Το μοιρολόι αυτό το βρίσκομε
σε όλες τις μέχρι τώρα γνωστές συλλογές
και πολλά σχόλια εγράφησαν λόγω της
φύσεως του περιεχομένου του.
Μια σκόλη και μια Κυριακή
και την ημέρα τη Λαμπρή
σηκώθηκα η αμαρτωλή
κ’ έψησα τι τυρόπιττες.
5 Εκείνες εχαλάσανε
και ψίχαλα γενήκανε.
Βάνου το δρόμο στα μπροστά
και πάου στου πατέρα μου.
—Κακό σημάδι σήμερα,
10 χαλάσαν’ οι τυρόπιττες
και ψίχαλα γενήκανε.
—Μωρή, δεν έναι τίποτα,
βάλε κουλούιρα στην ποιδιά
κόκκιν' αυγά στη ζουναιριά.
15 Το δρόμο που επάαινα
απάντεσα τον άντρα μου
μαζί με τον κουνιάδο μου.
Έκατσα τους ερώτησα,
που έν' ο Καλαπόθο μου;
20 Στη στάνη τον αφήκαμε,
ν' αρμέγει να τυροκομά,
να τρώει να καλοπερνά.
Στη στάνη που εζύγωσα,
τον άκουσα και γόγγυξε.
25 Για πες μου, Καλαπόθο μου,
αμποίος έναι ο φονιάς,
να πάρου εγώι (1) το δίκιο ζου;
—Τι να ζου ‘που, μωρή καφή;
Άντρα ζου έναι ο φονιάς
30 μαζί με τον κουνιάδο ζου.
Πάνου μου τον εζάλωσα,
στο δρόμο που επάαινα,
μεσοστρατίς ξεράθηκε.
Σε μια εκκλησιά τον έδαλα,
35 στη Τζίμοβα κατέβηκα,
πήρα δεκάρα σουλιμά,
να φαρμακώσου το φονιά.
Στο σπίτι μου εγύρισα
Κ’ έκατσα κ’ εμαγέρεψα,
40 ρίχνου τον πικροσουλιμά
κι απέει τους εκάλεσα.
Πρώτη μπουκιά πο 'πήρασιι (2),
τα μάιτα εξεστριλώσασι.
Αμή και δεν το ξέρατε
πως έτσα θαν το πάθετε.
Όντες ετέλειωσε η δουλειά,
μίλησα του πατέρα τους.
—Έκαμα ό,τι εκάμασι
και το 'παρα το δίκιο μου.
50 Αμποία κι άλλη χριστιανή
την ίδια μέρα τη Λαμπρή
έχαιρε άντρα κι αδερφό.
Χαλάσανε οι τυρόπιττες και ο
νους της πάει αμέσως στον αδελφό της
Καλαπόθο, γιατί το χάλασμα σημαίνει
κακό για το πιο αγαπημένο πρόσωπο, και
το πιο αγαπημένο είναι ο αδελφός της.
Μαθαίνοντας τους φονιάδες
του αδελφού της, που είναι ο άντρας της
και ο κουνιάδος της, τους φαρμακώνει
και την πράξη της αυτή την κάνει γνωστή
στον πεθερό της.
Την πράξη αυτή ο Πολίτης την
κρίνει μ' αυτά τα λόγια:
«Ούτε φόβος πάλι ούτε έλεος.
Η άγρια τραγωδία, ένα οικογενειακό
όραμα ζοφερό κι απαίσιο έληξε με
απόλυτη ηθική γαλήνη. Ο πεθερός κ' η
νύφη έχουν σκύψει το κεφάλι κάτω από
την ηθική προσταγή, πού κι αν τύχη νάναι
αντίθετη προς τους φυσικούς νόμους -
όπως συμβαίνει σχετικά με τον πρώτο -
παραμένει όμως απόλυτα σεβαστή. Η νύφη
έκαμε ό,τι εκάμασι και ο πεθερός της
αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα»(3).
Σε νεώτερο μελέτημά του
ξαναγυρίζοντας στα μοιρολόγια αυτά ο
Πολίτης γράφει:
«Η γυναίκα εκείνη, που
μαθαίνει τη δολοφονία του αδελφού της
από τον άντρα της κι' απ' τον κουνιάδο
της, καίι παίρνοντας αμέσως το γδικιωμό
της φαρμακώνει τους δυο δολοφόνους,
είναι σαν αφιονισμένη, σαν υπνωτισμένη.
