Φίλησ' ο
γέρος το σαρμά1
όπου στο χέρι εκράτει,
τον έσφιξε
με δύναμη και κύλησ' ένα δάκρυ
Ο αγέρας ανακάτεψε
τα ολόλευκα μαλλιά του
κι η σκέψη
αναθέρμανε την πέτρινη καρδιά του.
Του
δικιωμού πλησίαζε η ευλογημένη ώρα·
μετά από
λίγο θα μιλά για τούτον όλη η χώρα2
πως
έκαμε το χρέος του, επήρε πίσω αίμα
που του παιδιού του χύθηκε άδικα μες
στο ρέμα.
Θύμα
βεντέτας το παιδί, αμούστακο ακόμα
του οχτρού το βόλι το 'ριξε, πριν να
χαρεί, στο χώμα
και τώρα εκδίκηση ζητά και αναπαμό
γυρεύει,
το αίμα
σκούζει και γογγά και το γονιό παιδεύει.
Κι ο γέρος
μ' ανακούφιση οδεύει προς το φόνο
και δολοφόνος να γενεί στου γιου το
δολοφόνο.
Κι ως έφυγ'
έτσι βιαστικά να στήσει τη χωσία,3
εκοντοστάθηκε
μπροστά από την εκκλησία,
ένα
κλησάκι ερημικό που δε φωτολογιέται,
δεν έχει
ψάλτη ούτε παπά, ποτέ δε λειτουργιέται.
Βάνει στον
ώμο το σαρμά και πάει να προσκυνήσει,
μπορεί
άφεση αμαρτιών να 'θελε να ζητήσει.
Μόλις την
πόρτα πέρασε κι έκανε το σταυρό του,
του φάνηκε
στα σκοτεινά άνθρωπος να 'ναι μπρος του.
Ενόμιζε
πως έβλεπε στα σίγουρα οπτασία
και κάπως εμετάνιωσε που 'ρθε στην
εκκλησία.
Μα τι
είνιαι τώρα ετούτα μου ν' αφήσου τη
χωσία
να 'ρθου για προσκυνήματα εγώ στην
εκκλησία;
Τα λόγια
αυτά μουρμούριζε ο γέροντας με πείσμα
μα πριν τελειώσει, άκουσε φωνή απ' τ'
Άγιο Βήμα.
«Γιώργη»,του λέει, «ούτε παπάς δεν
είμαι ούτε Δεσπότης.
Είμαι ο
Λίας που 'λειπε, φίλος, συμπατριώτης,
φίλος
δικός ζου γκαρδιακός, φίλος της
φαμελιάς ζου.
Πονεί και
μένα ο πόνος ζου πο 'χεις στα σωθικά ζου.
Αλλά το
αίμα όντα χιουθεί και άλλο θέει αίμα,
πάλι και
πάλι απ' την αρχή και δεν υπάρχει τέρμα.
Και επειδή
εκτίμηση έχου πολύ για σένα,
επήρα την
απόφαση και ήρθα από τα ξένα,4
να
κάμου μεσολάβηση που ο λόγο μου έχει
αξία,
να
σταματήσει το κακό και η εχτροπραξία.
θα 'ρθούσι
κι άλλοι γέροντες μαζί για να ντα πείτε.
Έναι
καιρός με τους οχτρούς να
συμφιλιωθείτε,
γιατί η
ψυχή καλύτερη ανάπαψη θα νιώσει,
άμα γενεί
το ψυχικό κι η έχτρα ζας τελειώσει.
Ξέρου την
περηφάνια ζου, που 'χει μεγάλη αξία
και το βαρύ το πόνο ζου που έχεις στην
καρδία.
Όλος ο
κόσμος θαμαστή λέει τη λογική ζου,
γι' αυτό
και όλοι σέβονται τη γνώμη τη δική ζου.
Γι’ αυτό
ζου λέου το κακό επά5
να σταματήσει,
ψυχαδερφοί
να γίνετε κι η έχθρητα να σβήσει».
Ο
γέροντας ασάλευτος μπροστά στο Άγιο
Βήμα
έμοιαζε με βρυκόλακα που βγήκε από
μνήμα.
Εγύρισε τα
μάτια του στο συνομιλητή του
και έπεσε σαν κεραυνός η τρανταχτή φωνή
του.
«Λίακα, καλώς όρισες που 'ρθες από τα
ξένα
και για τα λόγια τα καλά που είπεκες για
μένα.
