Από το βιβλίο του
Μιχάλη Γρηγ. Μπατσινίλα «ΟΙ ΜΕΔΙΚΟΙ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΑΣ ΓΙΑΤΡΙΑΝΟΙ ΤΟΥ ΟΙΤΥΛΟΥ ΜΑΝΗΣ ΚΑΙ Η
ΜΕΓΑΛΗ ΓΙΟΡΤΗ». Αθήνα 1999.
Η οικογένεια των
Μεδίκων-Γιατριάνων στο Οίτυλο, ευθύς εξ
αρχής στυλώθηκε με την γέννηση του Πέτρου ή
Πιέρρου Μέδικου-Γιατριάνου του νεώτερου
και με την εκτεταμένη δραστηριότητα της
μάνας του Ανθής, που αν και ήταν γυναίκα και
ευρισκόμενη σε χώρα που κυριαρχούσε το
ισχυρό φύλλο έδειξε εξυπνάδα και καρτερία
απαράμιλλη.
Πέτυχε με την
υπεραυξημένη ευφυΐα της, με τον γιο της, που
είχε και την κληρονομική ηγεμονία της Μάνης,
από την γυναίκα του, μαζί και με την γέννηση
των ντουφεκιών-εγγονών της, να επιβληθεί η
οικογένεια των Μεδίκων-Γιατριάνων ως
αρχόντων με δύναμη και προβολή.
Η νέα αυτή οικογένεια
των Μεδίκων-Γιατριάνων έδειξε αγάπη για την
πατρίδα, σεβασμό στη θρησκεία και
απαράμιλλη πίστη στην οικογενειακή συνοχή.
Οι δυνάμεις αυτές μαζί με την εργασία και
την μαχητικότητα στήριξαν και προστάτεψαν
τις περιουσίες τους. Η έδρα των οικοδομικών
συγκροτημάτων τους σπίτια και πυργόσπιτα
ήταν και είναι «ο Κάτου Μαχαλάς» του
Οιτύλου.
Καλλιέργησαν με
πάθος τις απότομες κατωφέρειες, του Οιτύλου
και του ομώνυμο Κάμπο, ακόμη δημιούργησαν
κηπευτικές εκτάσεις, τα μποστάνια, όπου
φύτευαν και έσπερναν λαχανικά, που τα
πότιζαν με τις πηγές και τα πηγάδια.
Εκμεταλλεύτηκαν το νερό και έβαλαν ακόμη
και οπωροφόρα δέντρα.
Όμως πολύ γρήγορα
παρατήρησαν, ότι έπρεπε δικοί τους άνθρωποι
να κατασκευάσουνε σπίτια κοντά στα κτήματα
και στα μποστάνια για να τα περιφρουρούν
από ληστρικές επιθέσεις. Τέτοιες ανάγκες
οδήγησαν ακόμη και στον τελευταίο αιώνα να
φτιάξουν σπίτια στο Μεσιακό οι οικογένειες
Πιερρακέας και Ανδρώνης. Στην Φαβατού ο
Δημητρακουλάκος, στην Ασπέλιοβα οι
Παπαδέοι και στο Σιριένι ο Ζαρουλέας, ακόμη
και σε σπηλιάκια.
Έτσι και τα παλιά
χρόνια έγινε ο συνοικισμός του Καραβοστάσι
στο επίνειο του Βοιτύλου. Οι οικογένειες
που τον κατοικούν σήμερα είναι οι εξής:
Αποστολάκος,
Γιανναρέας, Δημητρακουλάκος, Πετράκος και
Σωτηράκος. Όλες αυτές κατάγονται από τον
Ιωάννη ή Ραζέλο Μέδικο-Γιατριάνο. Στο
λιμενοβραχίονα είναι και το σπίτι του
Παύλακα Ραζέλου που το’ χει σήμερα
Αποστολάκος. Πέρα απ’ τα Λιβέρια και τις
Φουσιάλες έχει χτίσει τον τελευταίο αιώνα
ένα σπιτάκι και ο Σκοκέας απ’ τους
τελευταίους ξένους που ήρθαν τότε στο
Οίτυλο, η προγιαγιά μου Ληγορού έλεγε ότι ο
Σκόκος ήρθε από την Χίο. Όλοι οι
Καραβοστασιώτες ασχολούνται και με την
θάλασσα.
Η Τσίπα ή Νέο Οίτυλο
αρχικά ήταν ολόκληρη στα χέρια των Μεδίκων-Γιατριάνων,
όμως τον τελευταίο αιώνα ήκμασε σαν
εμπορικό κέντρο και κατοικήθηκε από
οικογένειες που ήρθαν από διάφορα μέρη.
Όμως ακόμη και σήμερα είναι έντονη η
παρουσία Μεδίκων-Γιατριάνων κυρίως από
τους αδελφούς Μιχελή και Ραζέλο
καταγόμενους όπως: Δεκούλος,
Ραζέλος, Παναγιωταρέας και Γιανναρέας.
