Η καταστολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο
Τα Ορλωφικά (1770). Όλες οι ελπίδες στο ξανθό γένος.
Περί τα τέλη Μαρτίου 1770, περίπου έναν μήνα από την έναρξη των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο, οι Ρώσοι και οι ντόπιοι επαναστάτες ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της υπαίθρου, καθώς επίσης και ήσσονος στρατιωτικής σημασίας πόλεις και οχυρές θέσεις, χωρίς ωστόσο να έχει δοθεί κάποια σημαντική μάχη. Την εποχή εκείνη λοιπόν και ενώ ο κύριος όγκος των επαναστατών κατευθυνόταν από το Λεοντάρι προς την Τριπολιτσά, οι πρώτοι ένοπλοι που στρατολογήθηκαν στις αλβανικές περιοχές για την καταστολή της επανάστασης πέρασαν τον Ισθμό δίχως να συναντήσουν αντίσταση.
Οι κάτοικοι της Κορινθίας και της Αργολίδας, που είχαν ξεσηκωθεί με επικεφαλής προύχοντες και αρχιερείς των περιοχών αυτών, προτίμησαν να καταφύγουν σε ασφαλέστερες περιοχές, ενώ άλλοι επιχείρησαν να κατευνάσουν τους εισβολείς προσφέροντάς τους χρήματα και δώρα. Έτσι, η δίοδος προς την Τριπολιτσά ήταν ελεύθερη και οι πρώτες οθωμανικές ενισχύσεις εισήλθαν στο διοικητικό κέντρο της Πελοποννήσου λίγο πριν προσεγγίσει την πόλη η Ανατολική Λεγεώνα.
Η πρώτη και πλέον αποφασιστική μάχη για την πορεία της επανάστασης πραγματοποιήθηκε στην περιοχή Τρίκορφα, στα περίχωρα της Τριπολιτσάς, στις 29 Μαρτίου/9 Απριλίου. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν πρώτοι βγαίνοντας έξω από την πόλη και, πραγματοποιώντας ελιγμό για να αποφύγουν τα τηλεβόλα των Ρώσων, κινήθηκαν εναντίων των ντόπιων.
Οι τελευταίοι είχαν πιστέψει πως οι Οθωμανοί θα παραδίνονταν, όπως συνέβη και στον Μυστρά, και ύψωναν τα σπαθιά τους για εκφοβισμό, ενώ οι Ρώσοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να σεβαστούν τη φορά αυτή τις όποιες συμφωνίες παράδοσης. Όταν αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για επίθεση, ήταν πλέον αργά. Οι Μανιάτες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι, που ήταν άπειροι στη διεξαγωγή ανοιχτής πολεμικής σύγκρουσης και μάλιστα τέτοιας κλίμακας, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και διασκορπίστηκαν εύκολα. Οι λιγοστοί Ρώσοι προσπάθησαν να αντισταθούν, είχαν όμως αρκετές απώλειες και σύντομα τράπηκαν και αυτοί σε φυγή. Μόνο λίγοι αξιωματικοί κατάφεραν να σωθούν.
Μετά την επιτυχία τους στα Τρίκορφα, οι ένοπλοι των Οθωμανών επέστρεψαν στην Τριπολιτσά αναμένοντας την έλευση νέων ενισχύσεων από τις αλβανικές περιοχές. Στο μεταξύ επιδόθηκαν σε σφαγή των χριστιανών της πόλης, καθώς και σε λεηλασία και καταστροφή των περιουσιών τους. Οι βιαιοπραγίες επεκτάθηκαν στην ύπαιθρο, ενώ και οι βορειοδυτικές επαρχίες βρέθηκαν σύντομα στο έλεος άλλων ένοπλων σωμάτων, που εισέβαλαν από το Ρίο στις 2/13 Απριλίου.
