Η ΜΑΝΗ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ
ΚΑΙΡΟΥ
Ιστορίες - Αφηγήσεις - Σάτιρες
Οι θησαυροί του Κάκαβου
Φύγαμε από το Γύθειο, νωρίς το
πρωί με προορισμό τον κόλπο του Οιτύλου.
Λαχταρούσα να φτάσουμε το γρηγορότερο
για να αποδείξω στη συντροφιά μου τον
ισχυρισμό μου στον μαγευτικό αυτό κόλπο
βλέπεις ολόγυρα σου συνταιριασμένες
όλες τις ομορφιές της Μάνης τις
περήφανες βουνοκορυφές. Τις πλαγίες
γεμάτες ασημόφυλες ελιές. Τους λόγκους
δεξιά κι' αριστερά της ρεματιάς και τον
λόφο του "Φρύγανου" στεφανωμένο από
το Κάστρο της Κελεφάς. Ακόμα αντικρίζει
με δέος τους πελώριους κόκκινους
γκρεμούς στον "πέρα κάμπο" του Νέου
Οιτύλου, στα "Μοναχολίδια". Και στο
αντικρινό ακρωτήρι του "Χουγιάκου".
Λαχταρούσα να τους δείξω το "Μυλολάγκαδο"
με τη βαθύσκια ρεματιά του, πνιγμένο στα
λογής λογής δενδρικά και θάμνα.. Αυτό το
φαράγγι που όμοιο με "θεϊκή σπαθιά"
φτάνει ρέμα ρέμα μέχρι την "Παναγία τη
Σπηλαιώτισσα" κάτω από την Κελεφά.
Ακόμα ήθελα οι φίλοι μου να
προσκυνήσουν μαζί μου στην Κοίμηση της
Θεοτόκου, την ονομαστή "Μονή Δεκούλου",
να σιγοπερπατήσουν τη κεντημένη με
βράχους ακρογιαλιά του Καραβοστάση και
την κρυμμένη αμασχάλη του βουνού,
αμμουδερή παραλία της Τσίπας όπως
λέγανε οι παλαιότεροι το Νέο Οίτυλο. Και
πάνω απ όλα, να ανεβούμε μέχρι το "Ομηρικό
Οίτυλο", που από τον πέτρινο θρόνο του
αγναντεύει όλα τα γύρω χωριά και
οικισμούς -παιδιά του τα περισσότερα.
Στροφή -στροφή, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο
ζυγώναμε πια στο "Σταυρό" Εκεί ,
λίγο μετά την προτομή του ποιητή Φτέρη,
παρακάλεσα να σταματήσουμε.
Βγήκαμε από το αυτοκίνητα
θαυμάζοντας τα βουνά ολόγυρα και
αντίκρυ και τα "ανοιχτά" του
μεγαλόπρεπου κόλπου του Οιτύλου, που
απλωνόταν στα Νότια Δυτικά μας.
Προσπαθούσα από την έκφραση των φίλων
μου να μαντέψω τα συναισθήματα τους. Να
καταλάβω ποια ήταν η "πρώτη εντύπωση"
που τους είχε κάνει το μοναδικό τοπίο
και τα χωριά που είναι αραδιαστά θαρρείς
και χορεύουν καλαματιανό.
Προσπεράσαμε την "Αρχόντισσα"
Αρεόπολη και σε μια από τις στροφές πάνω
από το Λιμένι σταματήσαμε ξανά. Άλλο
πανόραμα απλωνόταν ολόγυρα· μας. Τώρα οι
ψίθυροι των φίλων μου είχαν γίνει φανερά
"παινέματα" και επιφωνήματα
θαυμασμού. Αυτά τα εγκωμιαστικά λόγια
για τον τόπο μου με έκαναν περήφανο
Περάσαμε το Λιμένι και μπήκαμε στο "ίσιωμα"
για το Νέο Οίτυλο. Αφήνοντας δεξιά επάνω
μας την Αγία Κυριακή της οικογένειας
Νικολαράκου, μπήκαμε στο Νέο Οίτυλο από
τον "κάτω δρόμο". Ήτανε κι' αυτό δική
μου επιλογή γιατί ήθελα η παρέα μου να
γευθεί την ομορφιά από κάθε γειτονιά,
από κάθε πετρόχτιστο σπίτι και κάθε "αγνάντεμα".
