Η ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΚΙΝΣΤΕΡΝΑ ΣΤΗ ΜΑΝΗ

ΤΟ «ΘΕΜΑ ΚΙΝΣΤΕΡΝΑΣ» ΚΑΙ Η ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΜΑΝΗ

Του Νίκου Νικολούδη
Διδάκτορα Ιστορίας Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Επιστημονικού συνεργάτη του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου

Παρά τις επίμονες μελέτες των παλαιότερων αλλά και των νεώτερων ιστορικών η ιστορία της μεσαιωνικής Μάνης εξακολουθεί να παρουσιάζει πολλά σκοτεινά σημεία, γεγονός που οφείλεται πρωταρχικά στη σιωπή των μεσαιωνικών πηγών για την απομακρυσμένη και γεωγραφικά σχεδόν απομονωμένη αυτή περιοχή της Πελοποννήσου. Ένα από θέματα που σχετίζονται με τη μεσαιωνική Μάνη και δεν έχουν διασαφηνισθεί επαρκώς μέχρι σήμερα είναι η ύπαρξη ή μη ενός «θέματος Κινστέρνας», η γεωγραφική θέση του και η γενικότερη σχέση του με τη μεσαιωνική Μάνη.

Το θέμα αυτό αγγίζει για πρώτη φορά ο Νικόλαος Νικολούδης (εκ μητρός Πατσουράκου από τα Κονάκια Γυθείου), γνωστός για τις αναζητήσεις και ενασχολήσεις του στην καθ εαυτού επιστημονική ειδικότητά του την Βυζαντιονολογία

Προτού ερευνήσουμε το συσχετισμό της ονομασίας «θέμα Κινστέρνας» με τη μεσαιωνική Μάνη είναι απαραίτητη η διευκρίνηση του περιεχομένου του όρου «θέμα». Ως γνωστό με αυτό τον όρο οι Βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται σε μεγάλες διοικητικές και στρατιωτικές ενότητες, κυρίως της Μικράς Ασίας, η δημιουργία των οποίων προέκυψε ως αντιστάθμισμα των σοβαρών εξωτερικών απειλών που αντιμετώπιζε το βυζαντινό κράτος από τις επιθέσεις των Αράβων και, δευτερευόντως, των διαφόρων σλαβικών φύλων της βορειότερης Βαλκανικής.

Ο θεσμός των θεμάτων γνώρισε την πλήρη ακμή του την περίοδο μεταξύ του έβδομου και του ενδέκατου αιώνα, Μετά τις αρχές του ενδέκατου αιώνα, εποχή της μεγαλύτερης ακμής του βυζαντινού κράτους υπό την ηγεσία του Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου (976-1025), τα θέματα άρχισαν να υποκαθίστανται από άλλου τύπου διοικητικές ενότητες και η στρατιωτική σημασία τους να μειώνεται.

Οι κυριότεροι λόγοι γι΄ αυτό ήταν η απουσία επικίνδυνων αντιπάλων στα σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και η συνακόλουθη αντικατάσταση των θεματικών στρατών που αποτελούνταν από μόνιμους στρατιώτες με μισθοφορικά σώματα, για τα οποία υπήρχε η αντίληψη ότι κόστιζαν λιγότερο και ότι ήταν πιο αποτελεσματικά. Πάντως ο όρος «θέμα» εξακολούθησε να χρησιμοποιείται αναχρονιστικά στις μεταγενέστερες βυζαντινές πηγές προκειμένου να δηλώσει άλλου τύπου διοικητικές περιφέρειες.