Την επομένη, Μεγάλο Σάββατο για τη χρονιά εκείνη, κατευθύνθηκαν προς την Πάτρα. Ταυτόχρονα, η φρουρά της πόλης, που για περίπου τρεις εβδομάδες βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας, πραγματοποίησε έξοδο. Οι Επτανήσιοι, άοπλοι καθώς ήταν, διασκορπίστηκαν εύκολα. Λίγοι μόνο από αυτούς κατάφεραν να σωθούν φθάνοντας στην Κεφαλλονιά, όπου τους περίμεναν οι ενετικές αρχές για να τους συλλάβουν.
Την τύχη της Πάτρας είχε και η περιοχή της Ηλείας, προς την οποία κατευθύνονταν οι οθωμανικές δυνάμεις. Οι περισσότεροι Ζακυνθινοί έφυγαν για το νησί τους. Μερικές εκατοντάδες από αυτούς παρέμειναν στη Γαστούνη να αμυνθούν, γρήγορα όμως εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια αντίστασης και διέφυγαν προς τα νότια.
Όπως συνέβη και στην Τρίπολη, οι χριστιανοί κάτοικοι των Πατρών, του Αιγίου, των Καλαβρύτων, της Γορτυνίας και της Ηλείας έπεσαν θύματα μιας ανεξέλεγκτης σφαγής. Όσοι κατάφεραν να ξεφύγουν από τον θάνατο και την αιχμαλωσία κατέφευγαν σε ορεινές και απόκρημνες περιοχές. Η λεηλασία των πλούσιων επαρχιών της Πελοποννήσου ήταν ίσως το σημαντικότερο κίνητρο για τη στρατολόγηση των ενόπλων που κλήθηκαν να καταστείλουν την επανάσταση.
Οι τοπικοί Οθωμανοί αξιωματούχοι δεν κατάφεραν να τους ελέγξουν και να περιορίσουν τη δράση τους, ιδίως τις σφαγές. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Πάτρας, που μάταια προσπαθούσε να πείσει τους χριστιανούς κατοίκους της πόλης να επιστρέψουν, όντας ανίκανος να επιβληθεί στους επικεφαλής των αλβανικών σωμάτων. Η μη ελεγχόμενη από τις οθωμανικές αρχές της Πελοποννήσου δράση των σωμάτων αυτών συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1770 και τερματίστηκε προς το τέλος της με μια μεγάλη εκστρατεία για την εκδίωξή τους, που οργανώθηκε από τον καπουδάν πασά, τον αρχηγό του οθωμανικού στόλου. Όλη αυτή τη δεκαετία ένα σημαντικό τμήμα των χριστιανών κατοίκων μετανάστευσε στη Μικρά Ασία, κατά κύριο λόγο, αλλά και στα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, που είχαν πλέον κυριευθεί από τη Ρωσία.
Η μάχη στη Μεθώνη
Και ενώ μετά τη μάχη της Τριπολιτσάς (29 Μαρτίου/ 9 Απριλίου) η Βόρεια και η Κεντρική Πελοπόννησος είχαν περιέλθει και πάλι στον έλεγχο των Οθωμανών, οι Ρώσοι ξεκίνησαν την πολιορκία του Ναβαρίνου (4/15 Απριλίου), το οποίο και παραδόθηκε έξι ημέρες αργότερα. Πιθανότατα την επομένη έφθασε στην Πελοπόννησο και ο αρχηγός της εκστρατείας Αλέξιος Ορλώφ. Η έλευσή του επέφερε αλλαγές στην επιχειρησιακή τακτική που ακολουθούνταν μέχρι τότε. Αποφασίστηκε ο τερματισμός της πολιορκίας της Κορώνης, η προσβολή της γειτονικής στο Ναβαρίνο Μεθώνης και η αναζωπύρωση της επανάστασης στο εσωτερικό της Πελοποννήσου.
Για τον σκοπό αυτό μάλιστα μοιράσθηκαν και πάλι προκηρύξεις προς τους χριστιανούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι, την εποχή εκείνη, αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπους διαφυγής από τα ένοπλα σώματα που λεηλατούσαν τις βόρειες και τις κεντρικές επαρχίες της χερσονήσου. Ο τερματισμός της πολιορκίας της Κορώνης πραγματοποιήθηκε στα μέσα Απριλίου παρέχοντας τη δυνατότητα στην επί ενάμιση μήνα βρισκόμενη σε ασφυκτικό κλοιό οθωμανική φρουρά να ξεσπάσει στους κατοίκους της πόλης και των γύρω περιοχών.
Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 29 Απριλίου/10 Μαΐου, ξεκίνησε η πολιορκία της Μεθώνης. Η μικρή παράκτια ζώνη στη Δυτική Πελοπόννησο ήταν και η μόνη που ελεγχόταν στρατιωτικά από τους Ρώσους. Υπήρχε ακόμη ο Μυστράς, τον οποίο κατείχαν Μανιάτες, ενώ άλλες ομάδες Μανιατών συγκεντρώνονταν στα περίχωρα του Νησιού (Μεσσήνη) και στην Καλαμάτα, για να αποκόψουν επικείμενη οθωμανική επίθεση από την Τριπολιτσά.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, που είχε ως βάση την Τριπολιτσά, κατέφθαναν διαρκώς νέες ενισχύσεις από την ξηρά, ενώ και ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στο Ναύπλιο στις 9/20 Απριλίου. Λίγες μέρες αργότερα ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται προς τα νότια. Παρά τη σθεναρή τους αντίσταση οι Μαυρομιχαλαίοι δεν κατάφεραν να του σταματήσουν στο Νησί (13-14/24-25 Μαΐου).
Συνδυάζοντας τη λαφυραγωγία με τις πολεμικές επιχειρήσεις, τα οθωμανικά στρατεύματα ενώθηκαν με τη φρουρά της Κορώνης και κινήθηκαν να αντιμετωπίσουν τους Ρώσους. Με τους τελευταίους βρίσκονταν ακόμη οι ένοπλοι της Δυτικής Λεγεώνας, οι στρατολογημένοι από τον Μπενάκη, και όσοι είχαν καταφύγει εκεί, ιδίως Επτανήσιοι. Όλοι αυτοί τοποθετήθηκαν ανάμεσα στο Ναβαρίνο, που αποτελούσε τη ναυτική βάση του ρωσικού στόλου, και στη γειτονική Μεθώνη, την οποία πολιορκούσαν γιατί η κατοχή της θεωρούνταν σημαντική για την ασφάλεια του Ναβαρίνου. Επιχειρήθηκε, λοιπόν, να δημιουργηθεί γραμμή άμυνας μεταξύ Μεθώνης και Ναβαρίνου, όμως η σφοδρότητα της οθωμανικής επίθεσης τους υποχρέωσε να υποχωρήσουν με βαριές απώλειες στο Ναβαρίνο, στις 17/28 Μαΐου.
Η αναχώρηση των Ρώσων
Τρεις ημέρες αργότερα οι εναπομείναντες Ρώσοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία και εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο, παίρνοντας μαζί τους τον Μπενάκη και ορισμένους άλλους προύχοντες και αρχιερείς που πρωτοστάτησαν στα «Ορλωφικά». Όσοι χριστιανοί, ιδίως γυναικόπαιδα, είχαν καταφύγει το προηγούμενο διάστημα στο Ναβαρίνο αναζητώντας προστασία εγκαταλείφθηκαν. Οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι, και ανάμεσά τους πολλές γυναίκες, βρήκαν τον θάνατο όταν οι Ρώσοι, λίγο πριν φύγουν, ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη του φρουρίου.
Στο επόμενο διάστημα, η Καλαμάτα, ο Μυστράς και τελικά η Μάνη αποτέλεσαν πεδία μαχών για τους Μανιάτες, που τελικά κατάφεραν να αποκρούσουν τις επιθέσεις και να αποτρέψουν την κατάληψη της επαρχίας τους. Όσο για τους Ρώσους, αυτοί κατευθύνθηκαν στο Αιγαίο, όπου τον Ιούλιο σημείωσαν σημαντική νίκη κατά του οθωμανικού στόλου στον Τσεσμέ.