Μιαν ηθική μονάχα ακούει, την ηθική της
φάρας της. Μέσα της δεν ξεσπά άγριος ο
αγώνας του ελεύθερου άνθρωπου, όταν
καλήται να δράση σύμφωνα με τις ηθικές
αρχές πού ή ύπαρξη του ορίζει. Φονιάς
είναι ο άντρα της, θύμα ο αδερφός της. Κι'
όμως πουθενά μες στο τραγούδι δεν
παρουσιάζεται ο παραμικρότερος από
μέρους της δισταγμός. Καμιά μάχη μέσα
της. Καμιά σύγκρουση αισθημάτων(4).
Κανένα ζύγισμα της καταστάσεως. Η
ιδιότης της, ως συζύγου, πού σ' ένα
ελεύθερο άτομο θα είχε ανοίξει
απέραντους ηθικούς κόσμους, απομένει
στο μανιάτικο μοιρολόγι ανέκφραστη.
Μονάχα η αδελφή υπάρχει. Κι' αυτή θα
δράση σύμφωνα με τις ηθικές επιταγές
του γένους της»(5).
Οι απόψεις του Πολίτη,
θεμελιωμένες στις δυο περιπτώσεις που
εξετάζει, δεν είναι πάντοτε σύμφωνες με
τα πράγματα.
Ο Πολίτης δεν επρόσεξε,
νομίζω, όσο έπρεπε, ότι μεταξύ των
ηρωίδων υπάρχει μια διαφορά. Η αδελφή
του Καλαπόθου έδρασε για να δικιώσει
τον αδελφό της, και επομένως γι’ αυτή
θα μπορούσε να λεχθεί ότι υπακούει στην
ηθική της φάρας της και δρα σύμφωνα με
τις επιταγές του γένους της, το ίδιο
όμως δεν ισχύει για την ηρωίδα του
άλλου μοιρολογιού(6), για τη μάννα
δηλαδή που εκθέτει σε σοβαρό κίνδυνο τα
παιδιά της, προκειμένου να δικιωθεί ο
άντρας της.
Ο άντρας της δεν ανήκει στη
φάρα της και είναι από άλλο γένος, όχι
από το δικό της. Επομένως, όταν
ξεστομίζει τη βαριά κατάρα κατά των
παιδιών της, καμμία παρόρμηση δεν
δέχεται ούτε από την ηθική της φάρας
της ούτε από τις επιταγές του γένους
της. Το γένος της, δηλαδή η πατριά του
πατέρα της, στην οποία και μετά το γάμο
της ανήκει και η ίδια, δεν έχει
υποχρέωση ούτε και δικαίωμα να
δικιώσει τον άντρα της, γιατί ηθική
βλάβη από το φόνο του αντρός της έπαθε
μόνο το δικό του γένος και φυσικά και τα
παιδιά της, όχι όμως το γένος της. Άλλοι
λοιπόν λόγοι την ωθούν στις ενέργειες
αυτές.
Δεν είναι αλήθεια πως η
ιδιότητα της συζύγου στη Μανιάτισσα
μένει ανέκφραστη.
Μπορεί να χηρέψει νέα η
Μανιάτισσα, αλλά κατά κανόνα αποκλείει
μόνη της το δεύτερο γάμο. Σε περίπτωση
που πήρε δεύτερον άντρα, και άφησε
παιδιά από τον πρώτο, λένε πως τούρκισε:
Όντες π' ορφάνεψα μικρό
και τούρκισε κ' η μάννα μου,
με πήρασι οι θειάδε μου,
και με χαιδαναστήσασι
με ξύλα και με λάχανα
με το νερό του πηγαιδιού.
Όταν δηλαδή η μητέρα του ήρθε
σε δεύτερο γάμο, τούρκεψε, τότε οι
πάμφτωχες αδελφές του πατέρα του,
αναλάβανε την ανατροφή του και
κουβαλώντας σε σπίτια ξύλα και λάχανα
αλλά και νερό κατάφερναν να κερδίζουν
τα αναγκαία για την ανατροφή του
ορφανού χρήματα.
