Αρχική Ιστορία Δήμοι - Χωριά Ήθη - Έθιμα Μοιρολόγια Ποίηση Απόδημοι Αρχιτεκτονική
Εκκλησίες Κάστρα Ταΰγετος Χλωρίδα Πανίδα Σπήλαια Προϊόντα Άρωμα Μάνης
Δημιουργοί Απόψεις Εκδρομές Σύλλογοι Σύνδεσμοι Wallpaper Περιεχόμενα Βιβλιογραφία

 

Προηγούμενη

Επικοινωνία

Μανιάτισσες ηρωΐδες του 1821

Λιουνίτσα Σταθάκου

Χρονικό του Γιάννη Χ. Ρουμελιώτη

Το συγκλονιστικό άρθρο που ακολουθεί και αναφέρεται σε μία άγνωστη Μανιάτισσα Ηρωίδα το αλιεύσαμε από το παλαιό περιοδικό «ελληνικη δημιουργια» Τεύχος 39, της 15 Σεπτεμβρίου 1949! Η Λιουνίτσα Σταθάκου δεν είναι τραγικό πρόσωπο αλλά χαρακτήρας Έπους. Του Έπους της Μάνης...

12 Αυγούστου 1826
Ο Μπραΐμης, ο τρομερός αράπης, αφού σκόρπισε τον όλεθρο σ' ολάκερο το Μωριά, έφτασε τώρα και στην πόρτα της Μάνης. Μονάχα σε τούτη την ανυπόταχτη χώρα δεν μπόρεσε να πατήσει το πόδι του. Τώρα όμως έχει πάρει την απόφαση: Πρέπει να σκλαβώσει τους Μανιάτες. Οι καμπίσοι άφησαν τα σπίτια τους και πήραν τα βουνά. Και τα φουσάτα του Μπραΐμη, τρία μερόνυχτα κουρσέβουν τα Μπαρδουνοχώρια. Έκλεψαν, λήστεψαν, έκαψαν, αφάνισαν. Έτσι πίστεψε ο αράπης πως θα λυγίσει την μανιάτικη ψυχή. Μα λάθεψε. Τίποτα δεν μπορούσε να τους τρομάξει. Γι' αυτό, άνδρες και γυναίκες μαζεύτηκαν στο Πολυάραβο, πάνω στον Ταΰγετο, να υπερασπίσουν τη λευτεριά τους. Θα πολεμήσουν και τα παιδιά.

Ο Μπραΐμης ωστόσο κατάφερε κι αυτός κάτι: Ένας από τους μικρούς καπετανέους της Μάνης, ο Μπόσινας, προσκύνησε, όπως ο Νενέκος. Και τώρα είναι οδηγός του. Έχει τάξει στον πασά, πως θα τον πάει και ο Μπραΐμης θα τον κάνει Μπέη του τόπου. Έτσι χάιδευε τα φιλόδοξα όνειρα του προδότη.

Μα ο δρόμος που διάλεξε ο Μπόσινας για να πάει τους αραπάδες στον Πολυάραβο, αναγκαστικά πέρναγε από την Τσεσφίνα, λίγο πιο πάνω από τα Κόκκινα Λουριά, όπου στέκονταν ο πύργος των Σταθάκων.

Ο Σταθάκος, που ήταν και του Μπόσινα συμπέθερος, άμα έμαθε πως ήταν απ' εκεί να περάσει ο στρατός του Μπραΐμη, πήρε στη στιγμή την απόφαση να μην αφήσει τον πύργο, μα να τον υπερασπίσει γερά, για να δώσει καιρό σ' αυτούς που ήταν στο Πολυάραβο, να ταμπουρωθούν καλά και να τους έρθει και βοήθεια από τη μέσα Μάνη. Γι' αυτό προσκάλεσε συγγενείς και φίλους, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και γυναίκες και τους είπε:

- «Ξέρω καλά πως θα πολεμήσουμε με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις. Κι ίσως πεθάνουμε. Έχουμε όμως και γυναίκες, που δεν είναι σωστό να μείνουν. Όποιος θέλει να ζήσει, ας φύγει μαζί τους, στον Πολυάραβο. Απόψε όμως - γιατί αύριο θα είναι αργά».

