ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΗΤΑ ΝΗΦΑΚΟΥ (1748
- 1818 Μ.Χ.)
Ο Νικήτας
Νήφος ή Νηφάκης ή Νηφάκος, και το τελευταίο
του επώνυμο είναι αυτό πού επικρατεί τελικά,
γεννήθηκε στα 1748 στο χωριό της Μεσσηνιακής
Μάνης Μηλέα. Ήταν γιος παπά, του Γιώργη
Νηφάκου-Παπαγιώργη και τη μητέρα του την
λέγαν Μαρίτσα. Σε μικρή ηλικία πηγαίνοντας
μ' άλλους στο νερόμυλο ν' αλέσει στάρι
συλλαμβάνεται στη θέση Αγία Μαρίνα από τους
Τουρκαλβανούς που λήστευαν και λιμαίνονταν
τη χώρα κι αιχμάλωτος οδηγείται στο Μυστρά.
Από το
Μυστρά μεταφέρεται στη Τρίπολη, στο Άργος
και στο Ναύπλιο, όπου τον δίνουν πεσκέσι (δώρο)
στον Πασά, που τον εξισλαμίζει με το έτσι
θέλω και του δίνει το όνομα Ισμπίρ. Ωστόσο η
περιπέτεια του Νικήτα συνεχίζεται, από το
Ναύπλιο τον στέλνουν στη Θεσσαλονίκη όπου ο
Πασάς διακρίνοντας την εξυπνάδα του
προσπαθεί να τον μυήσει στον Ισλαμισμό και
να τον τουρκέψει.
Άμοιρη η
τύχη των παιδιών της σκλαβιάς, μπορεί
κανείς να την παρακολουθήσει στην πορεία
της ζωής αυτού του ηρωικού παιδιού της
Μάνης, που η ψυχή του έμεινε αμόλυντη κι
άπαρτη από το μίασμα του βάρβαρου κατακτητή.
Οι Μανιάτες δεν προσκυνάνε κανέναν κι' αυτό
το ήξερε ο Νικήτας. Κι η περιπέτειά του
συνεχίζεται.
Ο Πασάς
της Θεσσαλονίκης δίνει το Νηφάκο υπηρέτη
στην αδελφή του που το μεταφέρει σα δούλο
της στην Πόλη, εκεί ο Νηφάκος υπηρετεί στο
Σαράι. Το Μανιατόπουλο όμως είναι έξυπνο,
κατορθώνει δραπετεύει από το Σαράι και την
Κωνσταντινούπολη και πηγαίνει στη Ρουμανία
όπου εκεί έχει την καλή τύχη να τον
προστατεύσει, στο Ιάσιο ένας Έλληνας
Ιερωμένος.
Αυτός
φροντίζει και παρακολουθεί ο Νηφάκος, σαν
φοιτητής, μαθήματα στην Ελληνική Ακαδημία
Βουκουρεστίου. Μόλις αποφοίτα ο ποιητής
γυρίζει στην Κωνσταντινούπολη και
διορίζεται αξιωματικός στην υψηλή Πύλη.
Αργότερα
υπηρετεί σε εμπιστευτικές θέσεις στην
Οδησσό και στη μαρτυρική Σμύρνη, όπου
γίνεται αυτόπτης μάρτυρας του εμπρησμού
του Φραγκομαχαλά της Σμύρνης που έγινε στις
4)12 Μαρτίου 1797 και τον οποίο εμπρησμό
περιγράφει ποιητικά στο ποίημα του, Ιστορία
της καταστροφής του Φράγκο μαχαλά σε μικρά
τετράστιχα όχι μεγάλης πνοής, ωστόσο
αξιόλογα για τις πληροφορίες που μας δίνει,
αλλά και τον ανθρώπινο πόνο πού εκφράζουν :
Λαγκάδια
κάμποι και βουνά
αλαργινά και κοντινά
και χώρες και χωρία
άνθρωποι και θηρία.
Χερσαία
και θαλασσινά
και εναέρια πτηνά
και πέτρες και (τα) ξύλα
και των δέντρων τα φύλλα.
Και γέροι
και μικρά παιδιά
όλα να κλαύσετε πικρά
τη συμφορά που γίνη
στη μαυρισμένη Σμύρνη.
Έτσι το
μικρό Μανιατόπουλο, άντρας πλέον και μετά
από πλήθος περιπέτειες βρίσκεται τώρα
αξιωματούχος κοντά στο σουλτάνο «γιαννίτσαρος»
με το όνομα Ισμπίρ. Όμως το Ελληνικό του
αίμα, η αδούλωτη Ελληνική Μανιάτικη θέλησή
του δεν θα τον αφήσουν ήσυχο.