Μεσ' από
την καρδία μου ζου δώνου ευχαριστία
και αν εκατάλαβα καλά να δώσου αμνηστία
μου λέεις, να γένει ψυχικό, να
ψυχαδερφωθούμε
κι αποδανά και στο εξής όλοι καλά να
ζούμε.
Μα το
παιδί μου, Λίακα, δε θα γυρίσει πίζου
κι εγώ θρεφτάρι6
και καλά τι λόγου θέεις να ζήσου;»
«Τον πόνο στην καρδία ζου, οπό 'χεις για
το γιο ζου,
τον ίδιο
πόνο ακριβώς έχει και ο οχτρό ζου.
Κι εκείνος
έχασε παιδί από δικό ζας βόλι,
την έχτρα
εσείς αρχίσατε για ένα περιβόλι.
Ετώρα
επατσίσατε κι είστε χαροκαμένοι
μα ο Άδης έν' αχόρταγος και πάντα
περιμένει.»
Το
λόγο δεν απόσουσε7
κι ήρθαν οι γεροντάδες,
θέλουν να
σταματήσουνε οι φονικοί καυγάδες.
Πέντε ήταν
στον αριθμό, σε σεβαστή ηλικία
και σ' όλη την περιοχή είχασι τα πρωτεία.
Μεγάλη πολυκρέατη8
ήτανε η γενιά τους
πολλά κι αξιοζήλευτα τα προτερήματά
τους·
άνθρωποι
συμβιβαστικοί, με γνώση και σοφία,
με σύνεση
και λεβεντιά κι εχθροί στην αδικία,
τη γνώμη
τους επέβαλε όχι η δύναμη τους
αλλ’ η
καπατσοσύνη τους και πάντα η λογική
τους.
Με λόγια
ντόμπρα και σωστά του μίλησαν κι
εκείνοι
και πως θα πρέπει τελικά το ψυχικό να
γίνει.
Του 'παν
ακόμα ότι οι οχτροί κι εκείνοι
συμφωνούνε
να γίνουνε ψυχαδερφοί και να
συμβιβαστούνε.
Τους
άκουγε ανέκφραστος, πολύ συλλογισμένος,
έψαχν'
απάντηση να βρει, να βγει δικαιωμένος.
Με στείρα
άρνηση μπορεί τη φήμη του να χάσει
και από γέρος σεβαστός στην άκρη να
περάσει
και από δω και στο εξής να μην τόνε
προσέχουν
αλλά να τόνε μέμφονται και να τον
κατατρέχουν.
Μαζί μ'
αυτά σκεφτότανε την άλλη του φαμίλια
και ένας αναστεναγμός του άνοιξε τα
χείλια.
«Ακούστε αξιοσέβαστοι και τίμιοι
γεροντάδες
η γνώμη ζας έναι ακουστή σ' όλους του
μαχαλάδες,
για το
καλό φροντίζετε, σουστή έχετε γνώμη,
αφού οι
οχτροί είνιαι σύμφωνοι, το παίρνου για
συγγνώμη.
Εγώ να
κάμου την αρχή με κάθε δυσκολία,
τι θα
γενεί αν δεν τηρηθεί ετούτ' η συμφωνία,
κι έτσι
που θα 'μαι ξέγνοιαστος και
αντιλοϊσμένος
βρεθεί κι ο άλλος μου ο γιος
αιματοκυλισμένος;
Αμποίος
τότ' απ' όλους ζας απόκριση θα δώσει,
θα πρέπει
κάποιος από σας και μένα να σκοτώσει».
«Τότε
η έχθρα Γιώργη μου θα 'ρθει στα σπιτικά
μας,
και θα 'ναι
ολοκληρωτικά της οικογένειά μας,
ξακληριχιώνας9
θα γενεί σ' όλη τους τη φαμελιά,
τα σπίτια
τους θα σκάψομε βαθιά απ' τα θεμέλια.
Αυτό το
ξέρεις καθαρά κι απ' άλλες περιστάσεις
γι' αυτό πλιο δε χρειάζονται καθόλου οι
συστάσεις.
Οι
αντιρρήσεις ζου σουστές, γιομάτες
αντρειοσύνη,
το ψυχικό
όμως απαιτεί ψυχή και σωφροσύνη
και τούτα τα χαρίσματα τα 'χεις
συγκεντρωμένα
γι' αυτό και κουβεντιάζομε στερνά,
Γιώργη, με σένα».
