Εκδοτικό σημείωμα ] Οι Συνεργάτες μας ] Φαράγγι Νούπαντης ] Σαράντος Καργάκος ] Χριστούγεννα και... ] Έθιμα... ] Βέργα ] Αναβάθμιση ... ] [ Ο ρημαγμένος... ] Παλιόπυργος ] Σωτ. Σταυριανάκος ] Οι θησαυροί... ] Ήταν Καιρός ] Τρέχει σαν... ] Γιώργης Εξαρχουλέας ] Μανιάτες Μετανάστες ] Μανιάτες Θεσ/κης ] Το έμβλημα... ] Κάλαντα ]

 

Κεντρική
Επάνω

 

Επικοινωνία


Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο

Τηλέφωνα
27330 53670 &
210 7622266

Κατασκευή ιστοσελίδας
Γ.Η. Βενιζελέας

«Ο ΡΗΜΑΓΜΕΝΟΣ ΠΥΡΓΟΣ»

Της Βούλας Δαμιανάκου

Ο Πέτρος ο Τιτουλαράκος ζούσε μόνος του στον πύργο του τον κουρνιασμένο σαν αητοφωλιά, στο ψήλος του μικρού χωριού. Από κει πάνω βίγλιζε τ' αμπελοχώραφά του και συλλογιζόταν πως αν ήθελε να τα χαρεί κι αυτά και τη ζωή του και να μην τ' απαρνηθεί γλήγορα και να χαθεί ή να κατηφορήσει στην τάξη των φαμέγιων, δηλαδή να ξεμπερδέψει με όλα τα φιλότιμα, τις τιμές κλπ. και να τρώει φάπες ακόμη κι απ' τους δούλους του, έπρεπε κάπου ν' ακουμπήσει, να 'χει πλάτες γερές. Ο Πέτρος "είταν από σόι μεγάλο και δυνατό αλλά μεριά απ' τους πολέμους με τους Τούρκους, μεριά απ' τη βεντέτα είχαν όλοι αφανιστεί κι είχε μείνει ολομόναχος. Έπρεπε λοιπόν να κάνει καινούργιους συγγενείς κι ο μόνος τρόπος είταν να παντρευτεί μια σοϊλίτισα. Για προίκα δεν τον ένιαζε, φτάνει να είταν νέα κι όμορφη κι από μεγάλο σόι κι ας είταν απένταρη, θα τη χρύσωνε αυτός μόλις την έπαιρνε.

Όλους τους θησαυρούς που βιγλίζοντας τη θάλασσα ψηλά στον Νίκλο είχαν σωρέψει στον πύργο του οι πρόγονοί του, πληρώνοντας τους πολλές φορές με τις ζωές τους, θα τους άπλωνε μπροστά στα πόδια της. Πιο ψηλά απ' τον μικρό κάμπο που ανηφορίζουν κυματιστοί λιόφυτοι λόφοι καθισμένοι στα πόδια του Ταϋγέτου, φάνταζε απ' τη θάλασσα το μεγάλο χωριό με τα τρανά σόγια, τους πύργους τους πολλούς, τους ισόβιους σοϊλίτες δημάρχους τους ξακουσμένους δημογέροντες, τις περήφανες, καλλονές, τις κλεισμένες μέσα στους πύργους. Αχ, να, τι χρειάζεται το σόι, σκεφτόταν ο Πέτρος. Αν είχα σόϊ, θα 'στελνα προξενητάδες να ζητήσουν την πιο όμορφη, απ' το πιο μεγάλο σόι, κι αν δε μου τη δίναν, θα τους αφήναμε καπάρο το τσαρούχι μας στη σκάλα τους και θα την κλέβαμε κι ας άνοιγε για χάρη της ο τρωικός πόλεμος. Τώρα έτσι μόνος μου ούτε προξενητή δεν έχω να στείλω.

