Του Γιάννη Σαΐτα, αρχιτέκτονα, πολεοδόμου, εθνολόγου
(Από την εισήγηση στο Πρώτο Μανιάτικο Συνέδριο, Πειραιάς 02.06.2001)
Ο εντοπισμός μιας σειράς παραλιακών σπηλαίων με ίχνη παλαιολιθικής και νεολιθικής κατοίκησης έχει δείξει ότι η ανθρώπινη παρουσία εδώ ανάγεται σε πολύ παλαιές εποχές. Στις απόκρημνες επιβλητικές ακτές δυτικά της Αρεόπολης, στα σπήλαια Απήδημα, εντοπίστηκαν ίχνη ανθρώπινης εξέλιξης που χρονολογούνται 200.000 ως 20.000 χρόνια πριν. Οι έρευνες έχουν εξαιρετική επιστημονική σημασία, καθώς τα ανθρώπινα απολιθώματα ανήκουν σε προγονικές μορφές του homo sapiens, που ονομάστηκαν ήδη Ταινάριος Άνθρωπος.
Πολύ ενδιαφέροντα είναι και τα ευρήματα της κατοίκησης στο σπήλαιο Καλαμάκια της Αρεόπολης, που χρονολογούνται ιδίως στην 6η και 5η χιλιετία π.Χ. Πολύ γνωστά και σημαντικά είναι επίσης τα ευρήματα των σπηλαίων Διρού, ιδίως της Αλεπότρυπας, τα οποία χρονολογούνται από την 5η και 4η χιλιετία π.Χ. και εκτίθενται στο μικρό αλλά ενδιαφέρον Νεολιθικό Μουσείο του Διρού.
Από την 3η και 2η χιλιετία π.Χ. έχουν διαπιστωθεί αρκετοί οικισμοί σε χαμηλούς λόφους και σε πεδινά εδάφη. Από τη μυκηναϊκή περίοδο, οπότε κυριαρχούσαν οι Αχαιοί, έχουν εντοπιστεί σημαντικά ευρήματα σε 20 τουλάχιστον τοποθεσίες, όπως εδώ, στην Αβία, όπου σημαντικός θολωτός μυκηναϊκός τάφος. Στην περίοδο του Τρωικού πολέμου μνημονεύονται 8 πόλεις στο χώρο της Μάνης.
Από το 12ο π. Χ. αι. κ.ε., εποχή που επικράτησαν οι Δωριείς, σώζονται αξιόλογα τεκμήρια σε πολλές θέσεις, όπου οι αρχαίες «κώμες» των περιοίκων. Στο άκρο Ταίναρο, όπου τα λείψανα του ναού του χθόνιου θεού Ποσειδώνα, λειτουργούσε ιερό - άσυλο με τέμενος, ψυχοπομπείο - νεκρομαντείο. Βλέπουμε τα κατάλοιπα του αρχαίου ναού με το νεότερο εκκλησάκι των Ασωμάτων.
Από την εποχή ακμής του Κοινού των Λακεδαιμονίων και του Κοινού των Ελευθερολακώνων σώζονται επίσης πολλά τεκμήρια, ιδίως στο Γύθειο και την Καινήπολη αλλά και πολλές άλλες θέσεις των 10 πόλεων της ομοσπονδίας, που βρίσκονται στο χώρο της Μάνης. Ιδιαίτερη κατηγορία μνημείων αποτελούν τα λατομεία λίθου, ο οποίος εξαγόταν.
Μετά την παρακμή του αρχαίου κόσμου ο πληθυσμός αποτραβήχτηκε στην ενδοχώρα σε πρωτόγονους γεωργοκτηνοτροφικούς πυρήνες και συνέχιζε τις παλαιές παραδόσεις.
Στο ακριτικό κάστρο στο βραχίονα Τηγάνι έδρευε για μεγάλο διάστημα η βυζαντινή διοίκηση. Σώζονται τα ίχνη του φρουρίου της πόλης καθώς και μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής, όπου ενδιαφέροντα κατάλοιπα. Στον 6ο και 7ο αι. χρονολογούνται επίσης οι βασιλικές στην Καινήπολη, το Γύθειο, το Οίτυλο και άλλα σημεία της χερσονήσου.
