του Ανάργυρου Κουτσιλιέρη,
από το βιβλίο του «Μοιρολόγια της Μάνης»
Μνημεία Γλωσσικά-Ιστορικά-Λαογραφικά,
Εκδόσεις ΜΠΕΚΑΚΟΣ, Αθήνα 1997.
Καθώς τονίσαμε και στον
πρόλογο του βιβλίου αυτού σκοπός της
συντάξεώς του δεν είναι η προσθήκη μιας
επί πλέον συλλογής μοιρολογιών, αλλά
αποτελεί προσπάθεια αξιοποιήσεως των
μοιρολογιών, των οποίων η μορφή και το
περιεχόμενο αποτελούν πολύτιμη πηγή
για τη μελέτη των εθίμων της ιστορίας
και της γλώσσης των Μανιατών.
Για τη μελέτη του ιδιώματος
της Μάνης τα μοιρολόγια δεν αποτελούν
μόνο πολύτιμη πηγή αλλά και μοναδική,
γιατί το ιδίωμα αυτό δεν υπάρχει πλέον
παρά μόνο στα μοιρολόγια.
Οι περιοχές, στις οποίες
μέχρι τινός διετηρείτο, σήμερα δίνουν
την εικόνα της ερημώσεως. Κατά τους
τελευταίους χρόνους το ιδίωμα
ακουγότανε μόνο στους άλλοτε δήμους
Λογίας και Μέσσης. Η πρωτεύουσα του
δήμου Λογίας μέχρι τους χρόνους του
δευτέρου παγκοσμίου πολέμου είχε 150
περίπου οικογένειες. Σήμερα ζουν εκεί
μόνο τρεις άντρες, εκ των οποίων οι δύο,
προερχόμενοι από γειτονικά χωριά,
εγκατεστάθησαν στη Λάγια μετά το 1940.
Οι Λαγιάτες δεν εχάθησαν,
αλλά αυξήθησαν, ζουν όμως στον Πειραιά
και λίγοι στην Αθήνα. Τα παιδιά τους,
γεννημένα στην Αττική, δεν αγνοούν μόνο
το ιδίωμα της Λόγιας, αλλά οι
περισσότεροι και τη Λάγια. Υπό τας
συνθήκας αυτάς τα μοιρολόγια μένουν
μοναδική πηγή για τη μελέτη του
ιδιώματος. Η μικρή εισαγωγή και το
Λεξιλόγιο που ακολουθεί πιστεύομε πως
θα χρησιμεύσουν στον αναγνώστη.
Χρήσιμη επίσης νομίζομε μια
λιγόλογη αναδρομή στην ιστορία του
ιδιώματος. Τα επιγραφικά μνημεία, που
βρέθηκαν στις πόλεις του Κοινού, μας
επιτρέπουν να πούμε με βεβαιότητα ότι η
γλώσσα των Ελευθερολακώνων ήταν η
Δωρική. Η γλώσσα αυτή διετηρήθη κατά
τους βυζαντινούς χρόνους και μέχρι
τους χρόνους της Εθνεγερσίας δεν
απέβαλε το δωρικό της χαρακτήρα.
Αυτό το δείχνουν στοιχεία,
των οποίων την αποδεικτική δύναμη δε
μπορούμε να παραγνωρίσουμε.
Όταν κατά το 1414 έφτασε στο
Οίτυλο ο αυτοκράτορας Μανουήλ ο
Παλαιολόγος βρήκε: «γένος ου μικρόν ούδ'
ολίγον Ελλήνων, ουκ ασφαλεί γλώττη
χρώμενον».
Ελέχθη ότι το γένος αυτό
μπορεί να είναι γένος Σλάβων, που δεν
είχαν μάθει ακόμα να μιλούν καλά τα
ελληνικά. Υπάρχουν στοιχεία, τα οποία
δείχνουν ότι στο Οίτυλο δεν υπήρχε μέγα
πλήθος Σλάβων, που δε γνωρίζανε καλά τα
Ελληνικά, αλλά πλήθος Λακώνων που
μιλούσανε το ιδίωμα της Μάνης, το οποίο
διέφερε τότε πολύ από τα ιδιώματα της
άλλης Πεολοποννήσου.
Παραθέτομε μερικά από τα
στοιχεία αυτά.
α. Και αυτός ο Φαλμεράγιερ εδέχθη
ότι το Οίτυλο δεν κατεκτήθη από Σλάβους.
