Αρχική Ιστορία Δήμοι - Χωριά Ήθη - Έθιμα Μοιρολόγια Ποίηση Απόδημοι Αρχιτεκτονική
Εκκλησίες Κάστρα Ταΰγετος Χλωρίδα Πανίδα Σπήλαια Προϊόντα Άρωμα Μάνης
Δημιουργοί Απόψεις Εκδρομές Σύλλογοι Σύνδεσμοι Wallpaper Περιεχόμενα Βιβλιογραφία

 

Προηγούμενη

Επικοινωνία

Μαργαρίτα Καρλαύτη

Γεννημένη στην Αθήνα το 1969 από γονείς Γυθειάτες, επισκεπτόταν κάθε καλοκαίρι τον τόπο καταγωγής της και τους παππούδες της. Μεγαλώνοντας έφτιαξε το πατρικό σπίτι του πατέρα της, που κληρονόμησε μετά το θάνατό του και άρχισε να περνάει μεγάλα χρονικά διαστήματα κοντά στη «Θεία γη» όπως αποκαλεί το Γύθειο. Παιδικές μνήμες αιώνια χαραγμένες οι καλοκαιρινές της διακοπές, αλλά και οι μετέπειτα εμπειρίες της στον τόπο αυτό, αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν πηγή έμπνευσης «ποιημάτων», ίσως όχι μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, αλλά σίγουρα μεγάλης συναισθηματικής.
Η δημοσίευση κάποιων απ’ τα «ποιήματα» έχει αποκλειστικό σκοπό την απόδοση φόρου τιμής στο μέρος αλλά και τους ανθρώπους απ’ όπου εμπνεύστηκε γι’ αυτό και τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ, (εκτός των τριών πρώτων), γράφτηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Γυθείου ή είναι εμπνευσμένα από αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του.

Το ποίημα "Ευχαριστώ τη θεία γη" έτυχε βράβευσης από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (ΠΕΛ) και όπως η ίδια λέει:
"αναφέρεται στον τόπο καταγωγής μου (Γύθειο) και στις εικόνες, τα συναισθήματα και τις στιγμές που μου έχει προσφέρει, καθώς και ένα ακόμη, φόρο τιμής, στον παππού μου και τη γιαγιά μου, που γεννήθηκαν στις αρχές του αιώνα στο Σιδηρόκαστρο, κατάφεραν να επιζήσουν και να μεγαλώσουν 6 παιδιά στα δύσκολα εκείνα χρόνια και πια δε ζουν".

Η διεύθυνση της ιστοσελίδας της, όπου μπορείτε να βρείτε περισσότερα ποιήματα, αλλά και πληροφορίες για την Ελλάδα και τη Λακωνία ιδιαίτερα είναι:
http://www.virtualtourist.com/marka13

Έρωτας

Στου έρωτα την καταιγίδα, μέσα έπεσα.
Πάλη με φτερωτό θεό χαμένη, έστησα.
Κι αφού μες στις παγίδες, τις δικές μου, ξέπεσα,
τις αλυσίδες, που δεμένη με κρατούσαν, έσπασα.

Άμυνες, επιθέσεις κι όπλα, έχασα.
Εγωισμούς, ενοχές, φόβους, συνέτριψα.
Λόγους που είχα δώσει αθέτησα.
Νέα ζωή και όνειρα απέκτησα.

Παρελθόν ξέχασα, μέλλον, ανέτρεψα.
Τα μάγια έλυσα, τον πόνο έπνιξα.
Στη νύχτα βάδισα, εχθρούς αφάνισα.
Τα ζάρια έριξα , στην τύχη έπαιξα.

Και το κεφάλι έσκυψα κι υποκλίθηκα
μπρος στου έρωτα την ανίκητη δύναμη.