Η ονομασία «θέμα Κινστέρνας» συναντάται σε ένα χωρίο του Βυζαντινού ιστοριογράφου Γεωργίου Παχυμέρη, και ειδικότερα στο σημείο που περιγράφει την παράδοση των κάστρων της Λακωνίας από τον Λατίνο πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1262). Υπενθυμίζουμε ότι κατά τη σύγκρουση του Μιχαήλ (αυτοκράτορα τότε της μικρασιατικής αυτοκρατορίας της Νικαίας) με τον «δεσπότη» της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Άγγελο και τον σύμμαχό του Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο στην Πελαγονία της βόρειας Μακεδονίας (στην περιοχή του σημερινού Μοναστηρίου), το 1259, ο τελευταίος είχε αιχμαλωτισθεί και προκειμένου να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του συναίνεσε στην παραχώρηση ορισμένων κάστρων της Λακωνίας.

Σύμφωνα δηλαδή με τα λεγόμενα του Παχυμέρη συμφώνησε «να δώσει στους Ρωμαίους [Βυζαντινούς], ώστε ο αυτοκράτορας [Μιχαήλ] να έχει αναφαίρετη εξουσία επάνω τους, αυτά τα μέρη στην Πελοπόννησο: τη Μονεμβασία, τη Μάινα, το Γεράκι, το Μυζηθρά [Μυστρά]... και όλο το θέμα γύρω από την Κινστέρνα, που είχε μεγάλη έκταση και πολλά αγαθά». Το κείμενο του Παχυμέρη είναι η μόνη ιστορική πηγή που αναφέρεται σ΄ αυτή την ανταλλαγή η οποία μνημονεύει το «θέμα Κινστέρνας». Πάντως η ονομασία Γιστέρνα (δημώδης παραφθορά του Κινστέρνα) εμφανίζεται δύο ακόμη φορές στο κείμενο του Χρονικού του Μορέως, αν και σε σχέση με άλλα γεγονότα.

Ειδικότερα, περιγράφοντας τις προσπάθειες του Γουλιέλμου Βιλλεαρδουίνου να εξασφαλίσει την υποταγή των κατοίκων της Μάνης και του Ταϋγέτου κατά την πρώτη περίοδο της ηγεμονίας του (1246-59), το Χρονικό του Μορέως αναφέρει: «Κι αφότου επροσκύνησεν του Μελιγού ο δρόγγος, τινές απ΄ αυτούς [δηλαδή τους ηγέτες των ορεσίβιων Μηλιγγών της βορειοδυτικής Μάνης] είπασιν του πρίγκιπα Γυλιάμου, ότι αν θέλη να έχη τον ζυγόν όλον στο θέλημάν του, να ποιήση κάστρο εις τον αιγιαλόν πλησίον της Γιστέρνας» (στίχοι 3132-5).

Εξάλλου περιγράφοντας τις προσπάθειες του Βυζαντινού στρατηγού Μακρηνού να συγκεντρώσει στρατεύματα από τις περιοχές που είχαν ανακαταλάβει οι Βυζαντινοί προκειμένου να οργανώσει μια εκστρατεία απελευθέρωσης και της υπόλοιπης Πελοποννήσου από τη λατινική κυριαρχία (1263-4) το Χρονικό αναφέρει: «ο δρόγγος γαρ του Μελιγού, το μέρος της Γιστέρνας, εκείνοι ερροβόλεψαν μετά τον βασιλέα» (στίχοι 4592-3).

Η σπανιότητα των αναφορών στην περιοχή της Κινστέρνας/Γιστέρνας υποδηλώνει ότι κατά τη μεσαιωνική περίοδο ο ευρύτερος χώρος της ήταν γνωστός με κάποιο άλλο όνομα, γεγονός που προκάλεσε αρκετά προβλήματα σε νεώτερους ερευνητές που προσπάθησαν να την εντοπίσουν γεωγραφικά. Έτσι ο Schmitt οδηγήθηκε (1904) σε ταύτιση της Γιστέρνας με τον όρμο Κιστέρνες, στην περιοχή του Ταινάρου. Την ίδια άποψη εξέφρασε παλαιότερα (1843) ο J.A.C. Buchon και πιο πρόσφατα (1960) ο Jean Longnon. Αντίθετα, σχολιάζοντας το κείμενο του Χρονικού του Μορέως ο Πέτρος Καλονάρος απορρίπτει την θέση των προηγούμενων ερευνητών, θεωρώντας ότι βασίζεται σε εσφαλμένη καταχώρηση ενός όρμου κοντά στο Ταίναρο που ήταν ευρύτερα γνωστός με την ονομασία Ασώματος, ως «Κιστέρνες», από τους χαρτογράφους του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο (1828-31).