Τούτα τα
λόγια είνιαι αρκετά, γεροντική10
θα κάμου
και σίγουρα τη γνώμη μου στους άλλους
θα 'πιβάλου.
Έπρεπε τη
φαμίλια του όλη να συγκαλέσει
μπροστά στους άντρες της γενιάς το
ζήτημα να θέσει.
Με
βήμα αργό ξεκίνησε κι οι σκέψεις τον
γεμίζουν
θύμησες μίσους και νεκρών, τα σωθικά
του σκίζουν.
Τι θα
σκεφτούν και τι θα πει ο κόσμος
συλλογάται,
θα τον
παινέσουν ή θα πουν τάχατες πως φοβάται;
Το στόμα
του ξηραίνεται, πονάει το κεφάλι
Και προσπαθεί τις σκέψεις του σε τάξη
να τις βάλει.
Όσοι
άντρες σκοτωθήκανε από μεριά δική του
τόσους θρηνήσαν ακριβώς άντρες και οι
οχτροί του.
Ο γιος του
όμως ήτανε το τελευταίο θύμα
κι αυτό ήταν αξεπέραστο, τεράστιο το
κρίμα.
Του ‘μείνε
ένας μόνο γιος κι είχ' έναν κληρονόμο
κι η σκέψη αυτή απομάκρυνε τον άγραφο
το νόμο.
Άλλωστε
νόμος ισχυρός με δίχως καταισχύνη
ήτανε με Γεροντική το ψυχικό να γίνει.
Ο λόγος
δύο δεν μπορεί να γένει από μένα
κι ό,τι είπα με του γέροντες καλά και
καμωμένα.
Μονολογώντας
έφτασε, στο σπίτι μέσα μπαίνει
και βρίσκει τη γυναίκα του να τόνε
περιμένει.
«Καλώς τόνε το Γιωργαντά, το στύλο του
σπιτιού μας
πο' πήρεκες εκδίκηση για το χαμό του
γιου μας.
Δε λέπου
όμως να χαίρεσαι κι είσαι μαραζωμένος,
τάχα μου
τον αστόχησες το ντρισκαταραμένο;».
«Γυναίκα κάτσε κι άκουσο χωρίς και να 'χεις
γνώμη,
η σκύλα η
έχτρα κάποτε κι εκείνη τελειώνει.
Θα πρέπει
κάποτε η χαρά την πόρτα να χτυπήσει
και τούτο μόνο θα γενεί η έχτρα όντα
σβήσει.
Στον Άη
Λία οι Γέροντες ήτανε μαζεμένοι
εκεί με περιμένασι να ιδιούσι τι θα
γένει.
Το πως
ευρέθησα εκεί δεν το 'χου εξετάσει,
κάτι
κουβέντες περαστά παλιά είχασι πετάξει.
Ετώρα όμως
ήτανε πολύ συγκεκριμένοι
και σεβασμό εδείξασι κι ήτανε
μετρημένοι.
Με λόγια
αντρίκια και σοφά κι όλα για το καλό μας
θέσι να γένει ψυχικό, ν' αναπαυτεί ο
γιος μας
κι ο άλλος να ‘ναι λεύτερος, να περπατά
όπου θέει
χωρίς η έχτρα την ψυχή συνέχεια να ντου
καίει
και όλη η φαμελιά μας να ιδεί για τις
δουλειέ μας
να ιδούμε τα χωράφια μας, κοπάδια μας κι
ελιέ μας,
χωρίς να
υπάρχει κίντυνος να σκοτωθούμε κι
άλλοι
ας πούμε από πα κι ομπρός τα πράματα
χαλάλι.
Το ψυχικό
όντα γενεί σούρνει μαζί του αγάπη
κι όλοι περνούσι λεύτερα το ίδιο
μονοπάτι,
στην
εγκλησία βρέσκονται και όλοι
χαιρετιόνται
στο μόνοιασμα και τ' άσκημα πρέπει να
λησμονιόνται.
Στο κάτου
κάτου της γραφής οι οχτροί μας το
ζητούσι
κι έναι το πράμα φανερό ότι παρακαλούσι».
Εκείνη
τον εκοίταζε με μίσος και μανία
κι έμοιαζε μ' άγρια θάλασσα που έχει
τρικυμία.
