ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΛΑΚΩΝΙΑΣ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΑΡΑΒΟΥ (26,27,28 Αυγούστου 1826)

Του Γιάννη Ρουμελιώτη *

Το πρώτο μέρος του άρθρου αυτού δημοσιεύτηκε επ ευκαιρία της ημέρας της γυναίκας που γιορτάστηκε στις 8 Μαρτίου. Με το παρόν δημοσίευμα ο Γιάννης Ρουμελιώτης σκοπεύει να αποδείξει πως για τη λευτεριά δεν πολεμούσαν μόνον οι άντρες της Λακωνίας, αλλά εξίσου και δίπλα τους αγωνίστηκαν και οι γυναίκες, με γενναιότητα, αυταπάρνηση και περίσσια αγάπη για την απελευθέρωση της πατρίδας μας, προσφέροντας και την ανάλογη μερίδα σε ζωές, νεκρές ή αιχμάλωτες.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ (Συνέχεια από το φύλλο 28)

Στις δεκαπλάσιες αυτές εχθρικές δυνάμεις οι υπερασπιστές του Πολυάραβου αντέταξαν, άντρες και γυναίκες, υπεράνθρωπη αντοχή και ισχυρότατη θέληση οι κατακτητές για να μην περάσουν, παρά μόνο πάνω στα κορμιά τους πατώντας. Αυτή η γενναιότητα, αυτός ο ηρωισμός, αυτή η αυτοθυσία, είναι κάτι, που σπάνια συναντάει κανείς διαβάζοντας την Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Αυτές οι γυναίκες, που πριν λίγες μέρες ασχολούνταν με εργασίες στο σπίτι και στο χωράφι, τώρα δίπλα στους άντρες τους και στα παιδιά τους, σε γνωστούς και σε άγνωστους αγωνιστές, αναδείχνονται, κι είναι γυναίκες, άριστοι πολεμιστές, εξαιρετικοί τραυματιοφορείς, άφοβοι κουβαλητές πυρομαχικών στη γραμμή της μάχης και θαυμαστές εμψυχώτριες των αγωνιζομένων και με την παρουσία τους ακόμα. Τι υπέροχες γυναικείες υπάρξεις αναδείχτηκαν τούτες οι άγνωστες γυναίκες των Μπαρδουνοχωρίων, του Μαλευρίου, του Πολυάραβου! Αλλά και πόση αδικία γι αυτές! Η Ιστορική παράδοση ούτε τα ονόματα τους δε μας διέσωσε.

Η νύχτα της 27 προς την 28 Αυγούστου 1826, δηλαδή η τελευταία πριν την Τρίτη μέρα της μάχης, ήταν η πιο κρίσιμη, ήταν η πιο δραματική. Ο Μπραήμης είχε πάρει την απόφαση, τώρα που πλησίασε στο χωριό, να το καταλάβει οπωσδήποτε και με οποιεσδήποτε απώλειες. Μα και οι υπερασπιστές του Πολυάραβου ήξεραν καλά πως, αν κατόρθωνε αυτό, εύκολα ο αιγυπτιακός στρατός θα περνούσε στην Καρέα και από κει θα πήγαινε στο Οίτυλο. Ο κίνδυνος δηλαδή, ήταν μεγάλος. Γι αυτό και δεν μπορούσαν πια άλλη υποχώρηση να κάνουν. Πολλές απώλειες μέχρι τώρα δεν είχαν. Οχτώ νεκρούς και εικοσιέξι τραυματίες. Και ανάμεσα τους δύο γυναίκες σκοτωμένες και πέντε τραυματισμένες.

Όμως οι δυνάμεις των δύο αντιπάλων ήταν δυσανάλογες. Οι Αιγύπτιοι πάνω από δέκα φορές περισσότεροι από τους Έλληνες. Βάνε και το πυροβολικό, που τώρα θ' αρχίσει να χτυπάει τα ίδια τα σπίτια. Εν τούτοις είχαν μια μεγάλη αδυναμία, ένα μεγάλο μειονέχτημα. Το ηθικό τους είχε πέσει κυριολεχτικά. Δυσφορία, απροθυμία και πολλοί δοκίμαζαν αγανάκτηση, αναρριχώμενοι πάνω σε τούτα τα κατσάβραχα και πολεμώντας με όλη τη ζέστη του Αυγουστιάτικου ήλιου. Η διαταγή όμως του Μπραήμη ήταν ρητή! Να καταληφθεί ο Πολυάραβος. Να ανοίξουν οι δρόμοι για τη Μέσα Μάνη.