 

Βλέμμα – φυλακή

Σαν κλέβεις ένα βλέμμα… μια ματιά,
έχε το νου σου.
Σκλάβος αυτού του βλέμματος,
μπορεί να μείνεις μαγεμένος,
αν δεύτερη ματιά δε σε κοιτάξει,
την αμαρτία της κλεψιάς να συγχωρέσει

 

Πανσέληνος

Από αγριεμένη θάλασσα ανατέλλεις, αποκαλύπτοντάς μου,
τις μαύρες σκιές της πορφυρής σου γοητείας.
Στρογγυλοπρόσωπη εσύ, τραυματισμένη θηλυκότητα.

Εισβολή φωτός στην αποσύνθεση

Ακτίνα φωτός βρίσκει κερκόπορτα, στου πατζουριού τη γρίλια.
Εισβάλλει νικητής στο σκοτεινό μου κάστρο, μετά από ωρών πολιορκία.
Κατακτητής στης πολιτείας μου το σκότος, κουρσεύει το δωμάτιο.
Ψάχνει για λάφυρα πολύτιμα να πάρει.
Το θρίαμβο της και την υποταγή μου να δηλώνουν.

Στο τραπεζάκι τασάκι μ’ αποτσίγαρα γεμάτο
κι άδεια πακέτα από φτηνά τσιγάρα.
Στο πάτωμα περιοδικά γεμάτα σκόνη
και βιβλία που ποτέ δεν ανοιχτήκαν.
Στον καναπέ τα ρούχα πεταμένα
και στο γραφείο στοίβες από άχρηστα χαρτιά.

Γυμνοί οι τοίχοι από κάδρα, γυμνή κι εγώ από χαρά,
στου κρεβατιού μου τη γωνία περιμένω κουρνιασμένη,

Τέλος, αφού η ακτίνα όλο το χώρο εποπτεύσει,
κάτι δεκάρικα στο πάτωμα κλωτσάει
και από την ίδια γρίλια, αηδιασμένη αποχωρεί.
«Άδικα πήγε τόσος κόπος για να μπω» την άκουσα να λέει.
«Δεν άξιζε σ’ αυτόν το μουχλιασμένο τόπο να πατήσω»

Κι έμεινα εγώ κύριος του κάστρου μου και νικητής,
να πανηγυρίζω μαζί με το σκοτάδι, τη νίκη μας ενάντια στο φως!

Ευχαριστώ τη θεία γη

Το δρόμο της καρδιάς μου ακολουθώντας,
έφτασα μεσημέρι, σε λιμανάκι απάγκιο,
που το μυαλό το φορτωμένο απ’ τις σκοτούρες, γαληνεύει.
Το μάτι απλώνεται στου ορίζοντα το μπλε
και ξεκουράζεται, πάνω στις βάρκες,
που τεμπέλικα στην αγκαλιά του χουζουρεύουν.
Το νου παίρνουν οι γλάροι στα φτερά τους
και τον βουτούν στα μυστικά της θάλασσας
και στης σιωπής το αθόρυβο τραγούδι.
Ζευγάρωμα ιδανικό, του γαλανού,
με πράσινο απ τη φύση γεννημένο.
Το θρόισμα του ανέμου ασημώνει τις κορφές,
δέντρων αιώνια λατρεμένων, που νικητές στεφάνωσαν
και της ζωής το δώρο το πολύτιμο χαρίσαν σε χρόνια ματωμένα.
Ο ήλιος στέλνει ασήμια στης θάλασσας την αγκαλιά
κι εκείνη ανταποδίδει, μαργαριτάρια σπέρνοντας στο διάβα του.

Το σούρουπο, πριν πάνε να φωλιάσουν τα πουλιά,
προσεύχονται κι ευχαριστούν τον Άγιο καλλιτέχνη,
που πινελιές από φωτιά προσθέτει στου ορίζοντα το βάθος.
Κι εγώ βαδίζοντας σε μονοπάτι από αγριολούλουδα στρωμένο,
φτάνω σε θαλπωρής γωνίτσα ταπεινή, που όλοι οι καλοί χωράνε.