Οι ερημωμένες «παλιόχωρες» της Μάνης, καθώς και οι παλαιές εγκαταστάσεις, που τα λείψανά τους έχουν ενσωματωθεί στους νεότερους οικισμούς, των οποίων αποτέλεσαν τους πυρήνες, απεικονίζουν καλά τις τραχιές συνθήκες της τοπικής ζωής. Τις οικήσεις αποτελούν ομάδες 5 ως 30 τυπικών μεγαλιθικών σπιτιών και συμπληρωματικών κατασκευών.
Τα μεγαλιθικά σπίτια εξυπηρετούσαν πρωταρχικές ανάγκες και υπακούουν σε απλά και σταθερά πρότυπα. Με την αργή εξέλιξή τους αποτέλεσαν βασική αφετηρία για τη διαμόρφωση των νεότερων σπιτιών και οικισμών. Είναι μακρόστενα ανωγοκάτωγα κτίρια κτισμένα με ογκόλιθους χωρίς κονίαμα (ξεροπέτρι). Στο κατώι στέγαζαν ζώα, ζωοτροφές και αποθηκευτικούς χώρους ενώ το ανώι αποτελούσε τον κύριο χώρο κατοικίας των ανθρώπων. Σε ορισμένες περιπτώσεις ξεχώριζαν και τετράγωνοι μεγαλιθικοί πύργοι, όπως του Καβούρη στην Κοίτα.
Βλέπουμε την εξέλιξη των βασικών μονάδων σπίτι και πύργος στο νότο: 1) μεγαλιθικό σπίτι, 2) μεγαλιθικός πύργος, 3) μεγαλιθικός πύργος και ακουμπισμένο μεταγενέστερο σπίτι, 4) μεταβυζαντινός πύργος και ακουμπισμένο σπίτι.
Βλέπουμε την εξέλιξη των τοίχων των σπιτιών και των πολεμόπυργων στη διάρκεια τεσσάρων περιόδων: Ι) μεγαλιθικά, II) μέχρι το 1750, III) 1750-1850, IV) 1850 και εξής. Τα μεγέθη των λίθων σταδιακά μικραίνουν και το ασβεστοκονίαμα αυξάνει, ώστε προκύπτουν τοίχοι με βελτιωμένη αντοχή, μικρότερο πάχος, κατακόρυφες παρειές, πιο δυνατές καμάρες, καλύτερες ξυλοκατασκευές.
Ανάλογα με το μέγεθος και τις λειτουργίες τους, τα κατατάσσουμε από τα μικρότερα μέχρι τα μεγαλύτερα, που αντιστοιχούν σε επίσημα κτίρια κατοικίας και συγκεντρώσεως των ισχυρών. Οι παραλλαγές στα μεγέθη είναι απόρροια τόσο των γεωγραφικών - μικροκλιματικών διαφορών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, όσο και των διαφοροποιημένων κατά περιοχές ιστορικών, κοινωνικοοικονομικών, πολιτιστικών δεδομένων.
Παρατηρούμε τις ομοιότητες των σπιτιών της Μάνης με τις οχυρές κατοικίες και τους πύργους που χτίζονταν σε άλλους ευρωπαϊκούς τόπους, όπως στην κεντρική Αγγλία, από το 14ο μέχρι το 17ο αϊ.
Τα παλαιά μεγαλιθικά σπίτια συνόδευαν και άλλες αρχέγονες κατασκευές, όπως: μεσαιωνικές μονόχωρες, μεγαλιθικές καμαροσκέπαστες εκκλησίες, όπως ο Σωτήρας της Χαρούδας, μεγαλιθικές υπόγειες στέρνες (κωλογιστέρνες), που καλύπτονταν με ογκώδη μεγαλιθικά δοκάρια, τα πλέκτουρα ή μακρόνια, παλαιά λιοτρίβια που σχηματίζονταν από ένα πέτρινο «κύλιντρο» που έλιωνε τον ελαιόκαρπο, μέσα σε μια μεγάλη πέτρινη γούρνα («λιμπί»), αινιγματικές κατασκευές, όπως ορισμένες λιθοσειρές με ορθόλιθους.