Αντίθετα των υπερασπιστών του Πολυάραβου οι ελπίδες για μια νίκη αναπτερώθηκαν με την άφιξη της βοήθειας από τους Μεσομανιάτες. Χίλιοι είκοσι πέντε άντρες και τριάντα γυναίκες έφτασαν το βράδυ ώρα οχτώ. Ήταν έμπειροι και δοκιμασμένοι αγωνιστές και είχαν γενναίους και φημισμένους αρχηγούς: Γ. Μητσάκο, Γ. Καβαλλιαράκη, Α. Τσιμπιδάρο, Π. Ταβουλάρη. Αργότερα έφτασαν και οι: Δ. Πετροπουλάκης, Κ. Μαυρομιχάλης, Γ. Μαυρομιχάλης, Δ. Μαυρομιχάλης, Ηλίας Κατσάκος-Μαυρομιχάλης, Αντ. Τρουπάκης, Ν. Τσαλαφατίνος, Γ. Σκυφάκος και άλλοι πολλοί.

Οι νέες γυναίκες, που ήλθαν με τους Μανιάτες αρχηγούς, κατάγονταν από τα χωριά του Μαλευριού και ανάμεσα σ' αυτές και η Ελένη Αναϊπάκου ή Αναϊπόνυφη, που ακολουθούσε το τμήμα του Γιάννη Σκυφάκου. Το χωριό της ήταν η Τσεροβά. Ο άντρας της είχε σκοτωθεί στη Βέργα. Κρατούσε από τα χέρια τα δύο της παιδιά και στον ώμο της είχε κρεμάσει τα όπλα της. Την πλησίασε ο παπα-Βαρζακάκος.

"Πάρτα παιδιά μου, παπα Γιώργη, του είπε, μη αφήνοντας τον να μιλήσει, που ήταν έτοιμος. Στείλτα με τα άλλα παιδιά. Εγώ πρέπει να πολεμήσω, για να σκοτώσω όσους μπορώ περισσότερους Αραπάδες. Έτσι μόνο θα 'γδικιωθώ τον άντρα μου, που σκοτώθηκε στον Αλμυρό Π.

"Και τα όπλα που τα βρήκες; Ρώτησε ο παπα-Βαρζακάκος. Είναι τα όπλα του άντρα σου;"

Όχι, παπά μου, επενέβηκε ο αρχηγός Γιάννης Σκυφάκος. Σκότωσε έναν Αράπη και τα πήρε. Τη βρήκαμε στο δρόμο να 'ρχεται για τον Πολυάραβο. Και την πήραμε μαζί μας". Ο παπα-Βαρζακάκος πήρε τα παιδιά της, ευλόγησε τα όπλα της και πηγαίνοντας να τακτοποιήσει τα μικρά μαζί με τα άλλα παιδιά του χωριού διαλογιζόταν όσα του διηγήθηκε με συντομία ο καπετάνιος Σκυφάκος και τα έγραψαν αργότερα οι Ιστορικοί της Επανάστασης του 1821. "Ταύτην φεύγουσαν μετά των δύο μικρών τέκνων της, τα οποία έφερνε εις την αγκαλιάν της, προς τον Πολυάραβον και μη δυναμένη, ένεκα του βάρους αυτών να βαδίση δρομαίως, είς τίνα ανωφέρειαν την κατέφθασεν Αιγύπτιος στρατιώτης, όστις συνέλαβεν αυτήν από της ζώνης της και την έσυρε προς το μέρος του, διότι όμως η ζώνη της ελύθη και εκρέματο το εν εκ των άκρων της, ο Αιγύτττιος συνέλαβε το άκρον τούτο και δι' αυτού έσυρε την Ελένην. Τότε η Ελένη, αφήσασα τα τέκνα της κατά γης, συνέλαβε το άλλο άκρον της ζώνης, εις το οποίον είχε δέσει και ένα κόμπον εγκλείοντα τας οικονομίας της και προσεπάθει να αποσπάσει την ζώνην από τον Αιγύτττιον. Τότε διεξήχθη μεταξύ των άγων διελκυστίνδος, καθ' ον προσεπάθει έκαστος να πάρει προς το μέρος του τον άλλον. Οτε Δε ο άγων ήτο εις την έντασίν του και η ζώνη ευρίσκετο λίαν τεταμένη, αφήκεν αποτόμως το κρατούμενον παρ' αυτής άκρον η Ελένη και ο Αιγύπτιος ανετράπη εις την κατωφέρειαν. Αμέσως Δε επετέθη κατ' αυτού, ευρισκομένου υπτίου, η ηρωίς Ελένη και αποσπάσασα την ξιφολόγχην του την εβύθισεν εις το στήθος του και ούτω απηλλάγη του διώκτου της και διέσωσε και την οικονομίαν τη", (Γ. Γιαννακάκος-Ραζέλος. "Οι Αγώνες της Μάνης δια την ελευθερίαν" ΣΕΛ. 126).

Τώρα πια οι υπερασπιστές του Πολυάραβου ξεπερνάνε τις δύο χιλιάδες μαχητές, γιατί στους Μπαρδουνοχωρίτες και στους Μαλευριάνους προστέθηκαν κι οι Μεσομανιάτες. Και οργάνωσαν πιο συστηματικά την τρίτη και τελευταία αμυντική τους γραμμή. Ένωσαν τα ακρινά σπίτια του χωριού μέχρι τη ρούγα με ξερολιθιές, από τοίχο σε τοίχο, κι έτσι έφτιαξαν μια συνεχή γραμμή, η οποία κάλυπτε ολόκληρο το χωριό.