Και οι Τσιπιώτες
ασχολούνται με το ψάρεμα αφού τα σπίτια
τους όπως και των Καραβοστασιωτών
βρέχονταν σχεδόν από την θάλασσα και
υψώνονται ακοίμητοι φρουροί του κόλπου του
Βοιτύλου μαζί με το Λιμένι πιο κει με τους
απογόνους του Μαυρομιχάλη γαμπρού των
Μεδίκων-Γιατριάνων του Οιτύλου.
Στα Δυτικά που είναι
τα σύνορα του Οιτύλου με την Μεσσηνιακή
Μάνη, είναι η Χοτάσια ένας αρκετά μεγάλος
οικισμός Μεδίκων-Γιατριάνων και των
φερμένων Πατουχέων, που ο πρώτος τους
πρόγονος ήταν γαμπρός των Γατέων, και έχουν
τα σπίτια τους στο κάτω μέρος της Χοτάσιας.
Οι Μέδικοι-Γιατριάνοι που κατοικούν σήμερα
στην Χοτάσια είναι: Βοϊδάκος,
Γατέας, Λυμπερέας παλιότερα λέγονταν
Σταθέας, και Μπατσινίλας.
Στη Χοτάσια
κατοικούσε και η οικογένεια Ράϊκος, ο
πύργος τους σώζεται μισογκρεμισμένος στην
Παντάνασσα ή μοναστήρι των Ραϊκιάνων.
Εντυπωσιακός υψώνεται στην τοποθεσία
Κοτρώνι της Χοτάσιας, ο πύργος του Μπαρέλου,
ερείπιο σήμερα με δύο ορόφους καμάρες,
παλαιότερα είχε και τρίτο, ίσως και τέταρτο,
που τον γκρέμισε ο Φέδερης επί Μπαβαρών, ο
τρίτος μετά απ’ αυτά τον σκέπαζαν με
κεραμίδια.
Βορειότερα στον
κεντρικό δρόμο είναι τα Σαξιωνιάνικα που
κατοικεί η ομώνυμη οικογένεια. Το χωριό
Χοτάσια είναι κτισμένο σε υψόμετρο εκατό
πενήντα μέτρων (150 μ.) περίπου από την
επιφάνεια της θάλασσας. Βόρεια της Χοτάσιας
υπάρχει και η μόνη ομαλή έξοδος του χωριού,
από εκεί περνάει και η κεντρική αρτηρία
Καλαμάτας–Οιτύλου–Αρεόπολης. Τελευταία
πριν 20 χρόνια κατασκεύασαν με σχεδόν
ατομικά τους έξοδα τον δρόμο οι Χοτασιώτες
και πριν 5 χρόνια τον πήγαν στο Καταφύγγι
κάτω στην θάλασσα με πολύ λίγη υποστήριξη
από το δημόσιο.
Βορινά στα βουνά
μεταξύ Άγιου Νίκωνα και Τρισκονού,
βρίσκεται το διάσελο, που είναι η μάστιγα
του χωριού, γιατί είναι η πόρτα των βόρειων
ανέμων, που είναι πολύ ισχυροί και πάρα πολύ
καταστρεπτικοί για τις ελιές και τα
δημητριακά, που έσπειραν παλιότερα, ακόμη
και για τις σκεπές των σπιτιών.
Χαρακτηριστικά θ’
αναφέρω μία κουβέντα που έλεγαν οι
παλιότεροι Χοτασιώτες, και είναι γεμάτη
απελπισία για τον καταστροφέα βοριά: “Ας
πάρουμε μια βελέντζα και ας πάμε να
βουλώσουμε την τρούπα του βοριά”.
Νότια του Χωριού
βρίσκονται απότομες κατηφοριές και γκρεμοί,
εκεί είναι τα Πατουχιάνικα (Πάνου και Κάτου),
οι γκρεμοί καταλήγουν σε πετρώδεις και
ανώμαλες ακτές. Εκεί κάτω στην θάλασσα
κοντά στο Καταφύγγι, υπάρχουν μεγάλα και
μικρά λεκάνια -φυσικές αλυκές στους βράχους-
ιδιόκτητες σ’ όλους σχεδόν τους
Βοιτυλιώτες, που έπαιρναν από εκεί το αλάτι
τους. Ο τόπος ο πετρώδης και η βαθιά θάλασσα
δίνουν άγρια όψη στο τοπίο και ιδιαίτερα
τον χειμώνα με τις θαλασσοφουρτούνες.
Δυτικά στην άκρη του
χωριού, κατεβαίνει ένα λαγκάδι, που γίνεται
χείμαρρος ορμητικός τον Χειμώνα, όταν
βρέχει ασταμάτητα. Αυτός είναι και το όριο
μεταξύ των νομών Λακωνίας και Μεσσηνίας, αν
και τα όρια της Χοτάσιας φτάνουνε μέχρι τον
Κόκκινο Γκρεμό, πέρα απ’ το λαγκάδι και
παραλιακά, μέχρι το Κουτηφαριάνικο
Καταφύγγι.