Μα όπου δε βολεί η τύχη, βολεί η τέχνη, Τ' όμορφο χωριό που τράβαγε τα φιλόδοξα μάτια του Πέτρου είχε προξενήτρα τη γριά Δήμαινα, ίδια σταυρομάνα του παραμυθιού, με τη γυριστή μύτη της, τα δυο της δόντια να ξεβγαίνουν, το κοφτερό βάσκανο βλέμμα της, το σκυφτό κορμί με το μπαστούνι της, που κροταλούσε στα καλντερίμια. Σαν τον καλό χτηματομεσίτη που ξέρει ποια χωράφια είναι για πούλημα, με ποια τιμή και ποιοι οι υποψήφιοι αγοραστές, έτσι ήξερε σ' όλη την περιοχή και στα πέρα χωριά τις νυφάδες και τους γαμπρούς, τα προσόντα του καθενού και τι ζητούσε. Κι όπως ο καλός μεσίτης φροντίζει να πουλήσει όχι μόνο τα καλά χωράφια παρά και τα σκάρτα και τα στολίζει μ' ανύπαρχτα προσόντα έτσι κι αυτή με την τέχνη της κατόρθωνε να παντρεύει και τους πιο αχαΐρευτους, φτάνει να' βγαίνε ο κόπος της. Είχε όνομα πως ταίριαζε τα πιο αταίριαστα: λέγανε για δαύτη πως κάποτε πάντρεψε μια πλουσιώτατη νύφη νέα κι όμορφη μ' έναν θεόφτωχον που ούτε βάτος δεν πιανόταν απ' τη γύμνια του σπιτιού του, που δεν είχε άλλο απ' τα τέσσερα ντουβάρια.

Όταν έκανε το προξενιό και τη ρώτησαν τι έχει ο γαμπρός άρχισε: "αμπάρι στάρι, αμπάρι κριθάρι, αμπάρι ρύζι, αμπάρι κουκιά...". Κι όταν δε βρέθηκε ούτε σπυρί τους απάντησε; "Εγώ δε σας είπα αμπάρι, παρά αν πάρει. Αφού δεν πήρε τι φταίω εγώ;" Τον Πέτρο τον είχε βάλει από καιρό στο μάτι η γριά Δήμαινα αλλά κάτι τέτοιους "αδύνατους" τους άφηνε να μπαλώσει τίποτε "κακοδεμένα τσουβάλια"", όπως τάλεγε" κι ένα είταν η Μαριώ η Γκαβομαριώ, όπως την είχαν παρανομάσει, η πρώτη θυγατέρα του μακαρίτη, του δήμαρχου κι αδερφή του νέου που του την άφησε κληρονομιά μαζί με το δημαρχιλίκι ο πατέρας τους. Η Μαριώ, γκαβή, στραβοκάνα, τσιμπλού, ανοστόλα, λειψανέβατη, καπροδόντα, που κάθε φορά που άνοιγε το στόμα της έλουζε με τα σάλια της τον τυχερό συνομιλητή της, είταν ο μεγάλος πονοκέφαλος του αδερφού της μα και της ίδιας της γριά Δήμαινας, που έσπαζε νύχτες και νύχτες το κεφάλι της πώς θα 'κανε να την κουκούλωνε κι αυτή και ν' άνοιγε την πόρτα στην τύχη και για τις άλλες αδερφάδες της. Μέτραε ο πονηρός της ο νους και ξεμέτραε ώσπου τον βρήκε. Κανόνισε τη συνάντηση όπου ο Πέτρος μια και δεν είχε γονιούς θα πήγαινε ο ίδιος να' βλέπε τη νύφη.

Τη Γκαβομαριώ την έκλεισαν στον ντρίνι κα με διαταγή να μη βγεί, αν δεν τη βγάλουν και για νύφη υποψήφια παρουσίασαν τη νύφη της Μαριώς, τη γυναίκα του αδερφού της, φημισμένη καλλονή, που πρόσφερε τα τραταμέντα. Την είδε ο γαμπρός, έδωσε λόγο κι έφυγε βασιλιάς. Συγύρισε τον πύργο του, τον στόλισε μ' όλα τα μόμιλα και τα κοράλια, μ' όλα τα κεντίδια και τις δαντέλες, τα χρυσοΰφαντα σεντόνια που παλιές κυρά δες του πύργου είχαν ξομπλιάσει και κίνησε να πάει να πάρει την κυρά και βασίλισσα. Όλη τη νύχτα, την παραμονή του γάμου, τη Μαριώ τη μπλαστρώνανε με μουλιασμένα πίτουρα για ν αφρατήνει λίγο και ν' ανθρωπέψει. Την άλλη μέρα την έλουσαν με λεϊμονόφυλλα, την σοβάτισαν με όλα τα γιατροσόφια της ομορφιάς, ξεβάψαν κόκκινα χαρτιά κι έφτιαξαν κοκκινάδι, της έπλυναν τα μάτια με χαμόμηλο, τη βερνίκωσαν όσο μπορούσαν καλήτερα σαν γέρικη φοράδα που τη στέρνουν στο παζάρι.