«Γέρο, επαρανόησες και ζου' στρίψε η
βίδα;
ένα
λεβέντη χάσαμε κι όχι την παλιογίδα,
δε λέου
και τους υπόλοιπους που ήταν συγγενείς
μας,
ο πόνος ο
αβάσταχτος έναι για το παιδί μας.
Εσύ άμα
εγκιότεψες θα βάλου το παιδί μας
να πάρει την εκδίκηση για να σωθεί η
τιμή μας
νή θα ζουστού εγώ το γκρα να πάου μοναχή
μου
να ντου τινάξου τα μυαλά να χαρεθεί η
ψυχή μου;»
Ψύχραιμα
αντιμετώπισε αυτό το ξέσπασμά της
και μάλλον καταθάμαξε για την
παλικαριά της.
Η λογική
του Γέροντα γνώμη είχε σχηματίσει
και δεν μπορούσε τίποτα πίσω να τη
γυρίσει.
Της λέει
με τραχιά φωνή, «εγώ αποφασίζου,
το λόγο
μου με τίποτα δεν τον αναγυρίζου.11
Βουργά
βουργά θα σηκωθείς, θα πάεις σ' έναν ένα,
σ' όλους
τους άντρες της γενιάς μη λειψευτεί
καένας.
Όλοι τους
πρέπει να 'νιαι δω, τη γνώμη τους θ'
ακούσου
και από κει και ύστερα εγώ θ' αποφασίσου».
Την άλλη
μέρα ήτανε οι άντρες μαζεμένοι,
αλαφιασμένοι,
αράθυμοι, γεροντική να γένει.
Ο Γέρος
ήταν σκεφτικός, κρατούσε το κεφάλι,
μεγάλο
ρίσκο έπαιρνε και τον κατείχε ζάλη.
Τους
κοίταξ' ερευνητικά, θέλει να τους
δαμάσει
και προπαντός τη γνώμη του σε όλους να
περάσει.
Αργά αργά
και σκεφτικά τα λόγια του προφέρει
μ' αποφασιστική φωνή π' αντίρρηση δεν
παίρνει.
«Ακούστε με άντρες της γενιάς, στέκομαι
φορτωμένος,
γιατ'
είμαι ο μεγαλύτερος κι ο πλέο πονεμένος
και το φορτίο έναι βαρύ γιατ' έναι στο
μυαλό μου
και ολονούνε οι έννοιες ζας είνιαι στο
μερδικό μου.
Μ' ηύρασι
οχτιές οι Γέροντες κάτου στον Αη Λία
την ώρα που επάενα να στήσου τη χωσία.
Την
πρόταση μου κάμασι να ψυχαδερφωθούμε,
την έχτρα
μας να θάψομε και να συγχωρεθούμε.
Τα λόγια
τους ήτα σουστά κι εγώ είχα γνώμη άλλη
η λίψα12
για το δικιωμό μου γύρνα στο κεφάλι.
Τα 'βαλα
και τα ζύγιασα τα πράματα ένα ένα
στην πλάστιγγα τη λογικής πο ‘ναι
μαλαματένια.
Όσους
εχάσαμε εμείς χάσασι κι οι οχτροί μας
κι έτσα δεν απολείπεται σε τίποτα η
τιμή μας.
Τον πόνο
μου διφλόκομπα13
εγώ θα τόνε δέσου
και του παιδιού μου το χαμό θε να ντονε
μπορέσου.
Είπα το
ναι στους Γέροντες άμα και σεις
δεχτείτε,
το ψυχικό
δε γίνεται εσείς αν αρνηθείτε.
Τι η γνώμη
ζας έν' ακριβή και μένα δυναμώνει
ώστα θα ζου και θα κρατού το δύσκολο
τιμόνι.14
Σκεφτείτε
εκαταστράφημα και μεις και οι οχτροί
μας
θα χάσομε τα έχει15
μας κι όλη τη δούλεψή μας,
άσε που κι
άλλους σερνικούς θα χάσομε συνάμα.
Ας
σταματήσει να χτυπά λυπητερά η καμπάνα,
ας βγούμε
από τα σπίτια μας να ιδιούμε τι δουλειέ
μας
να περπατούμε λεύτερα και μεις κι οι
φαμελιέ μας.
Ετούτα
είχα εγώ να που και να μ' αποκριθείτε
και
α δεν έπραξα καλά τώρα να μου το πείτε.