Προσπεράσαμε το Νέο Οίτυλο σιμώνοντας
πια στο ποτάμι. Δεξιά μας πανώδρομα
μερικές σκόρπιες βίλες. Αριστερά μας οι
γκρεμισμένες πανάρχαιες κολώνες του
Ναού του Σέραπη που μεταγενέστερα, στους
Χριστιανικούς χρόνους, χτίστηκε το
εκκλησάκι του Αγίου Νίκωνα. Όλα τώρα
κρυμμένα στα βάτα και στα αγριόχορτα.
Λίγα μέτρα ακόμη φτάσαμε στο Γεφύρι του
Μυλολάγκαδου. Σταματήσαμε το αυτοκίνητο
Από δω και πέρα η εξερεύνηση μας στη
ρεματιά των "θησαυρών" θα γινότανε
ποδαρόδρομο.
Άλλοτε τολμούσαμε να
διασχίσουμε το φαράγγι αυτό με τα πόδια
και να φτάσουμε στην Παναγία τη
Σπηλαιώτισσα και στις βρύσες της
Κελεφάς. Τώρα τα σκεντάμια οι λυγαριές,
τα αγριόβατα, και η αγράμπελη έχουν
θεριέψει και έκλεισαν το παλιό μονοπάτι.
Μετά από ένα κοπιαστικό ποδαρόδρομο
ενός περίπου χιλιομέτρου μέσα στη
ρεματιά του Μυλολάγκαδου φτάσαμε κάτω
από το σπήλαιο "Καταφυγγάκι" ένα
από τα τέσσερα πιθανά σημεία που
κρύβονται "θησαυροί". Καθίσαμε σε
κάτι μεγάλες, άσπρες πέτρες κι'
απολαμβάναμε την ομορφιά του ισκιερού
τοπίου και το κελάηδημα ενός κότσυφα. Οι
καπνιστές της συντροφιάς μας ανάψανε
τσιγάρα. Όσο κρατάει το κάψιμο ενός
τσιγάρου, τους αφηγήθηκα μια μικρή
ιστορία, ακριβώς όπως την είχα ακούσει
από τον συχωρεμένο πατέρα μου
"Γύρω στα 1920 ο γέρο
Παναγιώτης ο Πατρινέλης από το Οίτυλο
και ο γέρο Βασίλης ο Βουνισέας κι' αυτός
από το Οίτυλο, του μάστρο Γιάννη του
χτίστη ο πατέρας "φανταστήκανε" ότι
εντοπίσανε τη θέση του περιβόητου "θησαυρού
του Κάκαβου". Η αλήθεια είναι ότι
κείνη την εποχή, γινότανε πολύς λόγος γι
'αυτό το θέμα. Υπάρχει μάλιστα και ένα
παλιό τετράστιχο, που προσδιορίζει με
τρόπο ασαφή και διφορούμενο την πιθανή
θέση του θησαυρού
Δεξιά μεριά του λαγκαδιού
κι αριστερά του Κάστρου
εκεί κοιμάται ο Κάκαβος
με τα φλωριά γεμάτος.
Οι δύο επίδοξοι κάτοχοι του
θησαυρού ξεκινήσανε ένα πρωινό για το
λαγκάδι. Προορισμός τους ήτανε το
Καταφυγγάκι. Είναι ένα στρογγυλό
σπηλιάκι τέσσερα πέντε μέτρα πάνω στο
γκρεμό. Το γκρεμό κάτω απ' τις λούρες του
Παναγιωτούνη του Νικόλα, του
επιλεγόμενου "κοντού" και πάνω από
τα αγριώματα του γέρο Γιώργη του
Παυλίτινα, πατέρα του αείμνηστου
Προέδρου του Οιτύλου Φώτη, του Γιάννη
του Ξενοφώντα, της Ζαφείρως, της
Γερμανής και της Μαριώς.
