Κατέχει μια από τις κορυφαίες
θέσεις στη σύγχρονη Ελληνική ποίηση. Ο
Νικηφόρος Βρεττάκος, γράφει ο Μιχαήλ
Περάνθης, είναι "Ποιητής της ελεύθερης
φαντασίας, αφήνεται σε λυρικές
ονειροπολήσεις, άλλοτε στους κανόνες της
μετρικής και, συχνότερα, σε ρυθμική διαδοχή
στίχων. Ιδιοσυγκρασία ευαίσθητη, φύση
συναισθηματική και γνησίως λυρική, τυλίγει
τα γραφτά του με μια διάχυση τρυφερότητας,
δίνοντάς τους το άπλωμα, το γύρισμα και την
ελαστικότητα της φαντασίας του".
Γεννήθηκε τη πρωτοχρονιά του 1912
στις Κροκεές Λακωνίας, στο σπίτι της θείας
του Αρχόντως και πέθανε το 1991 στη Πλούμιτσα
Λακωνίας. Η μητέρα του Ευγενία είχε
μεταφερθεί στις Κροκεές από το διπλανό
μικρό αγροτικό οικισμό, Πλούμιτσα, για να
γεννήσει το πρώτο της παιδί. Ο μικρός
Νικηφόρος μεγάλωσε στις Κροκεές όπου και
τελείωσε το δημοτικό σχολειό.
Έμενε στο σπίτι του αδερφού της
μητέρας του, του Νίκου Παντελεάκη που δεν
είχε παιδιά. Σαν τελείωσε το δημοτικό πήγε
στο γυμνάσιο στο Γύθειο, πάντα με τη βοήθεια
του θείου του Νίκου αλλά και άλλων θείων του,
μιας και ο πατέρας του ήταν πάμφτωχος. Μετά
το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα και σπάνια
πλέον πήγαινε στο χωριό, κι όταν πήγαινε το
έκανε για να δει τη μητέρα του την οποία
υπεραγαπούσε.
Ακολούθησαν χρόνια πικρά και
δύσκολα. Ο πατέρας του πέθανε και η μητέρα
του άφησε την Πλούμιτσα και εγκαταστάθηκε
μόνιμα στις Κροκεές μαζί με τα αδέρφια του,
Σοφία και Μιχάλη.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος
παντρεύτηκε το 1934 την Πίτσα Αποστολίδου
με την οποία είχαν δύο παιδιά, τον Κώστα και
την Τζένη. Πολέμησε στην Αλβανία το 1940-41 και
το 1942 έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Ο Λάκωνας ποιητής, κατά τη
διάρκεια της χουντικής διδακτορίας, το 1967
αυτοεξορίστηκε. Όταν, με τη μεταπολίτευση,
ξαναγύρισε από την ξενιτιά, θαρρείς και
ανακάλυψε τη γενέθλια του γη, εγκαταστάθηκε
σχεδόν μόνιμα στις Κροκεές. Στις αρχές του
1980 έφτιαξε ένα μικρό σπιτάκι δίπλα στα
χαλάσματα της Πλούμιτσας όπου και έγραψε
πολλά από τα έργα του αγναντεύοντας το φίλο
του τον Ταΰγετο.
Στις μεταγενέστερες
συλλογές του, εμφανής είναι μια επιστροφή
στη φύση και στη γενέθλια γη που του ανοίγει
δρόμους επαφής με τη δημοτική παράδοση.
Έγραψε μια μεγάλη συλλογή
ποιημάτων καθώς και το ορατόριο «Λειτουργία
κάτω από την Ακρόπολη», μια προσφορά στον
Ελληνισμό της διασποράς.
Έργα του: “Το μεσουράνημα
της φωτιάς (1940)”, “Ο Ταΰγετος και η σιωπή
(1949)”, “Τα θολά ποτάμια (1950)”, “Πλούμιτσα
(1951)”, “Προμηθέας (1979)” κ.ά.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος τιμήθηκε
με πολλά Ελληνικά και ξένα βραβεία, ενώ
προτάθηκε ως υποψήφιος για το βραβείο
Νόμπελ στην ποίηση. Την Κυριακή 4 του
Αυγούστου 1991, το πρωί, ο ποιητής του Έθνους
άφησε την τελευταία του πνοή στην αγαπημένη
του Πλούμιτσα.
Μέσ' από
πράσινες ελιές και στάχυα χρυσοφόρα
Δεν είναι πόλη από χαλκό, ούτ' απ' αχάτι χώρα
Σε ξέρει ο θεός και το καλό δε σε ξεχνά ποτέ
του
Σε ξέρει ο ήλιος και η βροχή στα πόδια του
Ταϋγέτου
Μένουν τα πάντα ανάλλαχτα. Τα σπίτια, οι
ζευγολάτες.
Και
κουδουνίζουν οι πλαγιές κι αχολογούν οι
στράτες.
Σαν ένας ύμνος στη χαρά των δουλευτών τα
χέρια
Σπέρνουν, θερίζουν, γνέθουνε, σφυροκοπούν
τη γης
Και μεσ' στα λόγια απλώνεσαι πιο ειρηνικό απ'
τ' αστέρια
Κυψέλη ηλιοπλημμύριστη, χωριό της προκοπής!
Σημείωση: Η
φωτογραφία είναι από το αρχείο του ποιητή
στη Βιβλιοθήκη Σπάρτης.
|