Παναγιώτης
Παπατσανετέας - Καπετάν Παναγιώτης
Ο
Παναγιώτης Παπατσανετέας, από τη
Καρδαμύλη, ήταν υπαξιωματικός του
Ελληνικού στρατού και έλαβε μέρος στο Μ.Α.
ως εθελοντής στα αντάρτικα σώματα. Το
1905 ζήτησε από το Κέντρο Αθηνών που
διεύθυνε ο Αλέξανδρος Μαζαράκης, να
μεταβεί στη Μακεδονία, αλλά κρίθηκε
σκόπιμο να υπηρετήσει στα γραφεία του
Κέντρου στην Αθήνα.
Η
επιθυμία του για ένοπλη δράση τον
οδήγησε να αξιώσει από το θείο του
Στρατηγό Ν. Τρουπάκη, που υπηρετούσε ως
σύμβουλος στο Κέντρο, να αποσταλεί στη
Μακεδονία. Το Φεβρουάριο του 1906 του
ανατέθηκε η αρχηγία εθελοντικού
σώματος με το οποίο μετέβη ως υπαρχηγός
στη λίμνη των Γιαννιτσών, υπό τον
καπετάν Ματαπά (Μ. Αναγνωστάκο).
Την
εποχή εκείνη η λίμνη των Γιαννιτσών
αποτελούσε το σπουδαιότερο και
επικινδυνότερο σημείο του Μ.Α., αφού
εκεί είχαν εγκατασταθεί Βούλγαροι
κομιτατζήδες, είχαν οχυρώσει κατάλληλα
τα κρησφύγετα τους και εκτελούσαν
επιδρομές στα γύρω χωριά,
τρομοκρατώντας το πληθυσμό.
Κανένα
Ελληνικό αντάρτικο σώμα δεν είχε
κατορθώσει να εγκατασταθεί στη λίμνη,
λόγω της πεδινής έκτασης, των
κομιτατζήδων και του Τούρκικου στρατού
που ήταν εγκατεστημένος στα γύρω χωριά.
Μετά
από πολλές αιματηρές μάχες οι δύο
αρχηγοί κατάφεραν να εγκαταστήσουν
μέσα στους καλαμιώνες της λίμνης τη
πρώτη Ελληνική καλύβα και αργότερα και
άλλων για την εκδίωξη των Βουλγάρων.
Μετά
την αναχώρηση από τη λίμνη του καπετάν
Ματαπά για την οργάνωση της δράσης στο
διαμέρισμα του Ολύμπου, ουσιαστικά στη
λίμνη δρα ο καπετάν Παναγιώτης. Εκεί
δοκιμάσθηκε η διοικητική του ικανότητα
και τα σχέδιά του για τον τρόπο
διοίκησης, οργάνωσης και δράσης εντός
της λίμνης εγκρίθηκαν από το Κέντρο
Θεσσαλονίκης, το οποίο απομάκρυνε τον
διοικητή του Λοχαγό Μακρόπουλο που δεν
συμφωνούσε με αυτά.
Για
την υλοποίηση των σχεδίων εστάλη για
ενίσχυση το σώμα του ανθυπολοχαγού
Τέλλου Αγαπηνού (καπετάν Άγρας) και το
σώμα του ανθυπολοχαγού Σάρου (καπετάν
Κάλας), που είχε υπαρχηγό το μανιάτη
επιλοχία Παρασκευά Ζερβέα (καπετάν
Παρασκευάς).
Αυτούς
υποδέχθηκε ο Παπατσανετέας, για τη
δράση του οποίου στη λίμνη και αλλού ο
στρατηγός Κ. Μαζαράκης έγραψε: « Ο
Παπατσανετέας υπήρξε το 1906 – 1907 από
τους θρυλικούς ήρωας της λίμνης των
Γιαννιτσών. Η τιμιότης του υπήρξε
παροιμιώδης και ενέπνεε γενικήν
εμπιστοσύνην».
Η
δράση του υπήρξε μεγάλη και οι
αποστολές που του ανατέθηκαν εντός και
εκτός λίμνης ήταν επιτυχείς. Λόγω των
κακουχιών της λίμνης μετατέθηκε για
μικρό χρονικό διάστημα και υπηρέτησε
στο Κέντρο Θεσσαλονίκης.
Το
Φεβρουάριο του 1908 ανέλαβε τη διοίκηση
του σώματος Χαλκιδικής, όπου παρέμεινε
μέχρι την ανακήρυξη του Συντάγματος
στη Τουρκία, οπότε και διαλύθηκαν τα
αντάρτικα σώματα.
Μετά
τη παύση του ένοπλου αγώνα ο Παναγιώτης
Παπατσανετέας τον Οκτώβριο του 1908
αναλαμβάνει, μετά από σχετική εντολή,
διευθυντής του ορφανοτροφείου στα
Βοδενά, όπου και εγκαταστάθηκε, δρώντας
ως πράκτορας, βοηθούμενος από τη σύζυγό
του Καλλιόπη.
Τον
Ιούνιο του 1909 προδόθηκε από τους
Βουλγάρους, στους Τούρκους οι οποίοι
τον συνέλαβαν και φυλακίσθηκε στη
Θεσσαλονίκη. Μετά από ανάκρηση τριών
ημερών εξορίσθηκε και επανήλθε στην
Ελλάδα στις 24 Ιουνίου 1909.
Η
επιτυχημένη τετραετής δράση του στον
Εθνικό αγώνα συνεχίσθηκε κατά το
πόλεμο του 1912, όπου υπηρέτησε υπό το
στρατηγό Κ. Μαζαράκη. Το Φεβρουάριο του
1913 υπηρέτησε ως υπαρχηγός σώματος στη
Χειμάρρα και πριν από τη κήρυξη του
Ελληνοβουλγαρικού πολέμου εστάλη στη
Μακεδονία με αποστολή την εκκαθάριση
των εκεί Βουλγαρικών συμμοριών που
απειλούσαν τις υπηρεσίες ανεφοδιασμού
του Ελληνικού στρατού.
Το
1914 ο υπολοχαγός Παπατσανετέας έλαβε
μέρος στο Βορειοηπειρωτικό αγώνα στη
περιοχή της Χειμάρρας.
Πέθανε
με το βαθμό του Υποστράτηγου ε.α. και
κατά τον τελευταίο αποχαιρετισμό του
στις 13 Σεπτεμβρίου 1937, ο αντιστράτηγος
Κ. Μαζαράκης είπε προς αυτόν: « η
σεμνότης σου και ο πατριωτισμός σου μας
ημπόδιζον εφ’ όσον έζης να εξυμνήσωμεν
τας αρετάς σου, ήδη όμως οπότε μας
εγκαταλείπεις δια παντός χάριν της
ιστορίας υποχρεούμεθα να είπωμεν ότι
υπήρξες πατριώτης υπέροχος, γενναίος
όσον ελάχιστοι, τίμιος και σεμνός
παροιμιώδης και ανεδείχθεις ήρως
μυθικός δι’ όσων ηρωικών κατορθωμάτων
έκαμες πολεμών τους εχθρούς της
Ελλάδος και προασπίζων τα εδάφη της
αποτελεσματικώς».