ΠΟΙΑ Η
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΘΙΜΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ
Από το βιβλίο του
Μιχάλη Γρηγ. Μπατσινίλα «ΟΙ ΜΕΔΙΚΟΙ ΤΗΣ
ΕΛΛΑΔΑΣ ΓΙΑΤΡΙΑΝΟΙ ΤΟΥ ΟΙΤΥΛΟΥ ΜΑΝΗΣ ΚΑΙ Η
ΜΕΓΑΛΗ ΓΙΟΡΤΗ». Αθήνα 1999.
Η Μεγάλη Γιορτή και
το Μυστικό κάθε Χριστούγεννα των Μεδίκων-Γιατριάνων
στο Βοίτυλο της Μάνης, είναι η καρδιά της
μεγάλης ιστορικής οικογένειας, που για πάνω
από πέντε αιώνες τα μέλη της τελούν με πίστη
και μυσταγωγία, αναφερόμενοι στους
γενάρχες τους Πέτρο και Ανθή Μέδικου-Ιατρού.
Πολλοί διερωτήθηκαν,
από πού τάχα να προέρχεται αυτό το
πρωτότυπο και μοναδικό ίσως παγκοσμίως
μυστηριακό έθιμο.
Ο πρώτος που
αποφάνθηκε ήταν ο Γ. Γιαννακάκος-Ραζέλος1
και αναφέρει «…Λέγεται
δε ότι το μυστικόν τούτο είναι συνέχεια του
οικογενειακού μυστικού των εν Φλωρεντία
Μεδίκων, οίτινες είχαν τοιούτον
οικογενειακόν μυστικόν, παρά των οποίων
παρέλαβεν τούτο ο Πέτρος Μέδικος και
εκείθεν μετέφερεν αυτό εις το Οίτυλον…».
Όμως αν
παρατηρήσουμε προσεκτικά το όλο
τελετουργικό της Μεγάλης Γιορτής, το
συμπέρασμα που βγαίνει είναι, ότι
αποκλείεται να είναι Ιταλοφερμένο το έθιμο
και έχει τις ρίζες του στο “Δωδεκαήμερο”2
την Μεγάλη Εορτή, που γιόρταζαν με
επισημότητα οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες
κάθε Χριστούγεννα, για δώδεκα ημέρες στην
Κωνσταντινούπολη. Στο Παλάτι μαζεύονταν
όλα τα στρώματα της Βυζαντινής κοινωνίας
της Πόλης, οι Κεφαλές και ο λαός,
συντρώγοντας και συνδιασκεδάζοντας, με
απώτερο σκοπό την αλληλοεπαφή και την ΑΓΑΠΗ.
Στο Βοίτυλο το
έθιμο αυτό, κατά την δική μου εκτίμηση το
έφερε και το επέβαλε ο αυτοκράτορας Μανουήλ
Β΄ Παλαιολόγος το 1415, επειδή οι Βοιτυλιώτες
αλλά και όλοι οι Μανιάτες,
αλληλοσκοτώνονταν μέχρι αδερφός τον αδερφό,
πατέρας τον γιο κ.α., και δεν σέβονταν ούτε
ιερά, όσια και νόμους ούτε υπάκουαν την
κρατική εξουσία. Ακόμη και οι Κεφαλές ή
Τοπάρχες δεν απέδιδαν τους φόρους και
έδειχναν ανυπακοή στον εκπρόσωπο της
Δεσποτείας του Μιστρά που έδρευε τότε στο
Βοίτυλο και έφερε τον τίτλο «Διοικητής
Οιτύλου και Μεθώνης»3
και ήταν ο Ιωάννης Παλαιολόγος το 1447, όπως
μας μαρτυρεί ο Κυριάκος ο Αγκωνίτης4
συγγενής του τελευταίου Βυζαντινού
αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Το 1415 που ήρθε στο
Βοίτυλο ο αυτοκράτορας Μανουήλ, εφάρμοσε
αυτοπροσώπως δύο νόμους του, της «λύσις των
φρουρίων» και της «λύσις του έθιμου του
μασχαλισμού» που έχω ήδη αναλύσει σε
προηγούμενο κεφάλαιο. Όμως ο απώτερος
σκοπός του ήτανε να εξασφαλίσει τα νώτα του
γιου του, που τον έχρισε Δεσπότη στον Μιστρά
και ήθελε να βάλει Κεφαλές στις Τοπαρχίες
που θα τον σέβονταν και θα απέδιδαν τους
φόρους, γι’ αυτό όσοι Τοπάρχες αντέδρασαν,
τους πήρε οικογενειακώς ειρηνικά μαζί του
στην Κωνσταντινούπολη.