Τα παιδιά και τους ηλικιωμένους τους έχουν μεταφέρει στη Ζίζιαλη, όπου έχει οχυρωθεί ο Π. Γιατράκος με τους δικούς του. Μέσα στο χωριό έμειναν μόνον όσοι μπορούσαν να πολεμήσουν ή να βοηθήσουν τους πολεμιστές, άντρες, γυναίκες και έφηβοι. Οι γυναίκες έχουν οργανώσει κατά κάποιο τρόπο και τις βοηθητικές υπηρεσίες. Τις έχουν μεταφέρει στα τελευταία σπίτια της άλλης πλευράς. Οι δύο παπάδες του χωριού, ο παπα-Βαρζακάκος και ο παπα-Δρίβας, πρωτοστατούν σ' όλα, δίνουν θάρρος, εμψυχώνουν με την παρουσία τους και τη διδαχή τους, όλους γενικά τους υπερασπιστές του Πολυάραβου. Τις πιο πολλές γυναίκες τις γνωρίζουν προσωπικά. Και τις προσφωνούν με τα ονόματα τους:

Εδώ είναι η Γραφάκαινα από τη Μαλτσίνα, η Ροζάκαινα από τη Σίνα, η Διπλαράκαινα από τον Άγιο Νικόλα, η Διάκου μάκαινα από το Σελεγούδι, η Ρογκάκαινα από τα Κόκκινα Λουριά. Είναι εδώ και της Πέρα Ρίζας οι γυναίκες. Η Καλοειδίνα από την Πέτρινα, η Μιχαήλαινα από τη Ζελίνα, η Αλικάκαινα από τα Τσέρια, η Πατσουράκαινα από τη Στροντζά, η Λιακάκαινα, η Μπεγέταινα κι όλες οι άλλες, που κοντά στους συγγενείς τους μαχητές είναι έτοιμες να πολεμήσουν, αν χρειασθεί. Βέβαια είναι και οι γυναίκες του Πολυάραβου, που θα υπερασπιστούν τα σπίτια τους και οι γυναίκες από τα χωριά του Μαλευρίου, που είναι έτοιμες κι αυτές να πεθάνουν για τη λευτεριά της πατρίδας. Γενικά είναι όλες, όλες ανασκουμπωμένες να πάρουν μέρος στη Τρίτη και κρίσιμη μέρα της μάχης του Πολυάραβου. Και όλες πιστεύουν πως ο θεός θα τους βοηθήσει εναντίον των απίστων Αραπάδων. Πως η Παναγία, που γιόρτασαν τη χάρη της, πριν δύο βδομάδες, θα έλθει βοηθός τους. Άλλωστε το πρώτο θεϊκό σημείο υποστήριξης των υπερασπιστών είχε κι όλες παρουσιασθεί σε μερικούς. Στις 27 Αυγούστου, την παραμονή δηλαδή της τρίτης μέρας μάχης, στις τρεις το απόγευμα, πολλοί αγωνιστές, άντρες και γυναίκες, διέκριναν να κατεβαίνει από το βοριά, πάνω από τον ουρανό, ένας ολόχρυσος πελώριος φωτεινός Σταυρός. Στάθηκε για μια στιγμή πάνω από τους αμυνόμενους μαχητές κι ύστερα πήγε και κάθησε σ' έναν απότομο ψηλό βράχο, στην ανατολική πλαγιά της Ζίζιαλης. Τον είδαν καθαρά. Γι' αυτό και μετά τούτος ο βράχος ονομάστηκε Σταυρός. Και η λαϊκή παράδοση ισχυρίζεται πως και σήμερα ακόμη με το φως των ματιών της ψυχής, όταν πηγάζει από βάθεια πίστη, είναι δυνατόν να διακρίνει κανείς το φωτεινό εκείνο Σταυρό. Πρέπει όμως να πιστεύεις αληθινά, όπως πίστευαν τότε και οι αγωνιστές του Πολυάραβου.

Όλη νύχτα γίνονται και οι απαραίτητες τροποποιήσεις στη γραμμή άμυνας. Κτίζουν τις πόρτες των σπιτιών και κάμνοντας χρήση των παραθυριών σαν πολεμίστρες, τα μετατρέπουν σε ταμπούρια. Κι όταν άρχιζε να φέγγει, όλοι βρισκόντουσαν στις θέσεις τους, όποια καθένας είχε ταχθεί να υπερασπίσει. Στο δεξιό μέρος οι Μαλευριανοί με τις γυναίκες, που θα πολεμούσαν. Στο κέντρο οι νέοι μαχητές, που έφτασαν με τον Πετροπουλάκη, το Σκυφάκο, τους Μαυρομιχαλαίους, τον Τρουπάκη, τον Τσαλαφατίνο και τους άλλους αρχηγούς. Και στο δεξιό μέρος της παράταξης οι Μπαρδουνοχωρίτες, άντρες και γυναίκες.

