ΤΟ
ΠΡΟΞΕΝΙΟ
του Νίκου
Καπετανέα
Με αφορμή τη
δημοσίευση του άρθρου με τίτλο «Αρραβώνες»,
στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας
μας, θα αναφερθώ στο προξενιό, ή
συνοικέσιο, ή συμπεθεριό που γινόταν
πριν τον αρραβώνα. Στην επιτυχία του
προξενιού οφειλόταν η πραγματοποίηση
του αρραβώνα.
Η παράδοση
εδώ ήθελε τον προξενητή ή
συμπεθερολόγο, που σκοπό είχε να
μεσιτέψει για την γνωριμία των δύο
οικογενειών, κάτω από απόλυτη
μυστικότητα. Στη συνέχεια ακολουθούσε
μια κουραστική συζήτηση γύρω από την «Προίκα»,
έννοια που κύρια σφράγιζε το στέργιωμα
του συμπεθεριού και του γάμου. Ας
αναφερθούμε στις αναμνήσεις κάποιων
γερόντων - που πρόσφατα γιόρτασαν τους
χρυσούς γάμους τους 50 χρόνια συμβίωσης)
- για να γνωρίσουμε το άλλοτε προξενιό.
Ήταν
Αύγουστος του 1935. Η θειά Θοδώρα τότε -
και μετέπειτα πεθερά - αφού έκρινε ότι η
κοπελιά ήταν κατάλληλη για το σπιτικό
της, ανάλαβε χρέη προξενητή,
πηγαίνοντας η ίδια να μηνύσει τη σκέψη
της στην εκλεκτή της.
Ε! κοπελιά,
αποφάσισα να σε ζητήσω για νύφη μου.
Αυτά τα σταράτα λόγια
της θειάς Θοδώρας, έκαναν τα νεανικά
μάγουλα να κοκκινήσουν και ένα
τρέμουλο διαπέρασε το δυνατό κορμί της
που μετά βίας μπόρεσε να το κρατήσει
πάνω στη συκιά
Το επόμενο
βράδυ μέσα στο κατασκόταδο η θειά
Θοδώρα, ο γιός και ο άνδρας της περνούν
την πόρτα της νέας. Κάτω από το αμυδρό
φως της λάμπας πετρελαίου στην «Σάλα»,
το καθιστικό του σπιτιού, γύρω στις
σκόρπιες καρέκλες βολεύονται οι
ξεραγκιανές Μανιάτικες φιγούρες των
δύο οικογενειών. Από τους γύρω τοίχους
κάποια κάδρα με απλανή βλέμματα και
επιβλητικά μουστάκια - φωτογραφίες
προγόνων - φαίνονται να γίνονται οι
σιωπηλοί μάρτυρες του σκηνικού, ενός
σκηνικού με διαφορετικές σκέψεις και
διαθέσεις. Η πλευρά της νύφης έχει κι'
άλλα κορίτσια, «γραμμάτια», και πρέπει
να μείνουν και κάτι για τα «παιδιά», τα
αρσενικά μέλη. Η πλευρά του γαμπρού
σκέπτεται την μεγάλη μελλοντική
οικογένεια, τους δύσκολους καιρούς,
αλλά και τη συνήθεια «ότι έχει γιο και
πρέπει να πάρει».
Έτσι σε
τούτο το μικρό ανθρώπινο κύκλο το μόνο
που περιβάλλει τα πάντα είναι το
συμφέρον, ένα συμφέρον που αρχικά
φαίνεται να χωρίζει τις οικογένειες,
αλλά που στο βάθος τις ενώνει πάλι πιο
δυναμικά, στην σκέψη ότι πρέπει να
παντρέψουν τους νέους.
Μ’ αυτή τη
σκέψη και ο μπάρμπα - Χαράλαμπος, ο
μεγάλος θείος και «διανοούμενος» της
οικογένειας, ανέφερε χαριτολογώντας
εκείνες τις αξέχαστες λέξεις. «Και τώρα
αγαπητοί μου ας έλθωμε στο θέμα περί
προίξ, στο δούναι και λαβείν που λέμε».