Συχνά ακούγεται η φράση «το
πρώτο μου στεφάνι στον κόσμο δεν εφάνη»
δείχνει το σεβασμό προς το πρόσωπο με
το οποίο έρχονται σε πρώτο γάμο. Μια
ακραία περίπτωση βλέπομε στο μοιρολόι
της χήρας Κυριακής, που την εξεβίασαν
να πάρει δεύτερον άντρα και εκείνη,
νομίζουσα ότι προσέβαλε τη μνήμη του
πρώτου της άντρα, σκότωσε τον δεύτερον
κατά την πρώτη νύχτα του γάμου.
Στο μοιρολόι του Καλαπόθου
είδαμε ότι η αδελφή του δεν εδίστασε να
φτάσει μέχρι τη θανάτωση του αντρός της,
όταν αυτός της στέρησε τον αδελφό της. Η
μάννα του Ντάβου βρίσκεται σε πιο
τραγική θέση. Φονιάς είναι το παιδί της
και θύμα ο αδελφός της. Η αδελφική αγάπη
την ωθεί να εκστομίσει τη βαριά κατάρα
κατά του παιδιού της, αν και πιστεύει
ότι η κατάρα αγανακτισμένου γονιού
φέρνει συφορά στο παιδί.
Όταν μελετάμε εκδηλώσεις και
ήθη των ανθρώπων της Χερσονήσου του
Ταινάρου δεν πρέπει να ξεχνάμε πως
πρόκειται για λαό, ο οποίος επί μακρά
σειρά αιώνων έζησε τη δική του αυτόνομη
ιστορική ζωή και η επαφή του με τον έξω
κόσμο ήταν χαλαρή επί πολλούς αιώνες.
Το δεδομένο αυτό μας
υποχρεώνει να αναζητήσουμε τις πιθανές
επιδράσεις, τις οποίες έφερνε από τις
παλαιότερες ελληνικές παραδόσεις. Έτσι
οδηγούμεθα στην αναζήτηση των σχετικών
αντιλήψεων των παλαιοτέρων Ελλήνων των
οποίων αντιλήψεων επιβίωση φαίνεται,
πως αποτελούν πολλά στοιχεία της ζωής
των Μανιατών.
Η αγάπη προς τον αδελφό και η
προτίμηση, καθώς είναι γνωστό, έχει τις
ρίζες της μέσα στην παμπάλαια ελληνική
παράδοση. Κατά τους ηρωικούς χρόνους
της Ελλάδος η αδελφική αγάπη
παρουσιάζεται ως το ευγενέστερο και
ισχυρότερο των συναισθημάτων. Οι
Διόσκουροι. Κάστορας και Πολυδεύκης,
ετιμήθησαν με βωμούς και εθεοποιήθησαν,
γιατί η αδελφική τους αγάπη συγκινούσε
βαθύτατα όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά
και τους θεούς ακόμα.
Από τους μυθικούς και τους
ηρωικούς χρόνους μας έρχονται οι
παραδόσεις για το Μελέαγρο και την
Αλθαία. Όταν κατά τη συμπλοκή μεταξύ
Αιτωλών και Κουρητών ο Μελέαγρος
σκοτώνει έναν από τους θείους του,
αδελφούς της μητέρας του Αλθαίας,
εκείνη, μόλις πληροφορήθηκε το φόνο,
προκαλεί το θάνατο του παιδιού της.
Καθώς λέει ο Λέσσιγγ, η Αλθαία, η μητέρα
του Μελεάγρου:
«Εν τη παραφορά της
αδελφικής στοργής εθυσίασεν αυτόν
ρίψασα εις την πυράν τον μοιραίον
δαυλόν»(7).
Άλλη παραλλαγή θέλει το
Μελέαγρο σκοτωμένον από την κατάρα της
μάννας του. Μόλις η Αλθαία άκουσε πως ο
γιος της σκότωσε τον αδελφό της,
καταράστηκε το παιδί της και με την
κατάρα της προκάλεσε το θάνατο του. Για
την κατάρα πίστευαν οι αρχαίοι, καθώς
και μεις, πως είναι πολύ αποτελεσματική
και φέρνει καταστροφή στο παιδί που το
καταράστηκε γονιός του.
