Ο
Δημαρόγγονας
Πολύ συχνά
ακούγεται ακόμα στη Μάνη το μοιρολόι
του Λία του Δημαρόγγονα, που έχει έτσι:
Μία Δευτέρ'
αποταχιά
σηκώθη ο Δημαρόγγονας1
χι
εϊδιάηκε στον Καρβουνά2
για να
θερίζει γέννημα,
μόν' ήτανε η γιαρχή
μπροστά
κ' η εξουσία του μιλά:
- Ζ' έπχιασα, Δημαρόγγονα,
στον τόπο να
παραδοθείς.
Κ' εκείνος ο
βρεκόλακας3
τουςε μιλά
από μακρά:
- Να μη ζυγώσετε κοντά,
γιατί 'στε λίγοι
και λωβοί,
απόσπασμα θέου να 'ρθει
ο Λίας να παραδοθεί.
Ο Μήτσος που 'τα
εθελοντής,
και ήθε να
προϊβαστεί,
έτρεξε για να πάει
κοντά
και ναν του πάρει τ' άρματα.
Τότες ο Δ
ημαρόγγονας
εμπαστουνώθηκε καλά,
βούιξ' ο έρημο του
γκρας.
- Πάρε τα, Μήτσο, τα
χρυσά
και τα γαλούνια τα διπλά.
Του 'ρίξασι μνιά
μπαταιριά,
πάει κι ο
Δημαρόγγονας.
Γιόμισ' ο τρόχαλος
μνυαλά
και το λαγκάδι άντερα.
Τον σκοτωμένον από
τους χωροφυλακές Δημαρόγγονα
μοιρολογάει η γυναίκα του με αυτό το
μοιρολόι:
Ε Λία Δημαρόγγονα,
με το μεγάλο ζ'
όνομα
και Μήτσο χωροφύλακα,
τ' είχατε και
μεράζατε,
όπου δεν
εμονοιάζατε;
Τον έζουσε από κοντά.
- Στάσου, βρε Δημαρόγγονα.
- Στον τόπο χωροφύλακα.
Εκείνος δεν τον
αγροικά,
παρά εζύγωσε κοντά.
Του δώνει μία με το
γκρα,
σκοτώθη ο
χωροφύλακας.
Οι γιάλλοι
χωροφύλακες
του ρίχνουσι μια μπαταϊριά,
σκοτώθη ο
Δημαρόγγονας.
Γιόμισ' η άρμακα
μνυαλά
κι οΑϊ Δημήτοης αίματα.
Ε Λία Δημαρόγγονα,
με το μεγάλο τ'
όνομα
μ' έκαμες να ξεμορφωθού
και ξαγορία να γενού4.
Μα ζ' εξεμόοφωσα κ'
εγώ
μία βολά κ' έναν καιρό,
που ήμου δεκοχτώ
χοονού
κ' είχα κεφάλι δίχως νου.
Α βρε
πενταβρεκόλακα,
για δεν
επαραδώνοσου;
Με τον όρο
βρεκόλακα και τον πιο έντονο
πενταβρεκόλακα και στα δύο μοιρολόγια
εκφράζεται η βαθειά αποστροφή της
κοινής γνώμης, αλλά και της ίδιας της
γυναίκας του Δημαρόγγονα, που θεωρεί το
φόνο του χωροφύλακα ανεπίτρεπτη πράξη
του αντρός της.
Έπρεπε να
ξεφύγει από τους χωροφύλακες και, αν
αυτό ήταν αδύνατο, να παραδοθεί, αλλά το
να σκοτώσει άνθρωπο χωρίς να υπάρχει
περίπτωση δικιωμού είναι κάτι το
εντελώς απαράδεκτο. Την έκπληξή της για
τον άδικο φόνο του χωροφύλακα εκφράζει
με τους στίχους:
Ε Λία Δημαρόγγονα
και Μήτσο χωροφύλακα,
τ' είχατε και 'μεράζατε;
οπού δεν
εμονοιάζατε;
Είναι πολύ
χαρακτηριστικό το ότι στα μοιρολόγια
δεν υπάρχει καμιά λέξη εναντίον των
χωροφυλάκων, που την ίδια ώρα σκότωσαν
το Δημαρόγγονα, και τούτο, γιατί αυτόν
θεωρούν μοναδικό αίτιο, επειδή έκανε
άδικο φόνο και έτσι υποχρεώθηκαν οι
χωροφύλακες να τον σκοτώσουν, δείγμα
και τούτο της αποστροφής, που
αισθάνονται για το Μανιάτη, που
σκοτώνει χωρίς να υπάρχει περίπτωση
δικιωμού.
Εντύπωση
προξενεί το γεγονός ότι οι θεωρούμενοι
ως ρέποντες προς τα εγκλήματα και τους
φόνους Μανιάτες, καθώς δείχνουν τα
μοιρολόγια, δεν αισθάνονται καμιά
συμπάθεια για τους φονιάδες αλλά
βαθύτατη αποστροφή.
Φονιάδες
βέβαια δεν θεωρούν αυτούς που
σκοτώνουν για να προστατεύσουν τα
συμφέροντα και το κύρος της πάτριας και
προ παντός για να δικιώσουν σκοτωμένο
μέλος της πάτριας. Στις περιπτώσεις
αυτές ο φόνος θεωρείται πράξη ίδια και
όμοια με το φόνο εθνικού εχθρού στο
πεδίο της μάχης. Στα μοιρολόγια
βρίσκομε χαρακτηριστικές πληροφορίες,
που δείχνουν την αποστροφή του λαού
προς τους φονιάδες, που σκότωσαν για
οποιονδήποτε λόγο που δεν έχει σχέση με
τα συμφέροντα και το κύρος της πάτριας.
Από την
εφημερίδα «Αδούλωτη Μάνη».
1. Λίας
Δημαρόγγονας, από το χωοιό Κούνος,
καταδιωκόμενος για φόνο.
2. Τοπωνύμιο
3. Με
τον ορό «βρεκόλακας» χαρακτηρίζονν τον
κακοποιό, τον αιμοχαρή.
4. Γίνομαι ξαγορία =
βρισκόμενος σε εκνευρισμό προβαίνω σε
εκδηλώσεις που είναι εις βάρος της
υπολήψεώς μου.
|