Εκδοτικό σημείωμα ] Με τα αιγοπρόβατα ] 17η Μαρτίου ] Τα πιστόλια... ] Ταβέρνα Λαλούδες ] Κ. Νάντια Σερεμετάκη ] [ Η Μανιατοπούλα... ] Ο Βλάχος... ] Καρδαμύλη ] Το πιστόλι... ] Μανιάτικη Διπλωματία ] Η στάση των... ] Άνθη και Φυτά... ] Οι όμορφες... ] Η ιστοσελίδα... ] Γυμνάσιο - Λύκειο... ] Τρέχει σαν... ] Κάστρο Πασσαβά ] Λας ] Χωσιάρι ] Πυγμαχικοί θρύλοι ] Η ιστορία της... ]

 

Κεντρική
Επάνω

 

Επικοινωνία


Ηλεκτρονικό Ταχυδρομείο

Τηλέφωνα
27330 53670 &
210 7622266

Κατασκευή ιστοσελίδας
Γ.Η. Βενιζελέας

ΑΥΘΕΝΤΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Η ΜΑΝΙΑΤΟΠΟΥΛΑ ΚΙ Ο ΒΛΑΧΟΣ

Καταγεγραμμένα από τον Κυριάκο Δ. Κάσση, Λαογράφο – Συγγραφέα

Μία Μανιατοπούλα είχε κακή μοίρα ν' αρρεβωνιαστεί ξένο (εννοεί μη Μανιάτη). Και ήτα και ξένος και βλάχος (δηλ. από βουνίσιο τόπο). Ητα όμως αγαθό παιδί, όμορφο κι απονήρευτο, (όπως ήτα οι βλάχοι, πρινα ντούσε ξυπνήσουσι οι Μανιάτες). Του λέει η μάννα του:

- Οντα πααίνεις στην αρρεβωνιαστικιά ζου να ντύνεσαι καλά.

Πάει και 'κείνος αγοράζει μία φουστανέλλα καλή. Εξέχασε όμως να φορέσει βρακί. Αγοράζει κι ένα ζευγάρι παντόφλες. Οι παντόφλες ήτα δεμένες με σφάγγο και εκείνος δεν ήξερε να ντόνε κόψει περί επερπάτα με όλο το σφάγγο σα ντη γ κόττα. Φτάνει στης αρρεβωνιατικιά του, αλλά έφτασε το βράδυ, έτσα που επάαινε σιγά - σιγά για να μη γ κοπεί ο σφάγγο ς.

- Α, ωραίες παντόφλες επήρες, του λέει η πεθερά του.

- Ναι, αλλά δε μπορείς να περπατήσεις με δαύτες.

- Εμη, κόφ' το σφάγγο, κακομοίρη μου.

Πάει κόβει το σφάγγο κι απέει καθέζει απέναντι στην αρρεβωνιαστικικα και σε κάτι φιλονάδε της. Λέει στι φιλονάδες και έδειχνε τη φουστανέλλα:

- Το λέπετε αυτό; Εχου άλλες τρεις πήχες στο σπίτι.

Αλλά όπως ήτα ξεβράκωτος, εφαίνοντα από κάτου τα νταραβέϊρια του και ήτα σα να λέει για κείνα.

- Κού - κού - κού, τα γέλια εκείνες. Πάει η κοπέλλα στη μάννα της:

- Μωρέ μάννα, έναι τέλεια χαζός...

- Οχι, μωρή, έναι καλό παιδί... Πάει ο βλάχος στο σπίτι του.

- Μάννα, η αρρεβωνιαστικιά μου όλο μούτρα μου κάνει.

- Είσαι κι εσύ μονοκόμματος. Να ντήσε πααίνεις και κάνα δώρο όντε πααίνεις;

- Δώρο, τι δώρο;

- Να, καένα γλυκό...

Την άλλη μέρα πάει ο βλάχος παίρνει ένα κιλό χαρβά και πάει στην αρρεβωνιαστικιά του. Εκανε ζέστη όμως κι ο χαρβάς αναγλύκωνε. Τόνε βάνει κά στο σιλάχι του. Ηύρε τη γ κοπέλα με τι φιλονάδε της. Τήσε λέει:

- Εσύ κι εγώ θα φάμ' απ' αυτό! Και της έδειχνε το σιλάχι. Ετσα όμως όπως τόδειχνε εφαίνοτα σα να δείχνει τίποτ' άλλο.

- Κού - κού - κού, τα γέλια οι φιλονάδες. Ούτε του μίλησε η αρρεβωνιαστικιά. Εφυγε ντροπχιασμένη. Πάει στη μάννα του ο βλάχος στενοχουρεμένος:

- Μάννα, η αρρεβωνιαστικιά μου δε μου μίλησε κά.

- Βρε, δεν ηξέρεις να μιλάς γι' αυτό. Οι κοπέλες θέσι και λίγο πονηρία, θέσι να ντούνε ρίχνεις και καμμία πονηρή πεϊτριά.

- Πετριά;

Πάει και κείνος την άλλη μέρα στη γ κοπέλα αγκαλιασμένος με μερικές πέτρες. Την είϊδιε κι εκάθοτα στη ρούγα με τις άλλες κοπέλες. Παίρνει μία πέτρα και πονηρά - πονηρά από τη γωνία, τήσε σποντενά μία πετριά. Τήνε βρέσκει κατακούτελα τη γ κοπέλα... πάρ' τη χάμου.

Εβγήκασι οι δικοί τη κοπελός. Τόνε πχιάνουσι:

- Βρε, γιατί τήνε βάρησες;

- Να, η μάννα μου μούπε να ντήσε ρίχνου και καμμία πεϊτριά.

Τόνε διώξασι πλέο. Ούτε για γαμπρό, ούτε για γνωστό δεν τον ήθασι.


Προηγούμενη Επόμενη