β. Οι Οιτυλιώτες, που φύγανε για την
Κορσική 260 χρόνια μετά την επίσκεψη του
Μανουήλ, μιλούσαν τη γλώσσα της Μάνης.
Το γλωσσικό υλικό που συνεκέντρωσε ο
Ολλανδός φιλόλογος Blanken, ο οποίος
μελέτησε τη γλώσσα των Μανιατών της
Κορσικής, δείχνει ότι οι Οιτυλιώτες
είχαν γλώσσα την ίδια που είχαν και οι
Μανιάτες της Μέσα Μάνης, γλώσσα δηλαδή
η οποία, καθώς δείξανε οι σχετικές
έρευνες, προήλθε από ομαλή εξέλιξη
Λακωνικής διαλέκτου.
γ. Ο Τούρκος περιηγητής Evlia Tchelebi
βρήκε στην Πεολοπόννησο κατά το 1668
ανθρώπους που μιλούσαν πέντε
διαφορετικές γλώσσες, τις οποίες και
κατονομάζει: 1) Την Κοινή Ελληνική,
που μιλούσαν Τούρκοι και Χριστιανοί
του Μοριά. 2) Τα Αρβανίτικα, που
μιλούν οι Αρβανίτες στην
Αργολιδοκορινθία και αλλού. 3) Τα
Τσακώνικα. 4) Τη γλώσσα που
χαρακτηρίζει ελληνική πολύ καθαρή και
ρητορική που μιλούν στο Μυστρά και 5)
Τη γλώσσα που μιλούν «οι άπιστοι της
Μάνης» για τους οποίους λέει ότι
χρησιμοποιούν εκφράσεις που δεν είναι
ούτε ελληνικές ούτε αρβανίτικες.
Για τις τέσσερις περιπτώσεις
δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι λέει
την αλήθεια, Δηλαδή:
α) 0ι Τούρκοι και οι Χριστιανοί του
Μοριά μιλούσαν τη γλώσσα όλων των
Ελλήνων, την Κοινή Νεοελληνική.
β) Οι Τσάκωνες μιλούσαν τα
Τσακώνικα που διετηρήθησαν μέχρι τα
χρόνια μας.
γ) Στην Αργολιδοκορινθία δεν
έπαυσαν μέχρι τα χρόνια μας να
ακούγονται τα Αρβανίτικα.
δ) Στο Μυστρά οι διάδοχοι του
Πλήθωνος, του Αργυρόπουλου και άλλοι
λόγιοι βιβλιογράφοι καλλιεργούσαν τη
λογία γλώσσα, που εντυπωσίασε τον Tchelebi.
Με βεβαιότητα μπορούμε να
πούμε ότι λέει την αλήθεια και στην
πέμπτη περίπτωση, στην περίπτωση
δηλαδή της Μάνης, όπου η γλώσσα
διατηρούσε τα δωρικά στοιχεία σε
σημείο που με δυσκολία την
καταλάβαιναν οι άλλοι Πεολοποννήσιοι.
Αυτό φαίνεται καθαρά από πληροφορία
που μας δίνουν οι Στεφανόπουλοι στο
Ταξίδι του 1797, οι οποίοι λένε: «Οι ξένοι
για να γίνουν καλά δεκτοί πρέπει να
έχουν συστατικό γράμμα από ένα γνωστό
πρόσωπο.... και να έχουν μάθει κάπως να
μιλούν τη γλώσσα τους»1.
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την
επίσκεψη του Tchelebi στο Μοριά έγραψε την
έκθεσή του ο Βενετός προνοητής
Γραδενίγος. Στην έκθεση αυτή αναφέρει
και τις φυλετικές ομάδες μικρότερης
σημασίας κανέναν όμως λόγο δεν κάνει
περί παρουσίας Σλάβων, διότι τον 17ο
αιώνα οι Σλάβοι δεν είχαν ξεχάσει μόνο
τη γλώσσα τους αλλά και την ανάμνηση
και της καταγωγή των.
Άλλως τε το ακρωτήριο που
είναι απέναντι στην Κρήτη, δηλαδή ο
Ματαπάς όπου η Μέσα Μάνη, δεν εγνώρισε
τους Σλάβους και φυσικά δεν άκουσε ποτέ
τη γλώσσα τους ο λαός που κατοικούσε
την περιοχή αυτή.