Η Ιστορία
της ζωής του θα συνδεθεί πάλι με τη φτωχή,
σκληρή, όμορφη όμως και ηρωική ιδιαίτερη
πατρίδα του. Λέγεται πως κάποια μέρα ο
Νηφάκος συνάντησε μέσα σ’ ένα ελληνικό
μαγαζί της Πόλης κάποιο εμπορευόμενο
συμπατριώτη του από τον Πύργο Λεύκτρου. Από
αυτόν πήρε ο Νηφάκος μετά τόσα χρόνια
πληροφορίες για τους δικούς του.
Αυτόν τον
Μανιάτη έμπορο παρακάλεσε ο Νηφάκος να πάει
να συναντήσει τη δύσμοιρη τη μάνα του στις
Μηλιές και να της πει για το γιο της. Η μάνα
του Νικήτα, όπως ήταν φυσικό, πολύ
συγκινήθηκε με το μήνυμα του γιου της,
έβγαλε μια τούφα από τα άσπρα της μαλλιά και
τα έδωσε μέσα σ’ ένα φάκελο μήνυμα για το
παιδί της. Αυτό συγκλόνισε την ευαίσθητη
ψυχή του Μανιάτη.
Από τότε
γύρευε ευκαιρία να γυρίσει κοντά στη
γλυκεία του Πατρίδα. Αργότερα
εγκαταλείποντας τα αξιώματα γυρνά πίσω στη
σκληρή ιδιαίτερη πατρίδα του, μπαρκάρει σ'
ένα μανιάτικο καράβι που πέρασε απ’ τη Πόλη
και τον πήρε, αφού είχε κάνει συνεννοήσεις
με τον καπετάνιο του στην Οδησσό. Προτού
απομακρυνθεί από την Πόλη ο Νικήτας σκίζει
και ματώνει τα ρούχα του, τα πετά, για να
δώσει την εντύπωση ότι μάλλον τον σκότωσαν.
Αυτή η
επιστροφή του Νικήτα στη Μάνη
χρονολογείται γύρω στα 1788. Είναι ακριβώς η
χρονολογία που ο στιχουργός υπηρετεί στην
αυλή του τοπικού άρχοντα της Μάνης, του
Τζανέτου Γρηγοράκη ή Τζανήτμπεη. Έτσι ένας
από τους συγγενείς και βιογράφος του ποιητή,
ο Σωκράτης Νηφάκος, μας πληροφορεί πως «από
το σπίτι του Τζανήτμπεη εγύρισε όλα τα
χωριά της Μάνης και γνώρισε τα ήθη και τα
έθιμα των Μανιατών και έγραψε σε στίχους
πολιτικούς συμμέτρους την Ιστορία της
Μάνης όλης ηθών, χωρίων και «Ιντράδων (προϊόντων)
αυτής».
Αυτό
ακριβώς το ποίημα του Νηφάκου θα μας
απασχολήσει και θα μας σταματήσει. Βέβαια
έχει γράψει κι άλλα στιχουργήματα ο ποιητής,
άλλα ενδιαφέροντα, κι' άλλα όχι, όμως το
παραπάνω έχει κατ’ εξοχήν ενδιαφέρον για
τη Μάνη, τους ανθρώπους της, τα ήθη και τα
έθιμα της, είναι θα λέγαμε μια στιχουργική
αναστύλωση της ζωής και του χαρακτήρα της.
Ωστόσο
για να κλείσουμε το κεφάλαιο πού αναφέρεται
στη ζωή του ποιητή, το 1813 ο Νηφάκος πάει στην
ιδιαίτερη πατρίδα του Μηλιά και μετά
βρίσκεται δάσκαλος στην Καλαμάτα, όπου και
πέθανε λίγο πριν ξεσπάσει η Εθνική
Επανάσταση του 1821, αυτή που ελευθέρωσε το
Έθνος.
Ο Νικήτας
Νηφάκος έμεινε στα χαρτιά και στη μνήμη της
ιδιαιτέρας Πατρίδας του σαν ο «δάσκαλος», ο
άνθρωπος που προσπάθησε να φρονηματίση
μέσα στο σκοτάδι, το Έθνος του και την
ιδιαιτέρα πατρίδα του με τους στίχους του,
πεθαίνοντας φτωχός και άγνωστος για το
πλατύ κοινό.
Μια
προσπάθεια αναστύλωσης της μνήμης του
είναι κι' αυτό μας το μελέτημα.
Από το
βιβλίο του Πάνου Ν. Παναγιωτούνη «Η Μάνη και
ο Μανιάτης Ποιητής Νικήτας Νηφάκος»
Εκδόσεις Το Ελληνικό Βιβλίο.