Και αλλού και στον Πλάτωνα
βρίσκουμε την αντίληψη: «επηκόους
είναι γονεύσι Θεούς. αραιός γαρ
γονουεύς εκγόνοις»(8).
Και σήμερα πιστεύουν ότι,
καθώς οι ευχές γονέων «στηρίζουσι
θεμέλια οίκων», το ίδιο και οι κατάρες
των γονιών φέρνουν καταστροφή στα
παιδιά.
Την ώρα που η νύφη φεύγει για
το σπίτι του γαμπρού, οι γονείς
σπεύδουν με το νερό και το αλάτι να
λύσουν τις κατάρες. Η πίστη πως η κατάρα
φέρνει καταστροφή στο παιδί, τους έκανε
πολύ προσεχτικούς και ποτέ δεν
ξεστόμιζαν κατάρα για τα αρσενικά
παιδιά, που ήταν σχεδόν πάντοτε
εκτεθειμένα σε κινδύνους.
Η αδελφή του Περωτή
καταριέται το παιδί της, γιατί σκότωσε
τον αδελφό της και η μάννα του Ντάβου
ξεσπάει σε φοβερές κατάρες κατά των
παιδιών της, γιατί σκοτώσανε τον αδελφό
της παρά τη ρητή εντολή της. Η εκδήλωση
αυτής της αδελφικής αγάπης δεν είναι
κάτι που συναντάμε μόνο στους ηρωικούς
χρόνους, αλλά και στους χρόνους της
ακμής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού
ο αδελφικός δεσμός θεωρείται ο
ισχυρότερος δεσμός συγγενείας και η
αδελφική αγάπη είναι το πιο έντονο
συναίσθημα.
Οι μορφές της Ηλέκτρας και
της Αντιγόνης, όπως τις επλαστούργησε η
δύναμη των μεγάλων τραγικών, μένουν
μέχρι σήμερα σύμβολα αδελφικής αγάπης.
Στη γνωστή τραγωδία ο
Σοφοκλής βάνει στο στόμα της Αντιγόνης
αυτούς τους λόγους:
«ου γαρ ποτ’ ούτ’ αν, ει
τέκνων μήτηρ έφυν
ούτ’ ει πόσις μοι κατθανών ετήκετο,
βία ττολιτών τόνδ' αν ηρόμην ττόνον.
Τίνος νόμου δη ταύτα ττρός χάριν λέγω;
πόσις·μεν αν μοι, κατθανόντος, άλλος ην,
και παις αττ' άλλου φωτός, ει τουδ'
ήμττλακον
μητρός δ’ εν Άιδου και πατρός
κεκευθότοιν
ουκ έστ’ αδελφός όστιίς αν βλάστοι
ττοτέ».
(Ποτέ δε θα 'κανα πράξη αντίθετη προς
τους νόμους της χώρας, αν νεκρό ήταν
παιδί που γέννησα ή άντρας μου. Και τι
με κάνει να σκέπτομαι έτσι; Αν ήταν
νεκρός ο άντρας μου, θα μπορούσα να
παντρευτώ άλλον και παιδιά θα μπορούσα
να γεννήσω από άλλον άντρα, αδελφός μου
όμως αποκλείεται να γεννηθεί αφού ο
πατέρας μου και η μάννα μου βρίσκονται
στον Άδη).
Ο Γκαίτε τους στίχους αυτούς
τους θεώρησε ατέλεια του δράματος και
ευχότανε να βρεθεί κάποιος, να
αποδείξει πως οι στίχοι είναι νόθοι.
Προσπάθησε να το κάνει αυτό ο φιλόλογος
Jacob, ο οποίος θεωρούσε τους στίχους
αυτούς όχι γνήσιους.
Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική
(III, 16) παραθέτει δυο στίχους και
επομένως η νοθεία κατά τον Bellerman πρέπει
να είναι πολύ παλαιά. Ο Wolff νομίζει πως η
νοθεία έγινε από τον Ιοφώντα, που τον
σατιρίζει ο Αριστοφάνης στους
Βατράχους.
