Του Παναγιώτη Δρακουλινάκου,
δημοσίευμα στην εφημερίδα «Φάρος της
Λακωνίας», α.φ. 429/21.06.1980
Οι εργάται στα ελαιοτριβεία,
που στη Μάνη τους λένε Λητριβάρηδες,
προπολεμικά και μέχρι το 1960 εργάζονταν
όλο το εικοσιτετράωρο - όλη την ήμερα
και όλη τη νύκτα.
Σήμερα εργάζονται στα
ηλεκτροκίνητα Λητριβεία μόνο την ημέρα.
Τότε λοιπόν για να ξεχνάνε τον κόπο
πολλές φορές στις ώρες της εργασίας
έλεγαν διάφορα πειράγματα, αστεία και
χωρατά μεταξύ τους. Επίσης χωρίζονταν
σε δύο παρέες και έλεγαν τα μανιάτικα
μοιρολόγια.
Ενθυμούμαι, έκαναν εντύπωση
τα αστεία πού λέγανε στο μέτρημα του
Λαδιού:
Όταν ένας λητριβάρης σήκωνε
το μισό σκέπασμα, καπάκι της ξύλινης
κασέλας και τα τελευταία χρόνια της
τσιμεντένιας, φέρνανε πάνω στην κασέλα
τα εργαλεία για το μέτρημα του λαδιού
δηλαδή την μπάτσα (2 οκάδες) την Οκά, την
μισή Οκά και το κατοστάρι. Τότε ο
Καραβοκύρης (ο Καπετάνιος) του
πληρώματος έπαιρνε με το δεξί του χέρι
την Οκά και, αφού πάνω από το ευλογημένο
λάδι εντός της κασέλας έκανε τρεις
φορές το σημείο του σταυρού, έλεγε την
ευχή στον νοικοκύρη, δηλαδή τον πελάτη
που του τρυγούσαν τις ελιές νάναι
καλοφάγωτο. Άρχιζε να βουτά την Οκά
μέσα στην κασέλα και να την σηκώνει
αδειάζοντάς την αριστερά στο χωνί, που
ήταν μέσα στο στόμα του τουλουμιού που
του κρατούσε το στόμα ο λητριβάρης με
τα δυο του χέρια για να μη χύνεται έξω,
καθιστός πάνω σε σκαμνί ή καρέκλα.
Λοιπόν ο Λητριβάρης κάθε φορά που
άδειαζε την Οκά έλεγε:
Πρώτη: Νάναι καλά ο Δεσποτης,
Δύο: Νάναι καλά το Λητριβείο,
Τρεις: Νάναι καλά κι' ο μετρητής,
Τέσσερες: Νάναι καλά κι’ εκείνος που
έφερε,
Πέντε: Είμαστε παιδιά Λεβέντες,
Έξη: Το διάφορο να τρέξει,
Εφτά: Να γίνει όλο λεπτά,
Οκτώ: Τάλιες χίλιες εκατό,
Εννιά: Κι' η διακονιάρα μας κοντά,
Δέκα: Τάλια πρώτη.
Η Οκά της τάλιας ήταν το
δικαίωμα του Λητριβείου των
Λητριβαραίων και του Καραβοκύρη και
αδειαζότανε δεξιά στην πινιάτα τη
χάλκινη και στανιωμένη για νάναι το
λάδι του Λητριβείου και του πληρώματος
πάντοτε σε καλή ποιότητα.