Τα βλέμματα της οικογένειας στρέφονται
για λίγο στους τοίχους, σαν να
αποζητούν από εκεί τη συγκατάθεση στο
τελετουργικό που θα ακολουθήσει και
αμέσως οι μέχρι τώρα σκέψεις γίνονται
έντονες συζητήσεις προσφοράς και
ζήτησης αγαθών. Αξέχαστοι μονομάχοι
του οικονομικού κονταροκτυπήματος ο
Μπάρμπα Χαράλαμπος και η θειά Θοδώρα -
με έντονη πάντα την απουσία της νύφης -
δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται στο
αλισβερίσι κάποιας ζωοπανήγυρης με
απρόβλεπτη έκβαση. Ευτυχώς που η
επομένη φάση γίνεται ικανή να φέρει τη
συμφωνία της προίκας που είναι κάποια
ελαιόδενδρα, λίγες οκάδες λάδι, κάποιο
ξέσκεπο για να παίρνουν τα παιδιά το
στάρι τους, τα «προικιά» κάποια ρούχα
και η «Γρίβα», το μουλάρι που θα βοηθάει
στις δουλειές.
Προικοσύμφωνο;
Ε! εδώ φθάνει πλέον ο Μανιάτικος λόγος,
που γίνεται ταυτόχρονα και συμβόλαιο.
Τώρα τα πρόσωπα πάλι χαμογελούν και στη
σκέψη της επιτυχίας των νέων
ξεχνιούνται οι προηγούμενες κωμικές
ίσως στιγμές που σημάδεψαν την
ανθρωπιά των οικογενειών και την
προσωπικότητα των παιδιών τους.
Στο διπλανό
δωμάτιο πρώτα η πεθερά και μετά ο
γαμπρός κάτι λένε στη νύφη που ποτέ δε
θα μαθευτεί και αμέσως μετά αφού
ενισχύεται ο φωτισμός με κάποια ακόμη,
λυχνάρια, το ζευγάρι οδηγείται στη «Σάλα»
όπου στη νύφη φορούν τη μεγάλη λευκή
μαντίλα - δείγμα χαράς και σεβασμού -
και στου γαμπρού το λαιμό το
χρυσοκέντητο λευκό μαντήλι - δείγμα
προκοπής και αγάπης. Είναι η στιγμή που
πρωτοακούγονται οι λέξεις «Συμπέθερε»
και «Συμπεθέρα» και οι ευχές γεμίζουν
την ατμόσφαιρα.
Μεγάλες
τούτες οι στιγμές, γιατί οι πάντες
πιστεύουν στην ευλογία των γονιών για
την ευτυχία της οικογένειας. Ακολουθούν
κάποια κεράσματα και την μέχρι τώρα
μυστικότητα διαδέχεται το «χαρούμενο
μαντάτο» που γρήγορα σα χείμαρρος
πλημμυρίζει τα στενά σοκάκια του
χωριού. Το επόμενο «μαντάτο» θα είναι
τα αρραβωνιάσματα με όλες τους τις
χαρές και τα γλέντια.
Τούτα τα
σεβαστά γεροντάκια, πρωταγωνιστές
άλλων εποχών - που σήμερα ζούνε ήσυχα με
τις αναμνήσεις τους - μέσα σε τούτο το
θυμητικό οδοιπορικό τους επιθυμούν να
περάσουν, το παρελθόν μέσα από το παρόν,
με την ευχή, το σφιχταγκάλιασμα τούτο
να προσφέρει απλόχερα τα μηνύματα της
πείρας τους που είναι κοντά στην πίστη
της παράδοσης, στην αμοιβαία υποχώρηση
και αγάπη και κύρια κοντά στην πάλη για
μια αταλάντευτη και ευτυχισμένη
οικογένεια.
Από τη
περιοδική έκδοση με τίτλο «Ο ΠΥΡΓΟΣ
ΛΕΥΚΤΡΟΥ», του Συλλόγου Πυργιανών
Μεσσηνιακής Μάνης «Ο Άγιος Γεώργιος»,
Ιανουάριος-Φεβρουάριος-Μάρτιος 1987,
έτος Ε’, αρ.φ. 12.
|