Με ολοκέντητη κουβέρτα, η νύχτα σα μας ντύσει, φίλοι καλοί,
θα αφεθούμε στο τραγούδι της φωτιάς, λέγοντας ιστορίες,
απ’ τις σκιές των πύργων και των θρύλων γεννημένες.
Πόλεμοι, έπη, έρωτες, δόξες κι ιδέες, ξετυλίγονται μπροστά μας,
κι απ’ την αρχαία Ελλάδα ως και τώρα, πλούσια σε γεγονότα Ιστορία.
Στου χρόνου το καράβι θα μπαρκάρουμε, νέκταρ ποτίζοντας τις μνήμες,
κι η θεία γη θα ζωντανέψει τους προγόνους.
Βουνά ιερά μας αγκαλιάζουν και οι θεοί θα οδηγούν τα βήματά μας,
σε μονοπάτια φωτεινά και απ’ το μοντέρνο κόσμο ξεχασμένα.
Κι αφού το νου ταΐσουμε αμβροσία και την καρδιά ποτίσουμε με νέκταρ,
με ανοιχτό στα θαύματα το πνεύμα και ψυχή γαληνεμένη,
θα γείρουμε στην αγκαλιά του ουρανού να ονειρευτούμε.

Και σαν το πρώτο φως, την πόρτα μας χτυπήσει,
μια λέξη μόνο έρχεται στο νου, μαζί με τα. πουλιά να κελαηδήσω:
«Ευχαριστώ»

 

Ζώντας

Όσο ο ήλιος κάνει κούνια στο εκκρεμές του ουρανού,
Θα αναπνέω το γαλανό αέρα, κάτω από σκιά ασημένιας ελιάς,
παρατηρώντας με περισσή προσοχή μια κληματόβεργα ακροβάτη.

Ημερήσια εκδρομή

Χαρά θεού η μέρα
κι όμως αγκυροβόλι η στεριά.

Ανάβαση σε δρόμο φιδωτό
για την κορφή του ουρανού.
Πέτρινο και διπλό το τοξωτό γεφύρι
που περνάμε γι’ αρχοντικό χωριό.

Σπιτάκια σκαρφαλωμένα στις κορφές,
μ’ Άγιο θαλασσινό προστάτη,
κοιτούν από ψηλά
την πράσινη της στεριάς τη θάλασσα
με τα πολλά τα κύματα.

Μνημείο για προγόνους τιμημένους,
που λεύτερο κρατήσανε τον τόπο, προσκυνήσαμε.
Κι ο αγέρας να μιλά.
Φιλόξενο οινοπαντοπωλείο
στου χωριού την πλατεία
νέκταρ και αμβροσία μας προσφέρει.

Σε μοναστήρι ξακουστό μα ερημωμένο φτάσαμε.
Απ’ την κορφή του ουρανού κοιτάζει,
το πόδι που χωρίζει δυο θάλασσες αδέλφια.
Δικέφαλοι αετοί την είσοδο φυλάνε,
κρατώντας σπάθα και σταυρό
κι έχοντας στέμμα στο κεφάλι.
Η καμπάνα γλυκά ήχησε στον αποχωρισμό μας
κι η Παναγιά μόνη εκεί, μας γιάτρεψε.

Το δρόμο συνεχίζοντας,
το παρελθόν είδαμε,
να κοντοστέκεται στο κάλεσμά μας
και να μας προσπερνάει κατηφορίζοντας,
άλλο δρόμο τραβώντας,
χωρίς συνάντηση με το παρόν να γίνει.

Πεύκα και έλατα αιώνων χαιρετίσαμε,
νερό από ποτάμι μας ξεδίψασε
και χιόνια γίναν σύντροφοί μας στο παιχνίδι.
Κι αφού τη θάλασσα την ξεχασμένη,
ξανασυστήσαμε στις πέτρες του βουνού,
εμποδισμένοι απ’ τα χιόνια,
καθίσαμε να φάμε.