Και κοίταξε, έναν - έναν, όλους τους συντρόφους του. Μα σε κανενός το πρόσωπο δεν είδε φόβο. Κανένας δεν δέχθηκε να φύγει. Κάποια στιγμή τα μάτια του σταμάτησαν στη νύφη του Λιουνίτσα, τη γυναίκα του δεύτερου γιου του.

- Πρέπει να φύγεις, της είπε σιγά.

- Να φύγω; Αποκρίθηκε. Γιατί; Τάχα δεν είμαι άξια κι εγώ να πεθάνω για την πατρίδα; Γιατί με πληγώνεις έτσι, πατέρα; Τάχα δεν είναι ο καλύτερος θάνατος που μπορώ να ελπίζω, όταν, πολεμώντας για τη λευτεριά πεθάνω κοντά στους συγγενείς μου; Κι ύστερα... εσύ το ξέρεις αν μπορώ να πολεμήσω. Όχι! δε θα φύγω.

Ο Σταθάκος δε μίλησε. Δέχτηκε την απόφασή της. Μονάχα που βούρκωσαν τα μάτια του. Η όμορφη Λιουνίτσα, γεννημένη από πατέρα Καπετάνιο, είχε αδέρφια παλικάρια, που τόχανε δείξει σε πολλές μάχες με τους Τούρκους. Όχι μονάχα η ομορφιά της, μα και η λεβεντιά της την έφεραν νύφη στον Πύργο της Τσεσφίνας κι από την πρώτη μέρα κιόλας αγαπήθηκε απ' όλους τους συγγενείς. Ο άντρας της ορκιζόταν στ' όνομά της. Όταν, την άλλη μέρα το πρωί - 12 Αυγούστου 1826 - φάνηκε από μακριά ν’ ανηφορίζει κατά την Τσεσφίνα τ' αράπικο ασκέρι με τον προδότη Μπόσινα, η Λιουνίτσα πρώτη απ' όλους άρπαξε το καρυοφύλι κι έτρεξε στις πολεμίστρες πλάι στον πεθερό της και τον άντρα της.

Οι αραπάδες όλο και ζύγωναν. Κάποτε ξεχωρίζει από τους στρατιώτες κάποιος, στέκει στο ξάγναντο, τηρώντας τον πύργο και τους φωνάζει βάζοντας τα χέρια γύρω στο στόμα για ν' ακουστεί καλύτερα:

- Συμπέθερε Σταθάκο, παραδοθείτε στον αφέντη της Μάνης, θα χαθείτε ούλοι! «Να παραδοθούμε», μουρμούρισε ο Σταθάκος κοιτάζοντας τους άλλους, για να μαντέψει το στοχασμό τους. Όλα τα μάτια ξεφώνιζαν «όχι». Της νύφης του, της Λιουνίτσας λέγαν ήσυχα: «θάνατος στον προδότη». Τότες φώναξε του Μπόσινα:
- Και ποιος μας λέει, μωρέ ότι δε θα πάθουμε τίποτα, εάν προσκυνήσωμε;
- Εγώ! αποκρίθηκε ο Μπόσινας.
- Κοίταξε να μη μας φάνε με μπαμπεσιά...
- Μη φοβάσαι, συμπέθερε, εγώ σου δίνω λόγο, εγώ σε παίρνω στο λαιμό μου, αποκρίθηκε ο προδότης.
- Σε πιστεύω, καμώνεται ο Σταθάκος. Έλα να πάρεις τ' άρματά μας.

Οι σύντροφοι βλέπουν με κρυφή λαχτάρα το Μπόσινα που ζυγώνει στον πύργο. Η Λιουνίτσα έχει ορθό τον κόκκορα του καριοφυλιού της και σιάζει την τσακμακόπετρα.

Κι όταν ο Μπόσινας φτάνει κάτω απ' τον πύργο, μια μπαταρία ξαφνική τραντάζει τον τόπο και μια γυναικεία φωνή ακούγεται σα σάλπισμα: «Πάρε προδότη»! Δύο μπάλλες δέχεται στο στήθος του ο Μπόσινας σωριάζεται στον τόπο. Ο Σταθάκος γύρισε τη ματιά στη νύφη του- είδε ακόμα το καρυοφύλι της που κάπνιζε. Είχανε συνεννοηθεί.