Φεύγοντας άφησε την
Μάνη χωρίς κάστρα, καστρία και
καστρόπυργους και διόρισε Κεφαλές-Τοπάρχες,
που τα ονόματα τους ταυτίστηκαν με τα όρια
της Τοπαρχίας τους, όπως Μαλεύρης, Φωκάς,
Τρυγονάς και στο Νικλιάνικο, ο Κοντόσταυλος.
Η τοπαρχία της Κολοκυθιάς διατήρησε το
παλιό όνομά της που προέρχεται από το
ομώνυμο καστρί (Κολοκύθι) στα Λουκάδικα. Από
την Λαγγάδα μέχρι την Αγ. Σιών ήταν η χώρα
των Σπανέων-Ισπαναίων, ή χώρα του Σπανή, και
μαζί με την Κεντρική Διοίκηση της Μάνης το
Βοίτυλο, ήσαν επτά (7) διοικητικές
περιφέρειες.
Οι Κεφαλές των έξι
τοπαρχιών μαζί με την Αρχή του Οιτύλου τον
Διοικητή «Οιτύλου και Μεθώνης», μαζεύονταν
κάθε Χριστούγεννα στο Παλάτι του Βοιτύλου
και πήγαιναν εν πομπή μαζί με τον λαό και
την ηγεσία του κλήρου στον Σωτήρα, εκεί
προσέρχονταν και οι καλόγεροι των
παρακείμενων μονών και σπιτιών της
μοναστικής συνοικίας, από την Κάτου Χώρα-Μοναστηράκια.
Τελούσαν έτσι πανηγυρικά την θεία
λειτουργία της Γέννησης και στην συνέχεια
όλοι μαζί ανέβαιναν στο Παλάτι και εκεί
συνέτρωγαν και συνδιασκέδαζαν. Το
σπουδαιότερο όμως όλης αυτής της Μεγάλης
Γιορτής, ήτανε ο ασπασμός της Αγάπης, που
γινότανε ξεχωριστά με τις γυναίκες και
ξεχωριστά με τους άντρες.
Όταν αργότερα μετά
την πτώση του Μιστρά (1460) και το φευγιό των
Παλαιολόγων η εξουσία της Μάνης πέρασε
στους κληρονόμους των Παλαιολόγων του
Οιτύλου -εξ αγχιστείας- Ιατρούς ή Μέδικους,
η Μεγάλη Γιορτή συρρικνώθηκε, γιατί οι
Νικλιάνοι και Κοντόσταυλοι διαφώνησαν και
ήθελαν αυτοί την πρωτοκαθεδρία στην Μάνη ,
γι’ αυτό και ήθελαν την μονομαχία και
εξόντωση των Γιατραίων (Γιατριάνων-Μεδίκων)
στην γένεση της οικογένειας και αφού δεν το
κατόρθωσαν στο τέλος έκαναν δική τους
Μεγάλη Γιορτή.
Τον ίδιο δρόμο
ακολούθησαν και οι νεοφερμένοι
Στεφανόπουλοι-Κομνηνοί στο Βοίτυλο, που η
οξεία αντιπολιτευτική τους διάθεση, ο
πόλεμος και η αμφισβήτηση προς στους
Μέδικους-Γιατριάνους φαίνεται ξεκάθαρα από
ιστορικά ντοκουμέντα, αλλά επί του
προκειμένου έχουμε βάσιμη ιστορική
μαρτυρία, ότι τελούσαν Μεγάλη Γιορτή το
Πάσχα, με τελετουργικό του αλληλοασπασμού
των ανδρών και παλιότερα -λέγεται- όπως λέει
ο Φαρδύς γινότανε με συμμετοχή ξεχωριστά
των γυναικών, αυτό το έθιμο το μετέφεραν
στην Κορσική και το κατέγραψε ο Ν.Β. Φαρδύς5.
Επίσης μια τέτοια
τελετουργία διέσωσα από πληροφορίες της
Γιωργούλας Σαξιώνη να λέει ότι πολύ παλιά,
που ήταν δύο ενορίες στο Οίτυλο Κάτου
Μαχαλά στον Ταξιάρχη με την πλειοψηφία των
Μεδίκων-Γιατριάνων και Πάνου Μαχαλά στην
Παναγία με την πλειοψηφία Στεφανόπουλων-Κομνηνών,
γινότανε αλληλοασπασμός ξεχωριστά όλων των
γυναικών και ξεχωριστά όλων των ανδρών το
Πάσχα στην Παναγία.