Τραπέζι έτοιμο, στρωμένο μας περίμενε
κι εμείς είχαμε απ’ όλα.
Κρασί «Ταΰγετος»,
τυρί απ’ την κατσίκα του μπακάλη
και χωριάτικο ψωμί.

Στο δρόμο της επιστροφής,
φωνάξαμε τη θάλασσα,
απ’ του βουνού τις όμορφες πλαγιές,
και κανονίσαμε και του βουνού τις πέτρες
να δείξουμε σ’ εκείνη.

Η τελευταία στάση μας, ήταν να συστηθούμε
σε μια γρια γαϊδουρίτσα, που ξαπλωμένη
περίμενε τα χάδια μας.

Το σούρουπο μας βρήκε στο λιμάνι,
δίπλα στο γερο Δαίδαλο,
να χαιρετίσουμε το ναύτη
και το ατέλειωτο ταξίδι του.

(Μπορείτε να καταλάβετε ποια διαδρομή ακολουθήσαμε και ποια μέρη επισκεφθήκαμε;;;)

Εικόνας παράπονο

Γερασμένη εικόνα, παγωμένη στο χρόνο,
γκρίζα και καπνισμένη
στο δρόμο της καρδιάς μου, αριστερά, είναι πεσμένη.
Κείτεται αγνοημένη απ΄ τους πάντες
κι όσο αν αλλάζει, ίδια μένει.

Ανολοκλήρωτο το παζλ, ημιτελής η εικόνα
κι αφιλόξενη στου ματιού την άγρια περιέργεια.
«Τι με κοιτάς ανόητε εραστή της ηδονής;
Δεν είμ’ εγώ για σένα. Στρέψε το λάγνο βλέμμα σου αλλού,
σ’ άλλες εικόνες, όμορφες, φωτεινές, πολύχρωμες,
αρμονικές και λαμπερές που στου μυαλού
και της αισθητικής σου τα κριτήρια, πάνε γάντι.

Κλείσε τα μάτια και προσπέρασε,
βέβηλε, προσκυνητή της γκλαμουριάς.
Δεν είμαι εγώ για σένα. Μη με κοιτάς
και με μολύνεις με τ’ άδεια μάτια σου.

Έναν περαστικό θέλω να βρω, να με χαϊδέψει με το βλέμμα
και νόημα να βρει, εκεί που οι άλλοι προσπερνάνε.
Και να μην προσπαθήσει πάνω απ’ όλα ομορφιά να μου χαρίσει,
κυκλώνοντας με, με καλαίσθητη κορνίζα.»

 

Χορός

Σπουργίτια στο βοριά,
σα φύλλα φθινοπωρινά,
τα παίρνει ο αέρας
και τα πετά στον ουρανό.

Κι εκείνα στροβιλίζονται
στο μπλε, δίχως πορεία.
Χορογραφία της στιγμής
στον ουρανό κεντάνε.

Κι ύστερά βουτιά κάνουν και χάνονται
απ’ τη σκηνή του ουρανού.
Ώσπου μια νέα του άνεμου ριπή,
τα ξανακάνει να χορέψουν.

Βάρκα

Μια βάρκα απλή, μικρή, μοναχική,
στα νερά του λιμανιού μας ξεκουράζεται.
Με χρώματα τόσο συνηθισμένα είναι ντυμένη,
μα τόσο φωτεινά μοναδική θαρρώ πως είναι.

Λευκό το φόρεμα που την τυλίγει,
με ρίγες τρεις είν’ στολισμένο.
Κίτρινο φθινοπωρινό, μπλε του βυθού
και κόκκινο, κρασιού ώριμου χρώμα.

Περήφανα την πλώρη της σηκώνει
σαν απαλά το κύμα τη χαϊδεύει.
Μοιάζει να σκέφτεται τ’ αμέτρητα ταξίδια που ’χει κάνει.
Όλα στον ίδιο τόπο.