Παράλληλα με τα τραχιά μεγαλιθικά, συνυπήρχαν κτίρια της επίσημης βυζαντινής παράδοσης. Χτίζονταν επίσης πολυάριθμοι απλοί μονοκάμαροι ναοί, που χρονολογούνται από τον 9ο έως το 15ο αιώνα, σώζονται σε διάφορα στάδια εγκατάλειψης και συχνά ενσωματώνουν άφθονα αρχαία οικοδομικά μέλη. Παράλληλα, από το 10ο έως το 12ο αι. χτίστηκαν δεκάδες έντεχνες εκκλησίες (κυρίως εγγεγραμμένες σταυροειδείς με τρούλο) που με την αξιόλογη και ιδιότυπη αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική τους σχηματίζουν μια ιδιαίτερη ομάδα.
Πολυάριθμες και εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι και οι μεταβυζαντινές εκκλησίες, που χτίστηκαν κυρίως το 17ο και 18ο αι. τόσο στη Λακωνική όσο και στη Μεσσηνιακή Μάνη, σε συνάρτηση με τη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών όρων. Εδώ ο Άγιος Σπυρίδωνας στο κάστρο των Μούρτζινων στην Καρδαμύλη, χρονολογούμενος στο α μισό του 18ου αιώνα.
Από τις σύντομες περιόδους που επικράτησαν, παλαιότερα οι Φράγκοι και αργότερα οι Τούρκοι και οι Βενετοί, σώζονται ορισμένα φρούρια όπου εγκατέστησαν φρουρές για εδραίωση του ελέγχου και πληρωμή των φόρων, όπως το φρούριο της Κελεφάς και το κάστρο του Πόρτο – Κάγιο.
Στην προεπαναστατική περίοδο ακμής του παραδοσιακού πολιτισμού κατασκευάστηκαν, ιδίως στα βορειότερα τμήματα, τειχισμένα οχυρά των μπέηδων και των κυρίαρχων καπετάνιων, που αποτελούν ταυτόχρονα προμαχώνες και σύμβολα της ισχύος και της επιτυχίας των κατόχων τους.
Βλέπουμε τους ερειπωμένους Γουλάδες ή Μπεάνικα του τρίτου μπέη της Μάνης (στο διάστημα 1782-1798) Τζανέτμπεη Γρηγοράκη (1742-1813), και το συγκρότημα των Καπετανάκηδων στην Τρικότσοβα.
Στο νότο παρόμοια συγκροτήματα απαντούν μόνο στις βόρειες μεθοριακές περιοχές, όπως του Σκλαβουνάκου στον Πετρόλακκο του Πύργου Διρού.
Νοτιότερα, τόσο αποσκιερά όσο και προσηλιακά, απαντούν οι γειτονιές και οι οικισμοί με τα συγκροτήματα των γενιών και των κλάδων τους, που προκύπτουν από τη μελετημένη παράθεση και συσπείρωση των οικογενειακών σπιτιών και του πύργου που ελέγχει τα κοντινά και μακρινά σύγυρα.
Στα μετεπαναστατικά χρόνια και μέχρι τα τέλη του 19ου αι. διαδόθηκε ο τύπος των πυργόσπιτων με 3 ως 5 ορόφους, που μερικές φορές ξεπερνούσαν σε ύψος τους πολεμικούς πύργους. Πολλοί οικισμοί σφραγίζονται από το πυκνό σύστημα των πολεμικών πύργων και των πυργόσπιτων. Εδώ, το κεφαλοχώρι του Νικλιάνικου, η πολύπυργος Κοίτα.
Τον οικισμό συγκροτούν οι γειτονιές, οι «μαχαλάδες», των επί μέρους γενών. Αποτελούνται από ομάδες συνεχόμενων συγκροτημάτων που διατάσσονται ώστε να έχουν τις δικές τους προσβάσεις, στενά δρομάκια, ρούγα, εκκλησία, κοιμητήριο. Οι μαχαλάδες των ισχυρότερων κλάδων είχαν τα πιο γεροκτισμένα και ψηλά σπίτια και ανάμεσά τους έναν ή περισσότερους «μαζικούς» ή «μερικούς» πολεμόπυργους εξοπλισμένους με πυροβόλα. Κοντά στους μεγαλογεννήτες ή σοϊλήδες έμεναν οι λιγοστές ανίσχυρες οικογένειες των φαμέγιων ή ακουμπισμένων. Οι αχαμνόμεροι έμεναν σε χωριστές γειτονιές και δεν μπορούσαν να χτίσουν πύργο, παρά μόνον εάν δυνάμωναν.