Γιατί
άμα μεις μονοιάσαμε και ψυχαδερφωθούμε,
αγαπημένα
και καλά με τους οχτρούς θα ζούμε.
Κι η έχτρα
μας θα 'ναι έχτρα τους κι η έχτρα τους
δική μας,
στη
μέσα πάντα του σπιτιού θα 'νιαι σαν
αδερφοί μας
και
δεν υπάρχει πούπετα σ' αυτό παρασπονδία,
αλλιώτικα
θε να γενεί τεράστια ζημία.
Πέστε
λοιπό τη γνώμη ζας κι αν όλοι συφωνούμε
να
κάμομε το ψυχικό, να μην αργοπορούμε».
Καένας
δεν εμίλησε, μόν' ένας ανιψιός του
που
ήταν ο πλέον 'ράθυμος, εστάθηκεν εμπρός
του.
«Μπάρπα»,
του λέει, «αλλιώτικα τα 'χα υπολογίσει
μα δε θα πάου
αντίθετα με τη δική ζου κρίση.
Εσύ είσ' ο
Γέρος κι ο κριτής και ό,τι πεις θα γένει
γιατί
δε θέεις σίγουρα να 'μαστέ
ντροπιασμένοι.
Αφού
στην οικογένεια υπήρξε ομοφωνία,
φωνάξανε
τους Γέροντες, κλείστηκ' η συμφωνία.
Την
επομένη το πρωί που 'ναι γιορτή και
σχόλη
εχθροί
και Γέροντες μαζί θα μαζευτούνε όλοι,
στο
σπιτικό του Γιωργαντά συνάντηση θα
γίνει
κι η
μέρα αυτή ιστορική στις δυο πλευρές θα
μείνει.
Απ’
το πρωί αρχίσανε οι προετοιμασίες
κι η
μέρα εκείνη τέλειωνε χρόνων
εχθροπραξίες.
Ο
Γέρος παρακολουθεί και σ' όλα γνώμη
έχει
μα
πάντα είναι σκεπτικός, ο λογισμός του
τρέχει.
Η
σκέψη πως αναπαμό θα βρει η ψυχή του
γιου του
χωρίς
περίσσιους σκοτωμούς καταλαγιά το νου
του.
Οι
άντρες όλοι συζητούν φορώντας τα καλά
τους,
μόνο οι
γυναίκες σκυθρωπές κοιτάζουν τη
δουλειά τους.
Μάνα,
γιαγιά και εγγονές όλες μαυροφορούσαν
ξερακιανές,
εργατικές, καθόλου δε μιλούσαν.
Το
έθιμο θα τηρηθεί σαν ιεροπραξία,
με
όλα τα πρεπούμενα χωρίς αντιγνωμία.
Πέντε
σουφράδες στρώσανε να καλοβολευτούνε
άνετα
φίλοι και οχτροί να φάνε και να πιούνε.
Εσφάξανε
το κάλλιο αρνί οπού 'χανε στη στάνη
κι
έβαλ' η μάνα το καλό το μαύρο της
φουστάνι.
Την
έχθρα τους το ψυχικό θα τηνε σταματήσει,
το
πένθος όμως για πολλά χρόνια θα
συνεχίσει…
Οι
Γέροντες με τους οχτρούς εφτάσανε στην
ώρα
και
μια γυναίκα είχανε που κράταγε τα δώρα.
Το
απαιτεί το έθιμο, στο σπίτι που θα πάνε
πίτα
και έναν κόκορα θα πρέπει να κρατάνε.
Το
έθιμο επιθυμεί τα δώρ' αυτά συνάμα
του
τελευταίου νεκρού οχτρού να κουβαλά η
μάνα.
Πρώτοι
μπήκαν οι Γέροντες κι οι οχτροί
ακολούθησαν
ένας
μετά τον άλλονε και διπλοχαιρετήσαν.
Μιλάει
ο Πρωτογέροντας με κάποια περηφάνια
λευκόμαλλος,
ευθυτενής, με περισσή ζωντάνια
κι
ήτανε υπερήφανος γιατ' είχε κατορθώσει
μαζί
με τους υπόλοιπους να τους συμφιλιώσει.
«Γεια και
χαρά ζου Γιωργαντά που 'χεις μυαλό
καντάρι
και
λογική αλάθευτη και λεβεντιά και χάρη,
γεια
να 'χει κι η φαμελιά ζου και όλοι εσείς
λεβέντες,
οπού
δεν καταπιάνεστε με άστοχες κουβέντες.