Παλαιότερα (1928) ο Πέτρος Φουρίκης είχε εκφράσει την άποψη ότι «το περί την Κινστέρναν θέμα» του Παχυμέρη θα έπρεπε να αναζητηθεί στον περίγυρο του κάστρου του Λεύκτρου/Beaufort. Συμφωνώντας με την άποψη του Φουρίκη ο Καλονάρος δήλωσε: «Η Γιστέρνα, ή, ως αναφέρεται υπό των Βυζαντινών το περί Κινστέρναν θέμα... ήτο η περιοχή του Λεύκτρου, αυτή η ιδία ακριβώς, όπου εκτίσθη το ομώνυμον κάστρον Λεύτρον, τουτέστι άνωθεν ολίγον του κυρίως Ζυγού. Η περιοχή Γιστέρνας περιελάμβανεν πιθανώς και την άλλην Β. Λακωνικήν, δηλαδή την περιοχήν Σταυροπηγίου ή Ζαρνάτας εκτεινομένη κατά μήκος της ακτής μέχρι του Αλμυρού των Καλαμών... Πάντως έκειτο εις το Β. Τμήμα της Λακωνικής». Με την άποψη του Καλονάρου συμφωνούν οι Κουγέας και Βαγιακάκος.

Ειδικότερα όμως ο πρώτος κάνει την επισήμανση ότι το Λεύκτρο βρίσκεται χαμηλότερα και όχι ψηλότερα από τον Ζυγό του Ταϋγέτου. Από την άλλη πλευρά οι Διονύσιος Ζακυθηνός, Ανάργυρος Κουτσιλιέρης και Στήβεν Ράνσιμαν δείχνουν μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα ως προς την ταύτιση της Κινστέρνας/Γιστέρνας με το κάστρο του Λεύκτρου, αν και σε γενικές γραμμές συμφωνούν στην τοποθέτησή της στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Μάνης. Την ταύτιση όμως της Κινστέρνας με την περιοχή του Λεύκτρου πρότεινε και πάλι ο Antoine Bon, ισχυριζόμενος ότι εντόπισε τα ερείπια του κάστρου του Λεύκτρου στη θέση Σκάλα Στούπας, κοντά στην Καρδαμύλη, και ότι στο εσωτερικό τους διέκρινε «τα ερείπια... μιας κιστέρνας [δηλαδή δεξαμενής συλλογής του νερού]».

Το ζήτημα του γεωγραφικού προσδιορισμού της Κινστέρνας διασαφηνίζεται περισσότερο εάν ληφθούν υπόψη ορισμένα στοιχεία σχετικά με την οικογένεια Σπανή ή Σπανού, κάποια μέλη της οποίας είναι γνωστό ότι έδρασαν στη βορειοδυτική Μάνη κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα. Το 1278 αναφέρεται κάποιος Σπανής ως κυβερνήτης της Κινστέρνας, ο οποίος φαίνεται ότι συμμετέσχε στην κατάληψη του φρουρίου του Αγίου Γεωργίου Σκορτών από τον πρίγκιπα της Αχαΐας Φλωρέντιο του Αϊνώ.