Το κεφαλοχώρι της Κοίτας υποδιαιρείται σε Άνω και Κάτω Χώρα και περιλαμβάνει τους μαχαλάδες 6 ισχυρών γενών και τα μικρά κτιριακά συγκροτήματα 3 προσκολλημένων κλάδων. Στα 1805 χαρτογραφούνται στο χωριό 22 τουλάχιστον πολεμόπυργοι. Στα 1950 το χωριό είχε συνολικά 250 κτίρια.
Όλα τα στοιχεία του οικισμένου χώρου υπακούουν και προκύπτουν από τους κώδικες ζωής του αρχαϊκού πατριαρχικού συστήματος των ένοπλων αιματοσυγγενικών ομάδων, που επικράτησε για αιώνες στη χερσόνησο. Η δυναμική των σχέσεων, οι διακεκριμένοι ρόλοι των φύλων, οι επιμέρους διαφοροποιήσεις με τις διαστρωματώσεις και ιεραρχήσεις στο Βορρά και στο νότο, εκφράζονται και αντανακλώνται στη χωροταξική κατανομή, την οργάνωση και τη μορφή των οικισμών και των κτιρίων.
Τους σκληρούς αγώνες για ασφάλεια, προάσπιση ή και επέκταση των ζωτικών χώρων δηλώνουν ακόμα πολλά και χαρακτηριστικά είδη κατασκευών, όπως μεταξύ άλλων: τα οχυρωμένα σπήλαια, παρατηρητήρια και καταφύγια, τα κανόνια και λοιπά πυροβόλα, τα επιμέρους οχυρωματικά στοιχεία των κτιρίων (πολεμότρυπες, κλουβιά, πετρομάχοι, επάλξεις), τα συλλογικά αμυντικά έργα, όπως η οχυρωματική γραμμή «βέργα» του Αλμυρού στα σύνορα προς τη Μεσσηνία, μια τεθλασμένη μάντρα με άφθονες πολεμότρυπες και δύο πύργους- ντάπιες, όπου τον Ιούνιο του 1826 αποκρούστηκαν από τους Μανιάτες οι δυνάμεις του Ιμπραήμ.
Τον υλικό πολιτισμό αυτής της κοινωνίας συμπληρώνουν και άλλα έργα, που υπηρετούσαν τις υπόλοιπες βιοτικές ανάγκες, όπως: πολυάριθμα λιοτρίβια, πέτρινα μελίσσια (θερίδες), λιγότερο ή περισσότερο επιμελημένες κρήνες, διαμορφωμένα βράχια για το μάζεμα του αλατιού ή και πιο οργανωμένοι αλατότοποι, όπως στις παλιές αλυκές στο Τηγάνι, λιθανάγλυφα, χαράγματα, χρονολογίες που σφραγίζουν του τοίχους πολλών κατασκευών, κοιμητήρια, με τα ιδιότυπα οστεοφυλάκια των οικογενειακών ομάδων, τα σηκωτά κιβούρια, αλλά και με τις νεότερες, λιγότερο ή περισσότερο έντεχνες στήλες με ιδιαίτερες παραστάσεις.
Όλα αυτά και πολλά ακόμη συγκροτούν τεκμήρια της ιστορικής ταυτότητας και του υλικού πολιτισμού και συνθέτουν το Ανοικτό Μουσείο Χώρου και Κοινωνίας, που αποτελεί η χερσόνησος της Μάνης.
Ανάλογες πατριαρχικές και πολεμικές κοινωνίες έχουν αφήσει τα ίχνη τους, σε διάφορες εποχές και σε διάφορους άλλους τόπους, όπως: μεσαιωνικά χωριά της Ιταλίας, οικισμοί στον Καύκασο, οικισμοί της Αραβίας και της Αραβικής ζώνης της Μεσογείου.