Η 28 Αυγούστου ήταν μέρα Πέμπτη: Μέρα αυγουστιάτικη καυτερή. Η αγωνία και η νευρικότητα, όπως ήταν φυσικό, κατέχει τις ψυχές των αγωνιστών του Πολυάραβου, όπως περιμένουν με το όπλο στο χέρι, έχοντας στραμμένα τα μάτια στις γραμμές των εχθρών. Ολόγυρα τα κανόνια του Μπραήμη και μπροστά τους τα τάγματα των Αιγυπτίων, έτοιμα να επιτεθούν.

Μόλις φώτισε, λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, άρχισαν τα κανόνια να χτυπάνε τα σπίτια του Πολυάραβου. Κι αμέσως τέσσερα αιγυπτιακά τάγματα, αναπτυγμένα για μάχη, κινήθηκαν για επίθεση κατά μέτωπο, ενώ ένα πέμπτο τάγμα κινιόταν για το αριστερό μέρος της Ελληνικής γραμμής, με σκοπό ν' αναρριχηθεί στη Ζίζιαλη, ακολουθώντας λοξή κατεύθυνση για τον Άγιο Βλάσση. Η απόσταση όμως είναι αρκετή. Και το έδαφος όλο πέτρες και χωρίς δέντρα. Έτσι οι αιγύπτιοι στρατιώτες έφτασαν αργά. Στις ένδεκα το μεσημέρι σχεδόν.

Στο μεταξύ τα άλλα τέσσερα εχθρικά τάγματα έχουν κάνει αλλεπάλληλες επιθέσεις. Δεν κατορθώνουν βέβαια να εκδιώξουν τους αμυνόμενους Έλληνες. Και έχουν και μεγάλες απώλειες. Επιμένουν με πείσμα όμως μεγάλο, με φανατισμό. Ο ίδιος ο Μπραήμης, ανεβασμένος σ' ένα βράχο στου Κουρκουτσέλι παρακολουθεί την εξέλιξη της μάχης και δίνει προσωπικά με αγγελιαφόρους τις κατάλληλες οδηγίες. Και διατάσσει; με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία, να καταλάβουν οι στρατιώτες του τα σπίτια του χωριού. Και αρχίζει τότε η μεγάλη, η πιο φανατική επίθεση των Αραπάδων. Τα κανόνια κτυπούν αδιάκοπα τα σπίτια του χωριού. Γκρεμίζουν μερικά από αυτά. Οι Αιγύπτιοι κατορθώνουν να φτάσουν στο χωριό. Και κυριεύουν τα δεκαπέντε από τα τριάντα σπίτια του. Οι Έλληνες υποχωρούν κανονικά και οχυρώνονται στα άλλα σπίτια. Και ο αγώνας συνεχίζεται με λύσσα. Οι υπερασπιστές του Πολυάραβου ξέρουν πως μια γενική υποχώρηση θα εσήμαινε και την πλήρη καταστροφή τους. Ούτε σκέψη λοιπόν, να εγκαταλείψουν το χωριό. Η στοματική παράδοση αναφέρει μάλιστα και το εξής χαραχτηριστικό περιστατικό. "Ο Βασίλης Βαβούλης με τη μάνα του και τους αδελφούς του, καπετάνιος, σε μια στιγμή πρόσκαιρης λιποψυχίας του, πρότεινε να φύγουν, γιατί ήταν βέβαιο πως θα σκοτωθούν. Μα σαν κεραυνός άκουσε να ξεσπούν τα λόγια της μάνας του.

"Εδώ θα γενεί ο τάφος όλων μας. Αλλιώς δεν φεύγεις από το σπίτι. Χτίστε τις πόρτες και τα παράθυρα".

Ο γυιος της αμέσως συνήλθε από τα λόγια της νέας Σπαρτιάτισσας μάνας του. Στην κατοπινή μάχη θα ανδραγαθήσει. (Σκοπετέας, Η μάχη του Πολυάραβου, Φάρος της Λακωνίας 3/11/1953).

Με πείσμα και πολλές απώλειες οι Αιγύπτιοι προσπαθούν να καταλάβουν τα άλλα σπίτια. Τους θερίζουν όμως κυριολεκτικά οι ταμπουρωμένοι σ' αυτά Έλληνες. Κάθε εχθρός που προσπαθεί να πλησιάσει, δέχεται και ένα θανατηφόρο βόλι. Μεσημέρι είναι. Εκατοντάδες οι νεκροί Αιγύπτιοι. Επιμένουν όμως στις αλλεπάλληλες επιθέσεις τους. Αλλά κι οι Έλληνες είναι απτόητοι. Διατηρούν σταθερά τις θέσεις τους παντού. Κι αποκρούουν με επιτυχία όλες τις επιθέσεις των εχθρών.