Τα στοιχεία που παραθέσαμε
οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι
μέχρι τους χρόνους της Εθνεγερσίας το
ιδίωμα της Μάνης διατηρούσε τον δωρικό
του χαρακτήρα. Μετά την Εθνεγερσία
άρχισε η Κοινή να μπαίνει στη Μάνη και
μάλιστα με ταχύ ρυθμό λόγω της
αρξαμένης συνεχούς επαφής και
συνεργασίας των Μανιατών με τους
Έλληνες των αστικών κέντρων, η οποία
άρχισε για βιοποριστικούς λόγους ευθύς
μετά το τέλος της Επαναστάσεως.
Μέχρι τους χρόνους της
Εθνεγερσίας η Μάνη είχε 100 κατοίκους
ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, όταν οι
πλούσιες περιοχές της Κορινθίας και
της Μεσσηνίας είχαν 50.
Οι Κολοκοτρωναίοι, οι
Πετμεζάδες, ο Ζαχαριάς, ο Δαγρές και οι
άλλοι κλέφτες του Μοριά δεν ήσαν οι
μόνοι που βρίσκανε στη Μάνη ασφάλεια
και ψωμί. Το πρόβλημα του επισιτισμού
κάποτε έφτανε σε τραγικό σημείο και
τότε βλέποντας τα παιδιά τους να
κινδυνεύουν από ασιτία κατέβαιναν
στους κάμπους της Μεσσηνίας και της
Λακεδαίμονος και παίρνανε από τους
αγάδες, που ενέμοντο την ελληνική γη,
καρπούς αλλά και ζώα.
Για τις δραστηριότητές τους
αυτές δέχτηκαν ειρωνικούς
χαρακτηρισμούς από κάποιους
ηθικοδιδάσκαλους. Μετά την
απελευθέρωση της χώρας η κατάσταση
μετεβλήθη. Αρπάζανε από τους αγάδες
τους οποίους και σκοτώνανε, αν βρίσκανε
αντίσταση. Έλληνες όμως, καθώς το
έδειξαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου,
οι Μανιάτες δεν σκοτώνανε.
Μοναδική λύση έμενε η
αναζήτηση πόρων εκτός της Μάνης. Αυτό
και κάνανε. Καταφύγανε στο Λαύριο και
ακολούθως κατά χιλιάδες
εγκατεστάθησαν στον Πειραιά.
Τα πρώτα χρόνια στους τόπους
εργασίας έμεναν μόνοι οι άντρες
επιστρέφοντες στη Μάνη τον Αύγουστο
συνήθως που περνούσαν τα ορτύκια και
κατά κανόνα την εποχή της συγκομιδής
του ελαιοκάρπου. Στους τόπους εργασίας
προσπαθούσαν να χρησιμοποιούν τη Κοινή
γλώσσα, γιατί με το ιδίωμά τους
προκαλούσαν κάποτε ειρωνικά σχόλια.
Επιστρέφοντες στη Μάνη
έφερναν τη γλωσσική επίδραση που
εδέχοντο και έτσι άρχισε η αλλοίωση του
ιδιώματος της Μάνης. Παρά την ταχύτατη
αλλοίωση, που παρετηρήθη στα μετά την
απελευθέρωση χρόνια, εξακολουθούν
ακόμα και σήμερα να παρατηρούνται
φαινόμενα προδίδοντα την προέλευση του
ιδιώματος από Λακωνική διάλεκτο.
Σημειώνουμε στοιχεία
προδίδοντα την προέλευση του ιδιώματος.
Στην Κοινή
Νεοελληνική, που διεμορφώθη κυρίως
στην Πελοπόννησο και η οποία
προέρχεται από την Κοινή των
Αλεξανδρινών χρόνων, τα φωνήεντα ω
και ο συνέπεσαν και μετά τον δέκατον
αιώνα η Κοινή γνωρίζει μόνο έναν
φθόγγο ο.
Στη Μάνη καθώς και στην
Τσακωνιά το ω δεν εταυτίσθη με το ο αλλά
προ της εξισώσεως των μακρών και των
βραχέων εξελίχθη σε ου, σε χρόνους
δηλαδή κατά τους οποίους διετηρείτο η
αρχαία προφορά του φθόγγου.
Έτσι βλέπομε στην κατάληξη
όλων των ενεργητικών ρημάτων κατάληξη
ου αντί ω: λέου < λέγω, τρώου < τρώγω,
μπαίνου < εμβαίνω, θεού < θέλω κ.λ.π.
Ομοίως ου αντί ω στη γενική
πληθυντική: τουν καλούνε < των καλών,
τουν κακούνε < των κακών, τουν
οχτρούνε < των εχθρών, τουν παιιδιούνε
< των παιδιών, του μικρούνε < των
μικρών, του μεγάλουνε < των μεγάλων,
εκείνουνε < εκείνων κ.λ.π.