Μα σε λίγο κυκλώνεται ο πύργος από τους αράπηδες και ο αξιωματικός τους, ο Χουσνίμπεης προστάζει γενικό γιουρούσι. Οι άπιστοι ρίχνονται με λύσσα. Από τον πύργο τους δέχονται με πυκνή φωτιά. Καμμιά ντουφέκια δεν πάει χαμένη. Ώρες πολλές βαστάει τούτος ο πόλεμος. Κοντοζυγώνει μεσημέρι. Και τα γιουρούσια δε λένε να κατακαθίσουν.

Κάποτε η φωνή της Σταματούλας Σταθάκου, πεθεράς της Λιουνίτσας, ακούγεται σιγανή. «Σωθήκανε τα μπαρουτόβολα!». Σα σπαθιά πέρασε τα σπλάχνα των παλικαριών:

- Και τώρα; Ρωτάνε με ματιές, ο ένας τον άλλον. Χωρίς κουβέντα τραβούν τα γιαταγάνια, ανοίγουν τις πόρτες του πύργου και βάνοντας τις γυναίκες στη μέση, ορμούν να σπάσουν την εχθρική γραμμή. Τρεις πέφτουν νεκροί: Μια γυναίκα και δύο άντρες. Οι άλλοι πιάνονται και μαζί τους ο Σταθάκος, τα δυο παιδιά του κι η νύφη του η Λιουνίτσα. Τους πάνε δεμένους στον Μπραΐμη:
- Προσκυνάτε, αν θέλετε το κεφάλι σας!...
- Χίλιες φορές ο θάνατος! Βρίζουν τον Μπραΐμη την ώρα που προστάζει να τους χαλάσουν. Κανένας δε λυγάει· μονάχα ο άντρας της όμορφης Λιουνίτσας γυρίζει και με μια ματιά που ρίχνει στη γυναίκα του προδίνει όλη την τρικυμία που δέρνει την ψυχή του. Ο Μπραΐμης νοιώθει το στοχασμό του και, για να τον κάνει να υποφέρει περισσότερο, της λέει:
- Σε σένα χαρίζω τη ζωή, θα σε πάρω μαζί μου.
- Άτιμε! ούρλιαζε ο άντρας της, που τον τραβούσαν για τον θάνατο.

Μα λάθεψε και τούτη τη φορά ο Μπραΐμης. Η Λιουνίτσα Σταθάκου δεν ήταν για χαρέμι. Όταν ο στρατός των Αραπάδων νικημένος στον Πολυάραβο, γύριζε ντροπιασμένος για την Τρίπολη, περνώντας απ' τη Σπάρτη, μέσα του Σεπτέμβρη, τα παλικάρια της Μάνης τον καρτερούσαν στο Βρουλιά. Καρτέρι δυνατό, μάχη σκληρή. Η Λιουνίτσα δε χάνει ούτε στιγμή: σκοτώνει τον αράπη που την φυλάει, φορεί τα ρούχα του, παίρνει τ' άρματά του και, πολεμώντας σαν πέντε άντρες, περνάει στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Μα δεν το χάρηκε το κατόρθωμά της: Στην ίδια μάχη σκοτώθηκε κι ένας της αδελφός, πρωτοπαλίκαρο, από την ξακουσμένη Άρνα.

Έτσι γύρισε, πικραμένη, στην Τσεσφίνα κι έζησε μαυροφορεμένη, αφιερωμένη στη μνήμη των δικών της, που κάθε μέρα πήγαινε και τους άναβε τα καντήλια στα έξη μνήματά τους. Πέθανε εξήντα οχτώ χρόνων στο ίδιο μέρος, που είχε ξαπλώσει τόσους νεκρούς, πολεμώντας για τη λευτεριά της πατρίδας - λησμονημένη κι αυτή, όπως και τόσες άλλες ηρωίδες του μεγάλου αγώνα.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΜΑΝΗ» Μάρτιος – Απρίλιος 1999, τ.2

Λιμπεράκης Γερακάρης ] Νικήτας Νηφάκος ] Παναγιώτης Μπενάκης ] Βιογραφία Ρήγα ] Ρήγας Φεραίος ] Ηλίας Χρυσοσπάθης ] Θεόδ. Κολοκοτρώνης ] Ηλίας Σαλαφατίνος ] Βιογραφία Ιμπραήμ ] [ Λιουνίτσα Σταθάκου ] Παπα-Πανάγος Ρούσος ] Αλέξ. Κουμουνδούρος ] Νικόλαος Λεωτσάκος ] Σωτήρης Σταυριανάκος ]