Η Μνημειακή και Αρχιτεκτονική κληρονομιά της Μάνης
Του Γιάννη Σαΐτα, αρχιτέκτονα, πολεοδόμου, εθνολόγου
(Από την εισήγηση στο Πρώτο Μανιάτικο Συνέδριο, Πειραιάς 02.06.2001)
Το ανθρωπογενές περιβάλλον της χερσονήσου, διαμορφωμένο μέσα από μακραίωνες διαδικασίες και σφραγισμένο από τον ανθρώπινο μόχθο για επιβίωση και αυτοτέλεια, έχει συνυφανθεί με το επιβλητικό φυσικό γεωγραφικό χώρο σε ένα σπάνιο, μεγάλης έκτασης ιστορικό και αισθητικό σύνολο.
Με συνολική έκταση 930 τ.χλμ. και πληθυσμό, ο οποίος από το 17ο έως τον 20ο αι. κυμάνθηκε ανάμεσα σε 20.000 ως 50.000 κατοίκους, η χερσόνησος ήταν ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη. Το πυκνό δίκτυο των 120 έως 250 οικισμών που αναφέρουν οι στατιστικές της εποχής, συγκροτούσε μια ιδιότυπη και σπάνια χωροταξική οργάνωση.
Σε συνδυασμό με την ξεχωριστή συγκρότηση των οικισμών, την αρχιτεκτονική των κτισμάτων και την πληθώρα των μνημείων, η περιοχή προβάλει ως μια ιδιαίτερη και σημαντική ενότητα στον εθνικό χώρο. Στην Πελοπόννησο, εκτός της Μάνης, άλλοι ανάλογοι τόποι είναι η Τσακωνιά και οι ορεινοί οικισμοί της κεντρικής ενδοχώρας.
Επίσης, με κριτήριο τους πολιτιστικούς και τουριστικούς πόρους, η χερσόνησος της Μάνης αξιολογείται ως τόπος διεθνούς προβολής στην Πελοπόννησο και κατατάσσεται μαζί με αρχαιολογικούς και ιστορικούς τόπους, όπως η Επίδαυρος, το Ναύπλιο και οι Μυκήνες, η Ολυμπία, η Σπάρτη και ο Μιστράς.
Το πλούσιο πολιτιστικό απόθεμα της χερσονήσου περιλαμβάνει πολλές κατηγορίες έργων από την παλαιολιθική, νεολιθική, αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη περίοδο. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο εντοπισμός, η χαρτογράφηση, η τεκμηρίωση, η ερμηνεία και η δημοσιοποίηση των πορισμάτων για το μνημειακό πλούτο δεν είναι ακόμα επαρκής.
Η περιορισμένη αυτή γνώση και ενημέρωση, τόσο του τοπικού πληθυσμού και των τοπικών και κεντρικών αρχών, όσο και της Ελληνικής και διεθνούς κοινότητας, έχει ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνονται οι προσπάθειες για τη διαχείριση και προστασία των πολιτιστικών αγαθών καθώς και την περιορισμένη συμμετοχή τους στον αναπτυξιακό σχεδιασμό. Παράλληλα, πολλά μνημεία καταστρέφονται είτε από τη φθορά του χρόνου, είτε από άγνοια και αδυναμία για τη διάσωση τους, είτε από άστοχες ανθρώπινες επεμβάσεις.
Επομένως η καταγραφή, η τεκμηρίωση, η ερμηνεία του μνημειακού πλούτου πρέπει να αποτελέσουν το αντικείμενο συστηματικών προγραμμάτων διεπιστημονικών ερευνών, που με τη δημοσιοποίηση τους θα δώσουν μία άλλη εικόνα για την περιοχή και θα επιτρέψουν να συνειδητοποιηθεί καλύτερα ο τίτλος του «Ανοικτού Μουσείου» που τα τελευταία χρόνια αποδίδεται στη Μάνη.