Ανέβηκαν στο σπηλιάκι κι'
αρχίσανε να βαράνε ένα σημείο του
δαπέδου με γκασμά Γιατί ονειρεύτη ο γέρο
Παναγιώτης ότι εκεί είναι κρυμμένοι οι
θησαυροί του Κάκαβου. Από απέναντι, από
το μποστάνι του Μεσιακού τους είδε ο
Πέτρος Βασιλ. Πιερρακέας (ο πα τέρας του
γράφοντος). Παιδί δεκαπέντε, δεκάξι
χρονών τότε, ακούγοντας τα χτυπήματα του
γκασμά, κάτι πονηρεύτηκε. Να μου πάρουνε
το θησαυρό μέσα από τα χέρια μου,
σκέφτηκε. Γιατί ο θρύλος για κρυμμένο
θησαυρό ήτανε πολύ διαδεδομένος, όπως
είπαμε. Έτρεξε λοιπόν κι' ο νεαρός, κατά
τις δέκα το πρωί και ανέβηκε το γκρεμό.
Τους ηύρε να χτυπάνε το "κουρασάνι".
Υπάρχει πράγματι και σήμερα στο δάπεδο
"κουρασάνι" από τριμμένο κεραμίδι
κι' ασβέ στη, πολύ σκληρό, που δύσκολα το
τρυπάει γκασμάς.
Κατά τον αείμνηστο Γιατρό και
Ιστορικό συγγραφέα Γεώργιο Γιαννακάκο-Ραζέλο,
η πιθανότερη εξήγηση για τη μορφή και τη
χρησιμότητα αυτού του δαπέδου, είναι ότι
αποτελούσε τη βάση μικρού χώρου
υδρομάστευσης ή αποθήκευσης νερού, που
χρησίμευε όταν στο σπήλαιο καταφεύγανε
Χριστιανοί Μανιάτες, σε επιδρομές
κουρσάρων - πειρατών. Έτσι εξηγείται και
η ονομασία "Καταφαγγάκι" που
βγαίνει από τη λέξη καταφύγιο. Αλλά ας
ξανάρθουμε στην ιστορία μας Οι δύο
κυνηγοί του θησαυρού δεχτήκανε τον
καινούργιο επισκέπτη "με το καλό".
Και λόγω φιλίας αλλά μάλλον για να μην
αποκαλύψει το μυστικό και σε άλλους ώστε
να μείνουμε λίγοι οι τυχεροί.
Ο καινούργιος άρχισε κι' αυτός
να δουλεύει το γκασμά σα νεώτερος, που
ήτανε. Δυστυχώς όμως το μόνο κέρδος που
είχανε και οι τρεις ήτανε η κούραση και
οι "κορούλες" (φουσκάλες) στα χέρια
από τον πολύ γκασμά. Το νέο "μαθεύτηκε"
στο χωριό και βέβαια έφτασε και στα
αυτιά του Ηλία Καράμπελα, του
πασίγνωστου "Τσατιρά" της εποχής
εκείνης .
Το οξύ και αστραφτερό μυαλό
του Τσατιρά δούλεψε και "στέριωσε"
την παρά κάτω "τσάτιρα"
Δυο γέροι ονειρευτήκανε
τον Κάκαβο να βρούνε
και ανέβηκαν στο γκρεμό,
πλούσιοι για να γενούνε.
Κι ένα μικρό παιδόπουλο
έτρεξε το καημένο,
να μην τον πάρουν τα λεφτά
και μείνει αδικημένο.
Αλλά για τον σπουδαίο αυτόν
λαϊκό ποιητή και τις "τσατιρές" του,
θα μιλήσουμε διεξοδικά σε άλλο μας
σημείωμα.

|