Ανατολικά της
Χοτάσιας, απλώνεται μία σχετικά ομαλή
έκταση, όπου υπήρχε παλαιότερα βατός δρόμος,
για τον μικρότερο οικισμό της Αρφίγγειας,
τώρα πριν 5-6 χρόνια έγινε διάνοιξη και
αμαξωτός δρόμος.
Η Αρφίγγεια με το
ακατοίκητο επίνειό της το πόρτο-Πλήσινα
κατοικείται αποκλειστικά μέχρι σήμερα από
Μέδικους-Γιατριάνους, τους: Καράμπελας,
Ρουμπέας, Στρατηγαρέας.
Δυτικά της
Αρφίγγειας, από εκεί που έρχεται και ο
αυτοκινητόδρομος, υπάρχουν περιβόλια με
ελιές. Βορειοδυτικά της περιοχής, βρίσκεται
απότομος και ψηλός γκρεμός, που κόβει
απότομα το οροπέδιο της Γαρδενίτσας, που
εκτείνεται μεταξύ Χοτάσιας και Αρφίγγειας.
Ανατολικά του
οικισμού, περνάει χείμαρρος σε μια απότομη
χαράδρα, ακόμη πιο ανατολικά, απλώνονται
εκτάσεις, που χρησιμεύουν για βοσκή
γιδοπροβάτων και βοδιών. Βόρεια, βρίσκεται
η ίδια κεντρική αρτηρία Καλαμάτας-Οιτύλου-Αρεόπολης,
με την οποία συνδέεται η Αρφίγγεια, με ένα
μικρό και σχεδόν βατό μονοπάτι. Βορειότερα
στους πρόποδες του βουνού, βρίσκεται το
Ελαιοχώρι ή Νουμπρεβίτσα.
Νότια της Αρφίγγειας,
βρίσκονται γκρεμά με δύο μόνο διόδους (περάσματα),
που οδηγούν στην παράλια περιοχή της
Πλήσινας, εκεί παλιότερα έσπερναν
δημητριακά και φύτευαν λαχανικά, σε
ορισμένα σημεία, που υπάρχουν κάνα-δυo
πηγάδια. Ο παράκτιος διαμελισμός είναι
απότομος και όλο βράχια η θάλασσα βαθιά και
μία μεγάλη ξέρα (ύφαλος) του Μεζουλά η
Πλάτζα, που την χρησιμοποιούσαν να ρίχνουν
τα καράβια στα χρόνια της πειρατείας.
Χαρακτηριστικό της
περιοχής των δύο χωριών Χοτάσιας και
Αρφίγγειας, είναι η ύπαρξη πολλών σπηλαίων,
ιδιαίτερα στους παραθαλάσσιους γκρεμούς.
Δυο απ’ αυτά στην Χοτάσια ήσαν παλιά
εκκλησίες, λένε επί Άγιου Νίκωνα, ο
Ταξιάρχης και η Παναγία. Άλλα όπως η
Κολομίνιτσα, στην Πλήσινα, έχουν ιαματικό
νερό. Πολλά απ’ αυτά παρουσιάζουν
σπηλαιολογικό ενδιαφέρον, άλλα είναι
γαντζωμένα ψηλά στους γκρεμούς και
χτισμένα με ξερολιθιά, αλλά αδύνατον να τα
φτάσει κανείς.
Είναι πειρατικά
κατάλοιπα ή ακροπόλεις των αμυνομένων. Αυτό
φαίνεται ξεκάθαρα στο μεγάλο και δαιδαλώδη
σπήλαιο, «το Κουτηφαριάνικο Καταφύγγι»,
παραλιακά προς την Τραχήλα, που είναι
διώροφο, στον δεύτερο όροφο, έχει λεκάνια,
για βραστό λάδι ή νερό, που έριχναν στους
πολιορκητές, στην είσοδο του σπηλαίου είναι
χτισμένο φρούριο και λένε ότι υπήρχε
εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Εκεί
βρίσκανε καταφύγιο οι κάτοικοι των γύρω
χωριών στις επιθέσεις πειρατών και Τούρκων.
Κάποτε λεει η
παράδοση, πέρναγε ένα Τούρκικο πλοίο
φορτωμένο με σκλάβους, Έλληνες Χριστιανούς
και ακούστηκε κλάμα μωρού από το
Κουτηφαριάνικο.
Τότε μια Ελληνίδα,
σκλάβα από το καράβι, λεει τραγουδιστά, για
να μη την καταλάβουν οι Τούρκοι:
«Σκάσε σκλάβα το
παιδί σου, να σωθείς εσύ και
η φυλή σου».
Όμως οι Τούρκοι
ρίξανε μια κανονιά και πέτυχαν κατακούτελα
την εικόνα της Παναγιάς που ήταν
Αγιογραφημένη πάνω δεξιά στην είσοδο του
σπηλαίου. Τότε αμέσως το πλοίο βούλιαξε και
από τότε οι ψαράδες το βλέπουν πετρωμένο
στον βυθό της θάλασσας.