Μέσα σ’ αυτές τις
αντιξοότητες και αντιπαλότητες όλων των
ηγετικών οικογενειών της Μάνης, οι
Γιατριάνοι-Μέδικοι διατήρησαν την Μεγάλη
Γιορτή μέσα από τους αιώνες και έγινε
εντελώς οικογενειακή, με όλη την Βυζαντινή
μεγαλοπρέπεια και με συνεχή αναφορά στον
Παππούλη τους Πέτρο ή Πιέρρο και στην
Κυρούλα τους Ανθή.
Στεριώθηκε γερά κάτω
από την καθοδήγηση των Γεναρχών, αλλά στην
συνέχεια και από μέλη ένθερμα στην ιδέα της
Αγάπης και αλληλοεπαφής των καταγόμενων
από την οικογένεια.
Παραπομπές
1. Γεωργ.
Α. Γιαννακάκου-Ραζέλου. «Οι αγώνες της Μάνης
δια των Ελευθερίαν 1453-1821». Αθήναι 1948, σελ. 66.
2. Μεγ.
Ελλ. Εγκ., τόμ, Ζ΄, σελ. 884-885.
3. Με τον
τίτλο «Οιτύλου» εννοούσαν το κάστρο του
Οιτύλου, πρώην Μάϊνας ή Μαϊνης, που στον
έλεγχό του ήτανε όλη η Μάνη. Με τον τίτλο «Μεθώνης»,
εννοούσαν το κάστρο της Μεθώνης και την
γύρω του Μεσσηνιακή έκταση, μία εξουσία που
χάθηκε το 1252, όταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός,
παρέδωσε αμαχητί στον Φράγκο Γουλιέλμο
Βιλλαρδουίνο το κάστρο της Μεθώνης και την
επικυριαρχία του στην Μεσσηνία. Οι
Βυζαντινοί καθώς φαίνεται ποτέ δεν
αποδέχτηκαν πλήρως το χάσιμο της Μεθώνης
και ήλπιζαν ότι ίσως με την διάσωση του
τίτλου και μόνο θα έφερνε το πολυπόθητο
σκοπό, κάτι που ακούγεται και σήμερα ακόμη
για την Πόλη και τις χαμένες Πατρίδες «Πάλι
με χρόνια και καιρούς πάλι δικά μας θα ’ναι.».
4. Σ. Π.
Λάμπρου, «Κυριακός ο Αγκωνίτης εν τη
Λακωνική», Νέος Ελληνομνήμων, τόμ. Ε΄, σελ 422.
5. Ν. Β.
Φαρδύς Ύλη και σκαρίφημα ιστορίας της εν
Κορσική Ελληνικής αποικίας Αθήναι 1888 σελ.
100-102. Το περιγράφει ως εξής:
«…Εις το τέλος δε της
Ακολουθίας ο ιερεύς λαβών το Ευαγγέλιον,
ίστατο εν τω μέσω της εκκλησίας ή εν άλλω
τινί καταλλήλω τόπω. Ερχόμενοι δε κατά
σειράν οι χριστιανοί, ησπάζοντο το
Ευαγγέλιον και την δεξιάν του ιερέως, ο δε
ιερεύς ησπάζετο αυτούς εις το μέτωπον. Ούτω
δε ο μεν πρώτος ασπασθείς το Ευαγγέλιον,
ίστατο πλησίον του ιερέως, ο δε δεύτερος
ασπασθείς το Ευαγγέλιον, περιεπτύσσετο
κατόπιν και ησπάζετο τον παρά τω ιερεί
ιστάμενον και ελάμβανε θέσιν παρ’ αυτώ,
τούτ’ αυτό εποίει και ο τρίτος, λαμβάνων
θέσιν παρά τω δευτέρω και ούτω καθεξής. Ούτω
δε, την ημέραν εκείνην, ευρίσκετο όλον το
χωρίον παρατεταγμένον εν στρατιωτική
παρατάξει, έχον επί κεφαλής τον ιερέα του.
Οι ασπασμοί αυτοί βεβαίως εγίνοντο δια του
Χριστός ανέστη - Αληθώς ανέστη. Την ημέραν
δε ταύτην έπρεπε να λησμονηθούν το μεταξύ
των εχθρών μίση. Ετέραν σειράν τοιαύτην και
δια του αυτού τρόπου λέγεται ότι απετέλουν
και αι γυναίκες εκ του ετέρου μέρους…».
|