Πρόκειται για ψευδώνυμο του
Σταύρου Κοκκινέα, από την Σαϊδώνα της Β.Δ.
Μάνης, όπου γεννήθηκε το 1916. Δημοσίευσε
ποιήματα από 16 ετών, μαθητής τότε στο
Γυμνάσιο Φιλιατρών. Σπούδασε Νομικά
στην Αθήνα, ενώ παράλληλα ασκούσε την
δημοσιογραφία. Με την τελευταία
ιδιότητα εκλαΐκευσε Νομικά
συγγράμματα και ασχολήθηκε με την
πνευματική ιδιοκτησία. Σαν σύμβουλος
Ραδιοφωνικών Ιδρυμάτων και
συνδικαλιστής σε συναφείς με την
Ραδιοφωνία συνδικαλιστικούς φορείς,
ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, καθώς
και σαν καθηγητής σε Δραματικές σχολές.
Ασχολήθηκε με τη Λογοτεχνία
και Λαογραφία. Στην πρώτη του Ιδιότητα (α'
βραβείο διηγήματος 1957, με το έργο «Έξ
χιλιάδες διακόσια είκοσι τρία»)
ξεχωρίζει το έργο του «Δωρική κολώνα».
Στην ιδιότητα του λαογράφου συνάπτεται
κυρίως η σπουδαία ιδιότητά του σαν του
μεγαλύτερου «παραμυθά» της Ελλάδας,
αφού δημοσίευσε πάνω από χίλια
παραμύθια, από το 1947 ως το θάνατό του, το
1978. Τα πιο πολλά απ' αυτά είχαν
μανιάτικο παραδοσιακό πυρήνα, κυρίως
τα πρώτα, που σε τρεις σειρές
δημοσιεύει με τίτλο «Εύθυμα Ελληνικά
Παραμύθια» από το 1947 έως το 1951. Στη
συνέχεια άρχισε να δημοσιεύει
παραμύθια σε επιφυλλίδες του
περιοδικού ποικίλης ύλης «Ρομάντσο»
για πολλές δεκαετίες ανελλιπώς.
Έτσι μαζί με τον, μανιάτικης
καταγωγής, Νίκο Ρούτσο και την επίσης
Μανιατοπούλα Πιπίνα Τσιμικάλη-Τζωρτζάκη
είναι ο μεγαλύτεροι Νεοέλληνες
παραμυθιογράφοι, ενώ μαζί με τον Κώστα
Πασαγιάννη και τον Κυριάκο Δ. Κάσση
απαρτίζουν την πεντάδα των καταγραφέων
των μανιάτικων παραμυθιών.
Από το βιβλίο το Κυριάκου Δ.
Κάσση «Διακόσιοι Μανιάτες Λογογράφοι»,
Αθήνα 1998.