Παράπονο δεν έχει, κι όνειρα για ταξίδια μακρινά δεν κάνει
Ίσως γιατί μικρή και ταπεινή σαν είναι, ξέρει,
πως σε πελάγη άγνωστα αν βγει, θα κινδυνέψει
κι ίσως πελώρια κύματα την καταπιούν,
κι ίσως σε υφάλους ύπουλους, τσακίσει το κορμί της.

Κι όμως δεν είν’ ο φόβος που τη δένει,
δεν είναι τεμπελιά, δεν είναι άγνοια.
Είναι της μοναξιάς η γνώση, που μιλάει
μες του πελάγου το απέραντο γαλάζιο:

“Όπου και να’ σαι ευτυχία δε θα βρεις,
όσα ταξίδια και να κάνεις, ίδια θα ’ναι.
Αν πρώτα μέσα σου δεν ταξιδέψεις δε χαθείς,
ταξίδια άλλα στη ζωή σου δε μετράνε”.

Αυτή τη βάρκα τη σοφή, τη φωτεινή,
που στο λιμάνι μόνη συλλογιέται,
ποιος θα την ταξιδέψει, στης αγάπης το νησί,
μ’ άνεμο ούριο τ’ όνειρο;

 

Ο παππούς και η γιαγιά

Βασιλικού κλωνάρι στο αυτί,
και καβουράκι φορεμένο λίγο πλάι.
Λεβέντικη κορμοστασιά καμαρωτή,
το θαυμασμό σκορπάει όπου περνάει.

Τι κι αν ασπρίσαν τα μαλλιά;
Τι κι αν κυκλοφορεί με γαϊδουράκι;
Στον κόσμο το μοντέρνο τον τραχύ,
δεν τον αποκαλούνε «γεροντάκι».

Από μικρό παιδάκι, ορφανό,
σε φτώχια και πολέμους είχε ζήσει
αξιοπρεπής κι αγέρωχος πολεμιστής
εχθρούς και δυσκολίες είχε συντρίψει.

Μα πίσω απ’ όλα, η γιαγιά,
σύμβουλος και προστάτης,
ακούραστος αγωνιστής,
της οικογένειας στυλοβάτης.

Μορφή σκυφτή, ευγενική, και ταπεινή
ήρωας αφανής στα έρμα χρόνια
από μικρό παιδάκι ορφανή,
κατέχει από θυσίες και συμπόνια.

Φλόγες

Στις φλόγες που χορεύουν το βλέμμα παγιδεύεται.
Κάθε φλογίτσα, μικρές φωνούλες βγάζει,
λες και με προκαλεί, την ιστορία της ν’ ακούσω.

Με τις σκιές τους, παράσταση θεατρική,
μπροστά μου στήνουν.
Kαι μες απ’ τους ψιθύρους τους,
εγώ καταλαβαίνω,
πόσο μικρή ειν’ η ζωή τους,
μα με τι πάθος, τη διαβαίνουν.

Καμιά αγωνία ή πίκρα μήπως και στάχτη γίνουν.
Τρελό χορό μπροστά μου στήνουν, εμπνευσμένο.

Και σαν το θέατρο τελειώσει,
με μια υπόκλιση,κάρβουνο γίνονται.
Και περιμένουν, το τελευταίο χειροκρότημα,
πριν στάχτη γίνουν.


Ηρώων 1 ] Παιδιών ] Ηρώων 2 ] Παναγιά Γιάτρισσα ] Νικηφόρος Βρεττάκος ] Γιάννης Ρίτσος ] Μιχάλης Μπατσινίλας ] Νίκος Χριστοδουλάκος ] Δημοτικά ] Πάνος Γουνελάς ] Σταύρος  Μπόφος ] [ Μαργαρίτα Καρλαύτη ] Προσευχή ] Η Μανιάτισσα ] Τσάτυρα Α' ] Τσάτυρα Β' ]