Μα σε τούτη την τιτάνια μάχη δεν ανδραγαθούν μόνον οι άντρες, Εξίσου πολεμούν ηρωικά και οι γυναίκες. Μοιράζουν πολεμοφόδια. Παίρνουν τους νεκρούς και τους τραυματίες. Και, όπου μια πολεμίστρα μένη κενή ύστερα από τραυματισμό ή θάνατο του υπερασπιστή της, μια γυναίκα έπαιρνε αμέσως τη θέση του, αντικαθιστώντας τον, και συνέχιζε τη μάχη.

Η εικόνα, που παρουσιάζει η μάχη, είναι κάτι, το οποίο δυσκολεύεται η φαντασία μας να συλλάβει. Οι αιγύπτιοι στρατιώτες ορμούν με λύσσα. Ο κρότος των κανονιών και των άλλων όπλων συνθέτουν, ανάμεσα στις ρεματιές και στις πλαγιές, ένα φοβερό αντίλαλο. Νεκροί και τραυματίες κι από τις δύο μεριές. Το ανθρώπινο αίμα χύνεται άφθονο. Όμως οι αλαλαγμοί των υπερασπιστών του Πολυάραβου, θαρρείς ότι μοιάζουν με τραγούδι για τη λευτεριά.

Και δεν είναι μονάχα οι άντρες και οι γυναίκες, που προκαλούν δίκαια το θαυμασμό μας. Και τα παιδιά ακόμη έδειξαν απροσδόκητη καρτερικότητα, γενναιότητα και αυτοθυσία. Δεκαεφτά χρόνων είναι ο Θεοδωρής Πατσουράκος από τη Στροντζά. Κι όμως πολεμάει στην πρώτη γραμμή όμοια με τον πιο έμπειρο πολεμιστή, καταταγμένος στο τμήμα του Καπετάνιου Καλοειδή από την Πετρίνα, τρεις μέρες τώρα και χωρίς διακοπή. Κι όταν την Τρίτη μέρα της μάχης μια εχθρική σφαίρα του τρυπάει το μηρό κι αρχίζει να τρέχει άφθονο το αίμα, ο νεκρός πολεμιστής αρνιέται να εγκαταλείψει το ταμπούρι του. Και στη μητέρα του την Αναγνώσταινα, που έτρεξε να τον αντικαταστήσει, είπε με τόνο αυστηρό.

"Όχι! Δεν αφήνω τη θέση μου. Δέσε μου μόνο το πόδι, όπως πολεμάω, αν μπορείς. Αλλιώς, δεν έχω τίποτα. Αραπάδες σκοτώνουμε. Τώρα το πόδι θα κοιτάξουμε... " Κι η μάνα του, όπως κι η Ροζάκαινα, που ήλθε για να βοηθήσει, μη ξέροντας τι να πουν, μπρος σε τόσο μεγάλη αψηφισιά της ζωής του, του έδεσαν το τραύμα, ενώ αυτός στηριγμένος στο ένα πόδι ντουφέκιζε του Αιγυπτίους ακατάπαυστα. Μήπως όμως ήταν μόνος ο Θεοδωρής Πατσουράκος από τους νέους, που παραστάθηκαν πολεμώντας δίπλα ισάξια με τους μεγάλους στην τριήμερη αυτή μάχη;

Και άλλοι πολλοί νέοι, δεκάδες πολλές, μα που δε μας διέσωσε τα ονόματα τους η παράδοση, γραπτή και προφορική, πήραν μέρος και αγωνίστηκαν γενναία. Γνωρίζουμε όμως από μια τολμηρή απόπειρα πέντε νέων να σκοτώσουν τον Μπραήμη, που κι αν απέτυχε δείχνει πως τις νεανικές τους καρδιές φλόγιζε ο ίδιος, σαν των μεγάλων, πόθος για τη λευτεριά.

"Πέντε τολμηροί νέοι του χωρίου Σκυφιάνικα, του δήμου Μαλευρίου, εκ των υπερασπιστών του Πολυάραβου, ο Ηλίας Τσαρπαλής, Γ. Τσανάκας, Σ. Ατσίδης, Ευστρ. Στιυριδωναίος και Ιωάννης Τσάκαλης, ων ο τελευταίος εκ Πανίτσης, απεφάσισαν όπως φονεύσωσι τον Ιμβραήμ και απαλλάξωσιν ούτω την Μάνην και ολόκληρον την Πελοπόννησον από των περαιτέρω δεινών. Προς τον σκοπόν αυτόν εγκαταλείψαντες την 1Οην π. μ. ώραν το χωρίον, εξήλθον εκ του ανατολικού αυτού μέρους και δια μέσου ανωμάλων και απότομων χαραδρών έρποντες ανήλθον επί του όρους Κουρκουτσέλι, πλησιάσαντες δε αθέατοι κατά την 1ην μ. μ. ώραν εις τον βράχον, εφ' ου ίστατο ο Ιμβραήμ μεθ' όλου του επιτελείου του και παρηκολούθει τας κατά του Πολυάραβου εφόδους του στρατού του, μεθ' ο ετράπησαν εις φυγήν. Εκ της εκπυρσοκρήσεως εφονεύθησαν ο υπασπιστής του Ιμβραήμ και δύο στρατιώται της φρουράς του. Η τολμηρά όμως αυτή πράξις τόσον κατεθορύβησε τον ως εκ θαύματος διασωθέντα Ιμβραήμ και τους περί αυτόν, ώστε ηναγκάσθη ούτος ευθύς να εγκατάλειψη το παρατηρητήριόν του και να φύγη εις Τσεσφίναν" (Π.Γ. Καρακασώνης, "Ιστορία της τριημέρου Μάχης του Πολυαράβου" σελ. 53,53).

