Ο Γιώργης Μούρτζινος ήταν
γιος του Διονύση Μούρτζινου, που έδρασε
κατά την Εθνεγερσία του 1821. Ο Διονύσης
Μούρτζινος πέθανε νέος και άφησε
ανήλικον ορφανόν το γιο του Γιώργη.
Ο Γιώργης με τη βοήθεια του Θ.
Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε σοβαρές
υποχρεώσεις στο σπίτι του Μούρτζινου,
έγινε αξιωματικός. Η ροπή του προς την
οινοποσία τον οδήγησε στον τάφο στα
τριαντατρία του χρόνια. Άφησε ορφανή τη
μικρή κόρη του Κατερινιώ. Πέθανε και
αυτή νέα και το Μουρτζινέϊκο σπίτι
ξεκλήρισε.
Αφέντη, αφέντη Μούρτζινε,
οι Ξεχωρίτες μου 'πανε,
Θα πάρουν τα ντουφέκια τους
να κατεβούνε στο γιαλό
στη βάρδια ν' αναντιάξουσι
τ’ όνομα να φωνάξουσι,
κι α δεν ερθείς κι α δε φανείς,
άλλη πόρτα θα πχιάσουσι
κι αφέντη θα φωνάξουσι,
μόνε μη ζου κακοφανεί
δική ζου θα 'ναι η προσβολή.
Κ' εμείς πούθε να πέσομε,
ποίονε να γιαλέξομε,
ναν τόνε πούμε αφεντικό
κακός και μαύρο μας καιρός.
Πάλι ας γυρίσου κι ας το που,
ας έν' καλά η Κατερινιώ,
να μεγαλούσει να γενεί,
να κάμομε καλό γαμπρό,
ναν τόνε πούμε Μούρτζινο,
ναν του κρεμάσουμε σπαθί,
να πάρει την υπόληψη,
να κάτσει στο ποδάρι ζου,
να δέχεται του φίλου ζου.
Ο Μούρτζινος επέθανε
και πίζου δε ματάρχεται
του κουτουρού1 τα λόγια μας,
κλείναμε και ξεκλείναμε
κι απ' όλα ξεπουλήσαμε,
γαμπρός υγιός δε γίνεται.
1.Αδικοχαμένα τα λόγια
μας
Από το βιβλίο του Ανάργυρου
Κουτσιλιέρη «Μοιρολόγια της Μάνης»
Μνημεία Γλωσσικά-Ιστορικά-Λαογραφικά,
Εκδόσεις ΜΠΕΚΑΚΟΣ, Αθήνα 1997.