: τρούπου < τρυπώ,
τρούπα < τρύπα, σούκο < σύκο,
σούρνου < σύρω.
υ > ιου:
άχιουρα < άχυρα,
χιούνου < χύνω
οι > ιου:
χιούρος <
χοίρος, σκιουνί < σχοινί.
Συνήθης η κατάληξη «α» αντί «η»:
βουά - βοή, πνοά - πνοή, άκουα - ακοή, δομά
– δομή, αλλά και διχάλα - δίχηλος,
διχάλι -δίχηλον, τριχάλι, σιγαλός -σιγηλός.
Σύνηθες και σήμερα το
σκωπτικό στραβοχάλα που λέγεται για
γυναίκα κακοσουλούπωτη.
Γνώρισμα του ιδιώματος το
φαινόμενο της επενθέσεως. Στη γλώσσα
της Μάνης συνηθέστατοι είναι οι χωρίς
συνίζηση τύποι π.χ. παιδία, χωρία,
κουπία, κακοτυχία, πολυκαρπίες, δροσιά,
αλλαξία κλπ. συνηθέστατα όμως
παρατηρείται και το φαινόμενο της
επενθέσεως. Δηλαδή ο φθόγγος i
συστέλλεται μεταπίπτει σε ημίφωνο και
τότε προ των συμφώνων δ, d, ρ, θ, τ
παρατηρείται προληπτική άρθρωση του
ημιφώνου με το προηγούμενο του
συμφώνου φωνήεν, αν το φωνήεν αυτό
είναι τονούμενο, αν όμως ο τόνος
ακολουθεί, τότε το ημίφωνο μερίζεται
προ και μετά το σύμφωνο.
Π.χ. χωιριά <
χωρία αλλά χώιρα < χώρια, χωριστά. Για
το φαινόμενο αυτό της επενθέσεως, το
γνωστό στην αρχαία Ελληνική, έγραψα
ειδική μελέτη, την οποίαν εδημοσίευσε η
Ακαδημία Αθηνών2. Εκεί
περιγράφεται αναλυτικά το φαινόμενο3.
Το Γλωσσάριο, που ακολουθεί,
ελπίζομε ότι θα βοηθήσει τον αναγνώστη,
να παρακολουθεί το περιεχόμενο των
μοιρολογιών, αλλά να εξασφαλίσει και
σχετική γνωριμία με το ιδίωμα της Μάνης,
η οποία γνωριμία αποτελεί και τον
βασικό σκοπό της συντάξεως και
δημοσιεύσεως του βιβλίου αυτού.
Οι μεταγενέστεροι, μοναδική
πηγή για να γνωρίσουν το ιδίωμα της
Μάνης, θα έχουν τη γλώσσα των
μοιρολογιών.
Αυτό δημιουργεί υποχρέωση σε
όσους μπορούν να δημοσιεύσουν γνήσια
μοιρολόγια διατυπωμένα, κατά το δυνατό,
στη γλώσσα στην οποία αρχικώς
ελέχθησαν. Τα χωριά της Μάνης
παρουσιάζουν γλωσσικές διαφορές και οι
διαφορές αυτές είναι επόμενο να
παρατηρούνται στη γλώσσα των
μοιρολογιών.
Το φαινόμενο της επενθέσεως
διετηρήθη μόνο στις περιοχές των τ.
δήμων Λογίας και Μέσσης. Μοιρολόγια
όμως της Αρεοπόλεως ή της Τευθρώνης
μετεδόθησαν στις περιοχές αυτές και
επαναλαμβανόμενα προσαρμόζονται στη
γλώσσα των περιοχών αυτών.
Έτσι μοιρολόι αναφερόμενο σε
δράση ανθρώπων της Τευθρώνης έναι
πιθανόν να παρεδόθη από άνθρωπο των
Δημαριστίκων και να παρουσιάζει
γνωρίσματα της γλώσσης του χωρίου
αυτού.
Σημειώσεις
1. Ταξίδι σ. 210
2. Λεξικογραφικό Δελτίο Ακαδημίας
Αθηνών τ. Θ (1963).
3. Το φαινόμενο της επενθέσεως
παρατηρείται παρά τα σύμφωνα τ, δ, ρ όχι
μόνο όταν υπάρχει προ αυτών φωνήεν αλλά
και σε περιπτώσεις μερικών συμφωνικών
συμπλεγμάτων για τα οποία γράφω στην
μελέτη που ανέφερα.