Έτσι ο Μπραήμης, που πάνω από το Κουρκουτσέλι παρακολουθεί την εξέλιξη της μάχης, μιας μάχης εξαιρετικά φονικής για τις δυνάμεις του, διαπιστώνει πια πως η προσπέλαση από τον Πολυάραβο για τη Μάνη είναι αδύνατη. Η αντίσταση των εχθρών του δεν κάμπτεται. Και κάθε έφοδος του στρατού του αποκρούεται με τρομακτικές απώλειες γι αυτόν. Βλέπει με τα ίδια τούτα μάτια πως με πείσμα και φανατισμό, με γενναιότητα απαράμιλλη και αυτοθυσία είναι αποφασισμένοι οι Έλληνες να μην τον αφήσουν να περάσει. Νοιώθει ακόμη πως οι εχθροί του είναι έμπειροι πολεμιστές και με υψηλό αγωνιστικό φρόνημα, το ίδιο δηλαδή που είχε που είχε διαπιστώσει και στη Βέργα και στο Διρό. Άντρες, γυναίκες, γέροι και νέοι, όλοι του έχουν στήσει μια αδιαπέραστη ανθρώπινη ασπίδα, η οποία ήταν ανώτερη από το δικό του στρατό "τόσον εις την χρησιμοποίησιν του πυρός και της κινήσεως, όσον και εις την επιτυχή χρησιμοποίησιν του εδάφους εν συνδυασμώ με το υψηλόν ηθικόν του και έδωσε στα Μανιάτικα όπλα μια νίκη περιφανή". (Γ. Κουμανάκος, περιοδικό Ηώς, φυλ. 67-70,1963).

Τούτος ο δισταγμός, χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των επιτιθεμένων Αιγυπτίων, γίνεται αντιληπτός από τους υπερασπιστές του Πολυάραβου, γιατί όσο προχωρεί η μέρα, η ορμητικότητα του εχθρού ελαττώνεται μπρος στη δική τους γρανίτινη αντίσταση. Κι έτσι γινόταν ολοφάνερο πως οι στρατιώτες του Μπραήμη ή έπρεπε να ενισχυθούν με νέες δυνάμεις, ή έπρεπε να υποχωρήσουν. Γιατί σύντομα η πρωτοβουλία της διεξαγωγής της μάχης θα περνούσε στα χέρια των Ελλήνων.

Και πραγματικά δεν άργησε να γίνει αυτό. Πρώτες πέρασαν στην αντεπίθεση οι γυναίκες. Αυτές, με την ευλογία των δύο ιερέων, πλησίασαν κρυφά τα σπίτια, που είχαν καταλάβει οι Αιγύπτιοι, κι έβαλαν φωτιά. Οι Αραπάδες πετάχτηκαν έξω έντρομοι και τους σκότωναν άλλους οι γυναίκες κι άλλους οι άντρες, όπως προσπαθούσαν να διαφύγουν. Εδώ έβλεπες τις γυναίκες, σαν άλλες αμαζόνες, να πολεμούν. Ποιες να πρωτοθαυμάσει κανείς και ποιες να πρωτοαναφέρει! Τη Γραφάκαινα, τη Βαβούλαινα, την Καλοειδίνα, τη Σταθάκαινα, τη Ροζάκαινα, την Πατσουράκαινα, τη Μιχαήλαινα, την Αναϋπόνυφη, τις γυναίκες όλες του Πολυάραβου, που αγωνίζονταν για τα σπίτια τους και ασώτευαν σε γενναιότητα και αυτοθυσία! Τις Μαλευριάνισσες και τις Μανιάτισσες, όπως και τις Μπαρδουνοχωρίτισσες, που οι Αιγύπτιοι καίγαν τα σπίτια τους, άρπαξαν τα υπάρχοντα τους και κάψαν και τα ελαιόδεντρα τους! Όλες αυτές, τις γνωστές και άγνωστες ηρωίδες, τις βλέπουμε στην πιο κρίσιμη στιγμή, στην πιο αποφασιστική στιγμή, να δίνουν το σύνθημα της αντεπίθεσης, αρχίζοντας να φωνάζουν:π Εμπρός, όλοι, να διώξουμε τους άπιστους. Η Παναγία η Γιάτρισσα θα μας βοηθήσει". Και αληθινά: "Επί του ορίζοντος υπεράνω της γραμμής των αμυνομένων ενεφανίσθη γυνή ομοιάζουσα κατά πάντα με την εικόνα της Θεοτόκου, την εζωγραφισμένην υπεράνω της εισόδου του ομώνυμου ναού αυτής, του εκτισμένου επί του κοιμητηρίου του χωριού, ήτις δια μεν της αριστεράς χειρός εκράτει ηλακάτην, δια δε της δεξιάς εκίνει την άτρακτον αυτής απειλητικός, κατά των επιτιθεμένων Αράβων. Οι αμυνόμενοι αδιστάκτως πιστεύσαντες ότι η γυνή εκείνη δεν ήτο δυνατόν να είναι άλλη τις ειμή η προς βοήθειαν αυτών σπεύσασα Θεοτόκος, τόσον ενεθαρρύνθησαν και μετά τοιαύτης ορμής έσπευσαν προς καταδίωξιν των Αράβων" (Π. Καρακασσώνη, ένθ. ανωτ., σελ. 53-55).