Της φόρεσαν το πλούσιο νυφικό από στόφα ολομέταξη σκεπασμένο απ' την κορφή ως τα νύχια με την πιο ακριβή δαντέλα, της κατσάρωσαν με καφτή πρόκα τα πρασόμαλλά της, της τα χτένισαν όμορφα στο κεφάλι της που είταν σαν την πλαγιάδα της Χιλιομοδούς, της ταίριαξαν και το πλούσιο πέπλο το καταστόλιστο τέλια χρυσά, όσο μπορούσαν πιο χαμηλά σχεδόν πάνω στο φρύδι, Έβγαλαν έξω στον λιακό τους γιούκους με τις πλούσιες κουβέρτες, τα μπαούλα ασήκωτα απ' το βάρος τα γιομάτα προικιά, κι όλα στολισμένα με κεντίδια για να εντυπωσιάσουν τον γαμπρό με την πρώτη. Ήρθε το ψίκι με τον γαμπρό, ήρθε κι ο παπάς, ήρθε κι η μεγάλη στιγμή. Ο αδερφός, ο πανίσχυρος δήμαρχος, πέρασε στο γυναικωνίτη να φέρει τη νύφη.

Ο Πέτρος τον ακολούθησε με πρόθυμη ματιά. Την ίδια στιγμή η μοναδική πόρτα σκιάσε από ένα τσούρμο μουστακοφόρους συγγενείς που τάχα παρακολουθούσαν κι αυτοί μ' αγωνία. Το ίδιο και στο παράθυρο άλλες φάτσες επρόβαλαν κι έκαμαν πιο σκοτεινή τη μεγάλη σάλα την πλημμυρισμένη κόσμο. Όπου άνοιξε ξανά η παραπορτούλα κι ο δήμαρχος αδερφός ξαναφάνηκε πάλι σέρνοντας σχεδόν απ' το χέρι τη νύφη, που ακολουθούσε σαν πρόβατο στολισμένο. Το τραγούδι σηκώθηκε μεσούρανα, σαματά και χαλασμός, χιλιοκαλωσορίσατε αρχοντοσυμπεθέροι, όμως μ' όλον τον σαματά και τον θόρυβο, μ' όλα τα νυφικά, τα πέπλα και τα τέλια, τα στολίδια και τον συνωστισμό, τις γυναίκες που τη σκέπαζαν σχεδόν ολόκληρη, του Πέτρου του φάνηκε πως κάτι είχε αλλάξει σ' αυτή, κι όσο πρόσεχε τόσο χανόταν απ' τον νου του η γλυκεία οπτασία της πέρδικας της καμαρωτής, που άφησε τον δίσκο σχεδόν κυτάζοντας αλλού το πρόσωπο το λαμπρό σαν να 'ξερε τη δύναμη της, για να μην τον τυφλώσει ολότελα και τον δέσει για πάντα με τα μάγια της ομορφιάς της. Δεν βλέπει τη λυγερή κορμοστασιά, τη δαχτυλιδένια μέση, το καμαρωτό περπάτημα.

Τίποτα απ' αυτά, κάποιο κακό χέρι μαγικό σαν να χτύπησε με το ραβδί του αυτόν τον μαγικό κόσμο που είχε στήσει στον νου του ο Πέτρος και πρόβαλε τώρα μπροστά του μια πραγματικότητα άσκημη. Από παντού έμπαινε η ασκήμια και τίποτε δε μπορούσε να τη σταματήσει, μέσα απ' τα πυκνά πέπλα, κάτω απ' τα χρυσοΰφαντα νυφικά τα καταστόλιστα με δαντέλες. Κι η ασκήμια αυτή βαδίζει κατά πάνω του απειλητική, σαν κυματόβουνο, να τον πνίξει, θέλει να φωνάξει βοήθεια, να φύγει, κυτάζει γύρω του, βλέπει την πόρτα σκιασμένη από πλήθος μουστακοφόρες φάτσες, το ίδιο και το παράθυρο, ακόμη και το πίσω που έβλεπε κατά τον γκρεμό και σ' αυτό έχουν σκαρφαλώσει ίδιες φάτσες, κυτάζει στο εικονοστάσι, αντικρύζει τον Εσταυρωμένο που με το κεφάλι πεσμένο στο πλάι είναι σαν να του λέει "σήκωσε κι εσύ τον σταυρό σου".

