγω με όλους μου τους
ανθρώπους, ανέβαλα δια να έβγουν και οι
άνθρωποι μου. Έκαμε
τραττάτο, εβγήκαν οι δικοί μας. Ο
Κουμουντουράκης επαραδόθηκε και τον πήρε η
αρμάδα σκλάβον».
Ο
χαλασμός των κλεφτών του Μοριά ήταν
πολυσήμαντο Ιστορικό γεγονός με
προεκτάσεις που άγγιξαν τη δομή του 1821. Εδώ
έχει τις καταβολές της η αντίθεση των
καπεταναίων με τους κοτζαμπάσηδες. Ο
καθηγητής Απ. Βακαλόπουλος επισημαίνει κι
άλλες αρνητικές επιπτώσεις:
«Έτσι
επιβλήθηκε η τάξη και η ασφάλεια στην
Πελοπόννησο. Ό κατατρεγμός όμως και η
καταστροφή των κλεφτών στέρησε ουσιαστικά
την Πελοπόννησο από τους λίγους
στρατιωτικούς της αρχηγούς και άφησε
ελεύθερο το πεδίο στους κοτζαμπάσηδες.
Αυτοί τώρα, οι πολιτικοί, διαχειρίζονται τα
κοινά απερίσπαστοι από τις αναμείξεις των
κλεφτών, η δύναμη τους μεγαλώνει. Ιδίως
μερικών μεγαλοκτηματιών, αλλά αναλαμβάνουν
και ορισμένες ευθύνες απέναντι του
σουλτάνου και των Τούρκων τοπαρχών, οι
οποίοι τους θεωρούν ένα είδος τοποτηρητών
τους και τους δεσμεύουν με ορισμένες
υποχρεώσεις: από τώρα και στο εξής οι
διοριζόμενοι προεστοί και δημογέροντες
παρουσιάζονται εμπρός στον Καδή και
υπόσχονται εγγράφως ότι η κοινότητα θα
αποζημιώνει κάθε άτομο, πού θα ληστεύεται ή
θα κακοποήται στην περιοχή τους από κλέφτες.
Τα έγγραφα αυτά, τα ονομαζόμενα «νέζρι
χοτζέτια», συντάσσονταν εμπρός στον Καδή,
κυρώνονταν με την σφραγίδα του και είχαν
επίσημο κύρος. Ίσως ο εισηγητής των «νέζρι
χοτζετιών» είναι ο Βελή πασάς, ο γιος του
Αλή των Ιωαννίνων, ο οποίος στις 2
Ιανουαρίου 1806 έρχεται ως Μόρα βαλεσή και
μένει στην θέση του αυτή ως τις 12 Αυγούστου
1812».