Άντρες, λοιπόν, και γυναίκες αφίνουν τα ταμπούρια τους Κι ορμάνε στους Αιγυπτίους, οι οποίοι έντρομοι τρέχουν, για να σωθούν, οπισθοχωρώντας με αταξία. Κείνη ακριβώς τη στιγμή έφτασαν και νέες ενισχύσεις από την Μάνη και η Κωνσταντίνο Ζαχαριά με διακόσιους πενήντα ένοπλους, άντρες και γυναίκες. Τώρα πια όλοι οι Έλληνες με τονωμένο πιο πολύ το ηθικό και με την πεποίθηση και την πίστη στις ψυχές τους αυξημένη ότι τους ήταν συμπαραστάτης η Παναγία η Γιάτρισσα, χτυπούν από όλα τα μέρη της γραμμής τους Άραβες εισβολείς, για να τους εξολοθρεύσουν μια για πάντα. Κάτω από την πίεση των Ελληνικών δυνάμεων ο Μπραήμης έδωκε διαταγή για υποχώρηση. Η υποχώρηση τους όμως γρήγορα μετατρέπεται σε φυγή. Τα μέρη είναι ανώμαλα, χαράδρες, βράχοι, στενές διαβάσεις. Οι υπερασπιστές του Πολυάραβου αξιοποιούν προς όφελος τους τις τυπικές αυτές συνθήκες και τους χτυπούν αδιάκοπα. Οι νεκροί Άραβες εκατοντάδες. Και οι τραυματίες πολύ περισσότεροι. Ζώα, πράγματα, όπλα, εγκαταλείπονται. Στην υποχώρηση τους χωρίζονται σε πολλά τμήματα. Οι Έλληνες τους επιτίθενται και τους εξολοθρεύουν. Ο τρόμος τους έχει πια κυριεύσει. Δεν είναι μονάχα οι πολεμιστές του Πολυάραβου που τους καταδιώκουν. "Μας ηφάνισεν η Μαρία" εκραύγαζαν, όπως έτρεχαν να σωθούν. Με το όνομα "Μαρία" συνήθιζαν να ονομάζουν οι Άραβες όλες τις Ελληνίδες. Και πραγματικά, οι γυναίκες που πήραν μέρος στην τριήμερη μάχη του Πολυάραβου, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Με την αντοχή τους, με το θάρρος τους, με την αυτοθυσία τους αναδείχτηκαν απαράμιλλες. Τίποτα δε θα είχαν να ζηλέψουν από τις γυναίκες της αρχαίας Σπάρτης.

Η καταδίωξη συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ της 28ης Αυγούστου του 1826. Οι Γιατρακαίοι αποδεκατίζουν ένα ολόκληρο εχθρικό Τάγμα, που υποχωρούσε τελευταίο από το μέρος του Άγιου Βλάσση. Το σκοτάδι, που με τις φτερούγες του τύλιξε τις πλαγιές και τις χαράδρες, έσωσε από τον τέλειο αφανισμό το στρατό του Μπραήμη.

Τα αποτελέσματα όμως της μάχης του Πολυάραβου ήταν πολύ οδηνηρά για τον Αιγύπτιο στρατάρχη: Οι νεκροί ξεπέρασαν τους χίλιους και οι τραυματίες ήταν σχεδόν διπλάσιοι. Επίσης πιάστηκαν και πενήντα αιχμάλωτοι και περιήλθαν στα χέρια των Ελλήνων πολλά λάφυρα: Όπλα, πολεμοφόδια, ζώα. Οι υπερασπιστές του Πολυάραβου είχαν εικοσιτρείς νεκρούς άντρες και πέντε γυναίκες. Είχαν ακόμη περί τους εκατόν τραυματίες. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι δεν ξέρουμε αν είναι απόλυτα ακριβής ο αριθμός των σκοτωμένων Αράβων, γιατί οι ιστορικοί της επανάστασης του 1821 δε συμφωνούν και μερικοί αναφέρουν ότι ήταν πεντακόσιοι.