Αποτέλεσμα της μάχης αυτής υπήρξε η κυριαρχία του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο και η κατάληψη των Κυκλάδων και άλλων νησιών που χρησίμευσαν ως ορμητήριο της δράσης τους έως το 1774, οπότε, με την υπογραφή της ιδιαίτερα ευνοϊκής για τη Ρωσία συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, τερματίστηκε ο εξαετής Ρωσο-οθωμανικός Πόλεμος.
Μαρτυρία για τη μάχη της Τριπολιτσάς
Για τη μάχη της Τριπολιτσάς και τη σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού της πόλης χαρακτηριστική είναι ακόλουθη υπόμνηση που συντάχθηκε από έναν επιζήσαντα.
«Ήλθε το απηνέστατον και παμβαρβαρώτατον ρωσσικόν στράτευμα εις Πελοπόννησον εις το μέρος του Νεοκάστρου και Μοθώνης εις δε τον Μιστράν επήγαν Μαρτίου έ, και αυτόν κατεκυρίευσαν μετά των Μανιατών και τους εκεί οικούντας Τούρκους άπαντας συν τέκνοις ξίφει κατέσφαξαν. Μαρτίου δε κθ', τη αγία και μεγάλη δευτέρα, ωσεί ώρα ή, πολύ πλήθος Μανιατών και άλλων Μωραϊτών φέροντες εις σημείον βασιλικού στρατεύματος και τεσσαράκοντα Ρούσους ήλθον εις την Τριπολιτσάν την του ηγεμόνος καθέδραν, και ημετέραν πατρίδα, εις το μέρος ονομαζόμενον άγιος Βασίλειος οι δε εκεί ευρισκόμενοι Τούρκοι ξένοι τε και εντόπιοι λαμβάνοντες είδησιν εξήλθον άπαντες μετά πολλών αρμάτων εις προϋπάντησίν τους, και διαστάσης ωσεί ωρά μια, οι μεν νικηθέντες επήλθον εις τα οπίσω, οι δε νικήσαντες και θυμού εμπλησθέντες πολλούς ή μάλλον ειπείν πάντας τους εκεί χριστιανούς ανείλον μαχαίρα. Από τους οποίους ιδού φανερόνω και τους συγγενείς μου, πρώτον τον πατέρα μου, τον αδελφόν του και θείον μου Οικονόμον, τον αδελφόν μου Κωνσταντίνον, τους θείους μου Παρασκευάν Ρογάρην, και τον υιόν αυτού Σπυρίδωνα, τον Γεώργιον Καρανικόλαν και επιλοίπους. Τόση άδικος σφαγή έγινεν εις αυτήν την δύστηχον χώραν, ώστε οπού αι οικίαι και δρόμοι εγέμισαν αίμα, και ει μη από θείων ανδρών προς κύριον εντεύξεις την επιούσαν δεν επρόφθανεν ο τοώντι ευσπλαχνικώτατος Οσουμάν-μπέης μήτε καν όνομα χριστιανού εις την πόλιν ταύτην εσώζετο. Πολλάκις λοιπόν η Πελοπόννησος αιχμαλωσίας εδοκίμασε, πλην αύτη η εκ των εν προβάτου δορά προβάτων φθοράν απειργασαμένων βαρβάρων λέγω Ρουσών νυν προξενειθείσα, μήτε ακούσθη, μήτε ο Κύριος να δώση εις άλλους χριστιανούς (...)».
(Δημοσιεύεται στο περιοδικό Φιλίστωρ, τ. Δ' (1865), σ. 537-539. Αναδημοσιεύεται στο Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς. 1453-1821, Αθήνα, εκδ. Καμαρινόπουλου, 1962, σ. 494 πρώτη έκδοση 1869).
Ν .Ροτζώκος και Δ. Τζάκης - ΤΑ ΝΕΑ (25-08-2000)
Ο Νίκος Ροτζώκος διδάσκει Νεότερη Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ο Διονύσης Τζάκης είναι Διδάκτωρ Ιστορίας στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.