Θαμάζομε τα
έχει ζας μα και το σεβασμό ζας,16
χαρά μας που
βρισκόμαστε στο πλούσιο σπιτικό ζας,
χαρά μας που
από σήμερα η έχτρα θα τελειώσει
και τη φιλία
δεν μπορεί τίποτα να στομώσει».
Ο δεύτερος
που μίλησε ήτα ο φονιάς του γιου του
και πρόσεχε
ιδιαίτερα τους λόγους τους δικούς του.
Γεια και
χαρά ζου Γιωργαντά, έλα ν'
αγκαλιαστούμε
και σαν
πατέρας με παιδί γλυκά να φιληθούμε.
Ό,τι κακό
εγίνηκε τώρα νερό κι αλάτι
και το δικό
μου αποδεχτό να κάμεις το σπολάτι».17
Χωρίς καμία
σύσπαση να 'χει στο πρόσωπο του
προχώρησεν ο
Γέροντας και στάθηκεν εμπρός του.
Κοιτάει στα
μάτια το φονιά και τόνε αγκαλιάζει,
τόνε
φιλάει σταυρωτά και στο σοφρά τον βάζει.
Στη
θέση που καθότανε ο σκοτωμένος γιος του
τώρα
θα φάει και θα πιει ο άσπονδος εχθρός
του.
Μα
πριν καθήσει στο σκαμνί, τα χέρια του
ανοίγει,
τη
σεβαστή νοικοκυρά στην αγκαλιά του
σφίγγει.
Τον
πόνο όπου ζου δωσα εάν ύπαρχε τρόπος,
διπλάσιο
θα τον έπαιρνα και δε θα μου ήτα κόπος».
Γύρισε
και τον κοίταξε με αετίσιο βλέμμα
και
νόμισες επάνω της σταγόνα δεν είχ' αίμα.
Μιλάει
όμως σταθερά, «καλώς το το παιδί μου,
κι ας είναι
ακόμα ανοιχτή κι αγιάτρευτη η πληγή μου».
Παιδί
της λέει το φονιά του γιου της η γυναίκα
και
η καρδιά της γίνεται σκληρή όπως η
πέτρα,
παιδί
της τον αποκαλεί κι έτσι να γίνει
πρέπει,
οι
άντρες τ' αποφάσισαν και λόγος δεν της
πέφτει.
Η
υποχρέωση γεννά και μεγαλοκαρδία,
υπομονή
και σύνεση χωρίς αντιλογία.
Η
μάνα, που τα σωθικά ο πόνος τα 'χει λιώσει,
όπου
η ίδια το φονιά ήθελε να σκοτώσει,
στέκετ'
εκεί αγέρωχη με πετρωμένα χείλη,
καλωσορίζει
τους εχθρούς ωσάν να ήταν φίλοι
και
στην υπόλοιπη ζωή πάντα θα κλαίει το
γιο της,
θα
έχει όμως σεβασμό και στον ψυχαδερφό
της.
Ο
άγραφος νόμος απαιτεί κι έτσι το 'χει
ορίσει
και
δεν μπορεί ποτέ κανείς να τον
παραγνωρίσει.
Κι
οι άλλοι χαιρετήσανε μ' εγκάρδια
χειραψία,
το
ψυχικό εγίνηκε, τέρμα η εχθροπραξία.
Για
να γενεί όμως αυτό θέλει μεγαλοσύνη,
παλικαριά
και σύνεση, περίσσια καλοσύνη.
θέλει
καρδιά που να χτυπά μέσα σ' αντρίκια
στήθη,
προσήλωση
και σεβασμό στα έθιμα και ήθη
και
κει όπου γεννήθηκε και βίωσε ο νόμος
τα
προτερήματα αυτά τα 'χει όλος ο κόσμος.
Τέτοια
μεγαλοπρέπεια, τόση μεγαλοσύνη,
σύνεση,
τόλμη, λογική αλλά κι ανδρειοσύνη,
δε θα τα
βρείτε πουθενά σ' όλης της γης τους
τόπους,
πολιτισμένους,
βάρβαρους ή και σοφούς ανθρώπους.
Στη Μάνη
μόνο άνθισε αυτό το σπάνιο άνθος
εκεί που
δόξα και τιμή έχουν για μόνο πάθος. |