Αυτό ο Πέτρος το αποκρούει ευθύς. Τι δουλειά είχε αυτός ο απόγονος μιας γενιάς ακουσμένων πειρατών με τα πάθη του Κυρίου; Κυτάζει πλάι τον Αγιάννη που κρατάει το κεφάλι του στον δίσκο κι αυτός σαν να του λέει: "καλήτερα να' χεις το κεφάλι στους ώμους παρά στο πιάτο". Αυτό κάπως τον συνεφέρνει, άλλωστε ο παπάς που βιάζεται του βάζει στα χείλια του το ποτήρι. Τότε συνέρχεται, κάνει να το σπρώξει με το χέρι του μα σκύβει και το πίνει όλο μονορούφι, μόλις προφταίνει και του το τραβάει. Το μυστήριο τέλειωσε, ευχές από παντού, σμπάρο, χαλασμός. Τον τραβάνε να χορέψει μαζί με τη νύφη, σέρνεται όπου τον σέρνουν, ούτε καταλαβαίνει τι γίνεται, πότε άρχισαν και που θα τελειώσουν όλ' αυτά.

Μέσα στην βουή βγαίνει σαν αυτόματο, κατεβαίνει στην αυλή, βγαίνει στον δρόμο όπου περιμένουν τα μουλάρια γιο το ψίκι, οι συμπεθέροι έχουν κιόλας καβαλικέψει, τα προικιά έχουν φορτωθεί (για να τον βγάλουν απ' τον κόπο τον ορμήνεψε η γριά Δήμαινα να τα' παίρνε μαζί την Κυριακή κι όχι την Παρασκευή όπως συνηθίζεται ακόμη σε κείνα τα μέρη) για να μπει και στο μάτι των εχτρών. Μπροστά του η νύφη απάνω στην καταστόλιστη φοραδίτσα, τη σμερδή πεντάμορφη, ανήσυχη, χαριτωμένη, με τις πολύχρωμες πατανίες και τα ολοκέντητα σεντόνια της καβαλαρίας, που κάνει ακόμα πιο χτυπητή την ασκήμια της Γκαβομαριώς. Τον Πέτρο τον έπιασε απελπισία και στην απελπισία του η μόνη αντίδραση ήταν να πηδήξει στο άλογο του ανάποδα για να μη βλέπει.

Οι δικοί της νύφης κατάλαβαν και γέλασαν τρανταχτά, που τάχατε κάνανε γαμπρό χωρατατζή, κι άδειασαν μονοκοπανιά τα ντουφέκια τους στον αέρα για κατευόδιο που για τ' αφτιά του Πέτρου είχαν κι άλλη σημασία. Όταν κάπως καθάρισε ο νους του ήταν στον πύργο του μόνος του με τη Γκαβομαριώ, στολισμένη ακόμη νύφη καθισμένη σ' έναν καναπέ, στη μεγάλη σάλα του πύργου. Ο Πέτρος είδε πως το μόνο που είχε κερδίσει ήταν πως είχε διπλασιάσει τους εχθρούς του κι είχε μπάσει και την ασκήμια στο σπίτι του, συντροφιά του μόνιμη. Ήθελε να τους τιμωρήσει όλους, που κορόιδεψαν έτσι την αδυναμία του, κι άλλον τρόπο δεν είχε: Παράτησε τη Μαριώ έτσι ντυμένη, χωρίς όχι φιλί, παρά ούτε λέξη, κι έφυγε. Πήδηξε σε μια βάρκα κι έγινε άφαντος. Κανείς δεν τον ξανάιδε, ούτε στο χωριό του ούτε πουθενά. Κανείς δεν πήγε στο σπίτι του να τον ζητήσει. Οι πρώτοι άνθρωποι που ύστερα από καιρό μπήκαν σπρωγμένοι από την περιέργεια για τη βουβαμάρα που 'χει περιτυλίξει τον πύργο, προχώρησαν μέσα στις κάμαρες και βρήκαν στην σάλα πάνω στον καναπέ καθισμένη τη νύφη με τα νυφικά της ξερή.

Ο πύργος ρήμαξε και στοίχειωσε. Την ημέρα ο άνεμος βουίζει στα παράθυρα κουνώντας τα ξεκατινιασμένα του πατζούρια και τις νύχτες οι κουκουβάγιες κι οι γκιόνηδες ξεχύνουν από κει μέσα τ' απαίσια τους χουγιάσματα. Οι αλαφροΐσκιωτοι του χωριού δηγιόνται μαζί με τ' άλλα ξωτικά που βλέπουν τις νύχτες και το φάντασμα που βγαίνει στον ρημαγμένο πύργο του Πέτρου. Μια νύφη καταστόλιστη, κι άσκημη σαν τέρας που μπαίνει απ' την πόρτα και πάει και κάθεται στον καναπέ προσθέτοντας τον βόγγο της στο χουγιάσματα που κάνουν τα νυχτοπούλια.

(Πρωτοδημοσιεύτηκε στην "Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά", το 1962)


Προηγούμενη Επόμενη