Σημασία όμως σε τούτη τη μάχη δεν έχει τόσον ο αριθμός των σκοτωμένων εχθρών, όσον έχει η αντρειοσύνη και το πύρωμα της καρδιάς των υπερασπιστών του Πολυάραβου, γιατί έμπραχτα απόδειξαν πως για τη λευτεριά της πατρίδας μας είχαν "αρετήν και τόλμην", όπως γνωμάτευσε ότι χρειάζεται, ο εθνικός μας ποιητής Ανδρέας Κάλβος.

Και αλήθεια! Ποια λόγια θα μπορούσαν να περιγράψουν τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση όλων αυτών των αγωνιστών του Πολυάραβου; Ποιος ζωγράφος θα μπορούσε με το χρωστήρα του να εικονίσει αυτές τις γυναίκες-αμαζόνες, που με την πίστη στο θεό και με την επίκλησή τους στην Παναγία τη Γιάτρισσα, προτίμησαν, αντί να καταφύγουν στις χαράδρες για να κρυφτούν, ν' αρπάξουν τα όπλα στα χέρια και νά ορμήσουν πρώτες εναντίον των εχθρών; Ποια φαντασία μπορεί να συλλάβει τη μεγαλοσύνη της ψυχής τους; Ποιος μπορεί με τα ανθρώπινα μέτρα να υπολογίσει τη μεγάλη τους πίστη στην Παναγία, ώστε να οραματισθούν με τα μάτια της ψυχής τους τη θεϊκή επέμβαση στον αγώνα τους κατά των κατακτητών;

Για τέτοιες γυναίκες, που παράλληλα με τις οικιακές και γεωργικές εργασίες τους, είναι έτοιμες ψυχικά ν' αγωνισθούν ισάξια με τους άντρες και να θυσιασθούν αν χρειασθεί, για τέτοιες ηρωίδες, που τα γνωστά και άγνωστα ονόματα τους στολίζουν τις χρυσές σελίδες του μεγάλου για την πατρίδα μας αγώνα για τη λευτεριά, η ιστορία δε βρίσκει ανάλογα λόγια, για να ιστορήσει το ψυχικό τους μεγαλείο. Γι αυτό και σιγά σιγά η ζωή τους και οι αγώνες τους γίνονται θρύλος, τραγούδια, γίνονται μοιρολόγια. Και από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά, φτάνουν στους μεταγενέστερους και μιλάνε ενδόμυχα γεμίζοντας με θαυμασμό την ψυχή τους, όπως αντικρίζουν τις βουνοπλαγιές της Ζίζιαλη και με τα φτερά της φαντασίας ζουν την τριήμερη μάχη του Πολυάραβου.

 

* Ο Γιάννης Ρουμελιώτης γεννήθηκε στο χωριό Προσήλιο Λακωνίας από αγρότες γονείς. Σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υπηρέτησε στην Ιδιωτική και Μέση Εκπαίδευση ως Καθηγητής, Γυμνασιάρχης και Λυκειάρχης. Παντρεύτηκε την Ελένη Κοτσάμπαση και απόκτησε δύο παιδιά. Το 1984 συνταξιοδοτήθηκε και έκτοτε διαμένει άλλοτε στην Αθήνα και άλλοτε στο χωριό του Προσήλιο.

Από τα φοιτητικά του χρόνια άρχισε να ασχολείται με την λογοτεχνία και την ιστορία και ιδιαίτερα της Λακωνίας, δημοσιεύοντας πολλές μελέτες, σε εφημερίδες, περιοδικά, εγκυκλοπαίδειες κ.λ.π.

Πήρε μέρος στον πόλεμο στην Αλβανία, καθ όλη τη διάρκεια του και στη συνέχεια στην Εθνική Αντίσταση, όπου εξακολούθησε τον αγώνα εναντίον των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών. Έγραψε και δημοσίευσε βιβλία ιστορικού, λογοτεχνικού και λαογραφικού περιεχομένου.

                            


Γράμμα στο Καπετάν Ζαχαριά ] Η Κίβδηλη νίκη του Σπύρου Λούη ] Οικοτουρισμός στη Μαραθέα ] ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ ] Γυναίκες της Λακωνίας (Α') ] ΛΥΓΕΡΕΑΣ ] Ονόματα Ολυμπιονικών σε Στάδια της Λακωνίας ] Ομογένεια ] Πρόδρομος Εμφιετζόγλου ] [ Γυναίκες της Λακωνίας (Β) ] Η μυστηριώδης Κινστέρνα στη Μάνη ] PANLACONIAN ] Επιστροφή στις ρίζες μας ] Στα Χνάρια του Καπετάν Ζαχαριά ] ΟΙ ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ ] ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ ] Αιχμάλωτες του Ιμπραήμ ] Πομάκοι και Πομακοχώρια ]