Οι νεώτεροι δεν πιστεύουν
ότι οι στίχοι πρέπει οπωσδήποτε να
είναι νόθοι και τούτο, γιατί πριν από το
Σοφοκλή την ίδια αντίληψη τη βρίσκουμε
και στον Ηρόδοτο. Οι σχέσεις του
τραγικού με τον ιστορικό είναι γνωστές
και από άλλα στοιχεία.
Καθώς παρατηρούν οι νεώτεροι,
η αντίληψη αυτή δεν ήταν πρωτάκουστη
στο ελληνικό κοινό. Γνωστή ήταν η
ιστορία της Αλθαίας, που με την κατάρα
της προκάλεσε το θάνατο του γιου της,
επειδή εκείνος σκότωσε τον αδελφό της
και μάλιστα από λάθος. Καθώς παρατηρεί
ο καθηγητής Ι. Κακριδής: «ο αδελφός
στέκει δια τους αρχαίους πλησιέστερα
από τον υιόν»(9). Ο Αριστοτέλης (Ηθ.
Νικομάχεια 1161β 32) προσπαθεί να
αιτιολογήσει την αγάπη των αδελφών.
Ο Bowra διατυπώνει τη γνώμη ότι
τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Σοφοκλής την
αντίληψη, πως ο δεσμός αδελφού και
αδελφής είναι ισχυρότερος του
συζυγικού, την πήραν από την καθημερινή
συζήτηση και τις διηγήσεις της αγοράς.
Είναι δηλαδή μια αντίληψη
που δημιουργήθηκε όχι στους κόσμους
της τέχνης, αλλά στον κόσμο της ζωής και
είναι παρμένη από τους δρόμους και την
αγορά.
Προχωρώντας περισσότερο ο
Bowra λέει ότι το να θεωρεί μια γυναίκα
πως ο δεσμός της με τον αδελφό είναι
ισχυρότερος από το δεσμό που την
συνδέει με τον άντρα της είναι μια
αντίληψη, την οποία το ελληνικό κοινό
δε θα εύρισκε καθόλου απίθανη.
Δε νομίζουμε πως είμαστε
πολύ μακριά από την αλήθεια, αν
ισχυριστούμε πως η αντίληψη αυτή, ότι
δηλαδή ο αδελφός στέκει πιο κοντά από
το σύζυγο ή και το γιο, είναι μια
αντίληψη, η οποία από τους ηρωικούς
χρόνους και δια μέσου της κλασικής
περιόδου έφτασε μέχρι τους
μεταγενέστερους χρόνους. Στα νεώτερα
χρόνια τη βρίσκουμε στη Μάνη, όπου οι
συνθήκες της ζωής, καθώς
διαμορφωθήκανε δια μέσου των αιώνων
στη χώρα αυτή, ευνοούσαν την ύπαρξη
μιας τέτοιας αντιλήψεως.
1. Ο δεύτερος ίαμβος
σχηματίζεται από τη λήγουσα του
ρήματος και της αντωνυμίας. Το ε
σιγείται με σύγχρονο άνοιγμα του ου >
ο.
2. Για την εξέλιξη «που επήρασι> πο
'πήρασι» βλέπε προηγούμενη σημείωση.
3. Βλ. Εφημερίδα Πρωία, 27 Μαΐου 1931.
4. Έλλειψη εσουτερικής πάλης, είπαν
ποκ χαρακτηρίζει και την Αντιγόνη του
Σοφοκλή, καΟούς και τον Αίαντα: «Κοινό
γνιορισμα και στις όύυ αυτές
αρχαιότερες τραγοθ-όίες του Σοφοκλή
έχουμε την έλλειψη εσουτερικής πάλης. Κ'
η Αντιγόνη κι ο Αίαντας δεν εκόηλιύσανε
πως όοκιμάοανε καμμιά αγουνία για να
λάβουν τις αποφάσεις τους». Βλ. Γερ.
Καψάλη. Αντιγόνη, σ. 373.
5. Φ. Πολίτης, Εκλογή από το Έργο του,
Β', σελ. 117.
6. Βλέπε μοιρολόι «του Ντάβο»
7. Λέσσιγγ, Λαοκόων, Μετάφρ.
Προβελέγγιου, σ. 32.
8. Πλάτωνος Νόμοι, 931 C.
9. Αραί, σ. 106.