Τον 14ο αιώνα ένα άλλο μέλος, ο Κωνσταντίνος Σπανής, είναι γνωστό ότι κατείχε το αξίωμα του τζαούσιου των Μηλιγγών, ότι ανακαίνισε την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Καμπινάρι Πλάτσας (1338), ενώ είναι πιθανότατα ο ίδιος για τον οποίο αναφέρεται σε ένα τουρκικό έπος ότι προσπάθησε να εμποδίσει ανεπιτυχώς μια πειρατική επιδρομή Τουρκομάνων πειρατών στη βορειοδυτική Μάνη (1335). Αυτός φαίνεται εξάλλου ότι ήταν ο «Zassi», κύριος της Κινστέρνας, για τον οποίο αναφέρεται σε βενετικά έγγραφα ότι το 1334 επιτέθηκε από κοινού με μέλη της οικογένειας των Μελισσηνών στις βενετικές κτήσεις της Μεθώνης και της Κορώνης.

Η περιοχή λοιπόν της Κινστέρνας πράγματι βρισκόταν στη βορειοδυτική Μάνη. Αποτελούσε όμως θέμα; Νεώτεροι ξένοι ερευνητές, όπως οι Marc C. Bartusis και Michael Angold έχουν επισημάνει στα έργα τους το στοιχείο που αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι δηλαδή για παραδοσιακούς λόγους οι διοικητικές ενότητες της ύστερης Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επικεφαλής των οποίων βρίσκονταν αξιωματούχοι που έφεραν τον τίτλο του δούκα, εξακολουθούσαν να αποκαλούνται θέματα, αν και η δομή και η έκτασή τους ήταν πολύ διαφορετικές από εκείνες των παλαιότερων θεμάτων. Εάν όμως η Κινστέρνα αποτελούσε πράγματι θέμα, γιατί οι διοικητές της, π.χ. ο Κωνσταντίνος Σπανής, μνημονεύονται με τον τίτλο του τζαούσιου και όχι του δούκα;

Η απάντηση πρέπει κατά τη γνώμη μας να συνδυαστεί με μια εύστοχη παρατήρηση του Π. Κατσαφάδου. Ο τελευταίος θεωρεί ότι η νοοτροπία των σλαβικής καταγωγής Μηλιγγών της βορειοδυτικής Μάνης κατά την περίοδο των αγώνων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας για την ανακατάκτηση της Πελοποννήσου (13ος-15ος αιώνες) χαρακτηριζόταν από ένα μισθοφορικό πνεύμα προσφοράς των υπηρεσιών τους είτε στους Λατίνους του πριγκιπάτου της Αχαΐας είτε στους Βυζαντινούς του δεσποτάτου του Μυστρά, ανάλογα με το μέγεθος των ανταλλαγμάτων που τους δίνονταν. Η επαμφοτερίζουσα στάση τους διευκολυνόταν από την επίκαιρη θέση της περιοχής τους στα όρια της κυριαρχίας των δύο κρατών. Μια σοβαρή ένδειξη της στάσης των Μηλιγγών αποτελεί η μνεία παραχώρησης φεουδαρχικών δικαιωμάτων στην Τσίμοβα (Αρεόπολη) και στο Διρό (δηλαδή στα νοτιότερα όρια της περιοχής τους) στο Νικολό Ατσιαγιόλι, μεγάλο στρατοπεδάρχη του πριγκιπάτου της Αχαϊας.

Η παραχώρηση αυτή μνημονεύεται σε ένα λατινικό έγγραφο του πριγκιπάτου της Αχαϊας από τον 14ο αιώνα, σε περίοδο δηλαδή κατά την οποία είναι γνωστό ότι οι Λατίνοι είχαν αποσυρθεί από τη Μάνη. Με βάση αυτό το έγγραφο γίνεται σαφές ότι η βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή των Μηλιγγών είχε περισσότερο ονομαστικό και λιγότερο πραγματικό χαρακτήρα, και ότι συνεπώς δεν μπορούσε να αποτελεί θέμα υπό τη διακυβέρνηση ενός δούκα. Σ΄ αυτό το συμπέρασμα οδηγεί εξάλλου και η μνεία των μελών της οικογένειας Σπανή, που κατείχαν ηγετική θέση μεταξύ των Μηλιγγών, με τον κατώτερο στρατιωτικό τίτλο του τζαούσιου. Τότε όμως πως ερμηνεύεται η αναφορά του Παχυμέρη σε «θέμα Κινστέρνας»; Πρόκειται μάλλον για αρχαϊσμό. Στην πραγματικότητα ο Παχυμέρης αναφέρεται στο «δρόγγο των Μηλιγγών».

