Τις γιορτάδες και τις
χειμωνιάτικες μέρες όταν σφάζανε κάνα
"χιούρο", τα παιδιά περιμένανε με
λαχτάρα να πάρουνε και αυτά το μερδικό
τους. Τη "Φούσκα" και τα "κότσια"
των ποδιών. Με τα κότσια του γρουνιού
παίζανε ένα παιχνίδι που το λέγανε "Βασιλίκι"
ή Βασιλιά και Βεζύρη.
Το κάθε κότσι είναι ένα
εξάεδρο κοκαλάκι, λίγο πιο μικρό από
ένα κουτάκι σπίρτα. Όταν το πέταγες στο
δάπεδο και στεκότανε στη μια από τις
δύο στενές πλαϊνές όψεις και είχε προς
τα πάνω την πιο επίπεδη και ίσια πλευρά
τότε κέρδιζες το ραβδί και λεγόσουνα
Ραβδάτορας. Ο Ραβδάτορας κράταγε μια
στριφτή πετσέτα (για να πονάει) και
τιμωρούσε με ραβδιές στα χέρια όποιον
έφερνε "γάιδαρο", όπως θα ιδούμε
παρακάτω.
Όποιος έφερνε την άλλη στενή
όψη, που έχει δυο βαθουλώματα στις
άκρες, κέρδιζε το "Βασιλίκι".
Δηλαδή έδινε τις προσταγές και όριζε
πόσες ραβδιές θα φάει ο τιμωρημένος.
Αν ερχότανε προς τα πάνω η
μια απ' τις δύο πλατειές όψεις, που έχει
ένα βαθούλωμα, τότε ήτανε "Ψυχάρι".
Αυτό σήμαινε ότι δεν θα σε τιμωρούσανε
με ραβδισμό. Το ψυχάρι ίσως να πήρε την
ονομασία του από το ψυχικό, την λύπηση
και τον οίκτο. Γιατί σε συμπόνεσε η
μοίρα ή οι άρχοντες του παιχνιδιού και
δεν σε τιμωρήσανε. Σου κάνανε ψυχικό.
Ο άτυχος του παιχνιδιού
ήτανε αυτός που έφερνε την πλατειά όψη,
που κάνει ένα φούσκωμα σαν κοιλιά σαν
μαξιλαράκι. Ο άτυχος λεγότανε "Γάιδαρος"
και έπρεπε να τιμωρηθεί με ραβδιές. Το
παιδί που είχε το Βασιλίκι έδινε την
εντολή - ανάλογα με τις συμπάθειες ή με
τις έχθρες·που είχανε δημιουργηθεί στο
παιχνίδι.
Έλεγε π.χ. "Δώσε δέκα ή
είκοσι ραβδιές ξυδάτες...". Αυτό
σήμαινε ότι ο Ραβδάτορας, θέλοντας και
μη, έπρεπε να εκτελέσει τη "Βασιλική
διαταγή" και να βαραίσει την παλάμη
του τιμωρημένου με όλη του τη δύναμη. Αν
έπαιρνε την εντολή οι ραβδιές του να
είναι "μελάτες" τότε χτύπαγε σιγά.
Οι παίχτες ήτανε καθισμένοι
σε κύκλο και ρίχνανε το κότσι με τη
σειρά. Όποιος έπαιρνε αυστηρή τιμωρία,
περίμενε να κερδίσει το Ραβδί ή το
Βασιλίκι για να εκδικηθεί τους εχθρούς
του και να ανταμείψει τους φίλους. Αν
κάποιος άλλος παίχτης έφερνε Βασιλίκι
ή Ραβδί τότε ο προηγούμενος Βασιλιάς ή
ο Ραβδάτορας χάνανε τη θέση τους και
έπρεπε να κριθούνε και αυτοί, σαν όλους
τους άλλους, σύμφωνα με την τύχη τους.
Πολλές φορές το παιχνίδι
γινότανε τόσο σκληρό, που τα χέρια
πονάγανε και κοκκινίζανε από τις
ραβδιές και πολλά παιδιά δεν αντέχανε
και κλαίγανε.
Αν έφερνες γάιδαρο έπρεπε
οπωσδήποτε να τιμωρηθείς. Υπήρχε ένας
μονάχα τρόπος να γλυτώσεις. Σε βάνανε
να "αγκαριστείς", δηλαδή να
γκαρίζεις όπως κάνει ο γάιδαρος. Πράγμα
πολύ προσβλητικό και υποτιμητικό για
τα παιδιά, που προτιμάγανε τις ραβδιές
από το γκάρισμα.
Αν κάποιος ήτανε πολύ
τυχερός και κατόρθωνε να ρίξει το κότσι
έτσι που να σταθεί εντελώς όρθιο (σε μία
από τις δύο μικρές και στρογγυλές
επιφάνειες του) τότε κέρδιζε Βασιλίκι
και Ραβδί. Στην πολύ σπάνια αυτή εύνοια
της τύχης γινότανε απόλυτος άρχοντας
του παιχνιδιού. Μόνος του έδινε τις
εντολές, μόνος του τις εκτελούσε. Έκανε
ότι ήθελε. Όμως στο παιχνίδι αυτό η δόξα
κρατούσε πολύ λίγο, γιατί κάποιος άλλος
κέρδιζε Βασιλίκι και Ραβδί. Γι' αυτό
όσοι κατέχανε το Βασιλίκι ή το Ραβδί
προσέχανε να μην το παρακάνουνε για να
μην έχουν πολλούς «εχτρούς» όταν θα
πέφτανε από το αξίωμα και έτσι να φάνε
λιγώτερο ξύλο.
Το παιχνίδι αυτό, ξεχασμένο
τώρα, ήτανε τόσο διασκεδαστικό που
συχνά το παίζανε και οι μεγάλοι ακόμα
και οι γέροι.
Από το σφαγμένο γρούνι τα
παιδιά παίρνανε τη φούσκα (δηλαδή την
ουροδόχο κύστη) την τρίβανε πολλή ώρα
στη στάχτη να φύγουνε τα ξίγκια και
όταν καθάριζε καλά την φουσκώνανε και
παίζανε σα να είχανε μπαλόνι.
Βλέπετε τα χρόνια εκείνα της
φτώχειας και της στέρησης τα παιδικά
παιχνίδια ήτανε λιγοστά για όλους και
ιδιαίτερα για τα καημένα τα
Μανιατόπουλα.
Του Βασίλη Π. Πιερρακέα,
εφημερίδα «ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΗΣ», αρ.φ. 7,
Ιούλιος 1988.