Ο όρος στην προκειμένη περίπτωση δηλώνει την περιοχή κατοικίας των Μηλιγγών, παλαιότερα όμως η έννοια «δρόγγος» δήλωνε μια υποδιαίρεση του στρατού ενός θέματος, γεγονός που κατά τη γνώμη μας ερμηνεύει τη σύγχυση του Παχυμέρη. Τελικά βέβαια όχι μόνο δεν υιοθετήθηκε ευρύτερα η απόπειρα διοικητικής «μετονομασίας» της περιοχής των Μηλιγγών (από δρόγγο σε θέμα) από τον Παχυμέρη, αλλά εξαφανίστηκε και η ίδια η ονομασία Κινστέρνα, η οποία φαίνεται ότι υποσκελίστηκε από το όνομα του Λεύκτρου.

 ΟΥΣΙΩΔΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Γεώργιος Παχυμέρης, Relations historiques, τ. Α΄, Παρίσι 1984 (στη σειρά Corpus Fontium Historiae Byzantinae).
-Το Χρονικόν του Μορέως (επιμέλεια Π. Καλονάρος), Αθήνα 1940 (ανατύπωση: εκδόσεις Εκάτη)
-The Chronicle of Morea (επιμέλεια J. Schmitt), Λονδίνο 1904 (ανατύπωση: Νέα Υόρκη 1979)
-Λεξικόν της Βυζαντινής Πελοποννήσου (επιμέλεια Ν. Νικολούδης), Αθήνα 1998 (λήμματα: «Κινστέρνα», «Σπανής Κωνσταντίνος» κ.ά.)
-Δ.Α. Ζακυθηνός, Le despotat grec de Morée, τ. Α΄, Παρίσι 1932
-Π. Κατσαφάδος, Τα κάστρα της Μαϊνης, Αθήνα 1992
-Σ. Κουγέας, Περί των Μελιγκών του Ταϋγέτου εξ αφορμής ανεκδότου βυζαντινής επιγραφής εκ Λακωνίας, Αθήνα 1950 (υπ΄ αριθ. 15/3 στη σειρά Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών)
-Ου. Μίλλερ, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Αθήνα 1960
-Π. Φουρίκης, «Παρατηρήσεις εις τα τοπωνύμια των Χρονικών του Μορέως», Αθηνά 40 (1928).
-M. C. Bartusis, The late Byzantine Army. Arms and Society, 1204-1453, Φιλαδέλφεια 1992
-Α. Bon, La Morée franque, τ. Α΄, Παρίσι 1969


 Γράμμα στο Καπετάν Ζαχαριά ] Η Κίβδηλη νίκη του Σπύρου Λούη ] Οικοτουρισμός στη Μαραθέα ] ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ ] Γυναίκες της Λακωνίας (Α') ] ΛΥΓΕΡΕΑΣ ] Ονόματα Ολυμπιονικών σε Στάδια της Λακωνίας ] Ομογένεια ] Πρόδρομος Εμφιετζόγλου ] Γυναίκες της Λακωνίας (Β) ] [ Η μυστηριώδης Κινστέρνα στη Μάνη ] PANLACONIAN ] Επιστροφή στις ρίζες μας ] Στα Χνάρια του Καπετάν Ζαχαριά ] ΟΙ ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ ] ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ ] Αιχμάλωτες του Ιμπραήμ ] Πομάκοι και Πομακοχώρια ]