ΤΟ
ΣΠΗΛΑΙΟ ΚΑΛΑΜΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
ΣΤΗ ΜΑΝΗ
Κείμενο: Ανδρέας
Ντάρλας
Αρχαιολόγος της Εφορείας
Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας, του
ΥΠΠΟ
Στους
κατακόρυφους ψηλούς γκρεμούς που
ορθώνονται πάνω από τη δυτική ακτή της
Μάνης ανοίγονται πολυάριθμα σπήλαια, άλλα
μικρά και άλλα μεγάλα. Τα περισσότερα από
αυτά είχαν κατοικηθεί ήδη κατά την
Παλαιολιθική Εποχή, όπως μαρτυρούν τα
παλαιολιθικά κατάλοιπα που σώζονται.
Τα αρχαιολογικά
στρώματα έφταναν αρχικά σε μεγάλο ύψος,
συχνά μάλιστα ως την οροφή των σπηλαίων,
σφραγίζοντάς τα. Δυστυχώς όμως, τα
περισσότερα από τα τελευταία είναι σήμερα
άδεια, αφού οι επιχώσεις τους έχουν
διαβρωθεί και ξεπλυθεί από φυσικές αιτίες.
Σε άλλες περιπτώσεις η επίχωση, μαζί με το
αρχαιολογικό της περιεχόμενο, έχει
λιθοποιηθεί αντιστεκόμενη έτσι στη
διάβρωση. Αυτές όμως είναι τόσο σκληρές,
ώστε είναι σχεδόν αδύνατο να ανασκαφούν και
να μελετηθούν.
Όπως και να έχει
το πράγμα, το μεγάλο πλήθος των
κατοικημένων σπηλαίων της Μάνης αποτελεί
ένα σημαντικότατο σύνολο παλαιολιθικών
θέσεων και προσδίδει τεράστιο επιστημονικό
ενδιαφέρον στην περιοχή αυτή για την έρευνα
της Παλαιολιθικής Εποχής.
Ένα από τα πιο
καλοδιατηρημένα σπήλαια είναι αυτό που
ανοίγεται στην τοποθεσία «στα Καλαμάκια»,
ακριβώς στην είσοδο του όρμου του Οιτύλου.
Το σπήλαιο αυτό έχει διατηρήσει ολόκληρη
σχεδόν την επίχωση του, πάχους 7 μέτρων
περίπου, η οποία μάλιστα είναι αρκετά
χαλαρή και προσφέρεται για ανασκαφή.
Τα συμπεράσματα
που εξάγονται είναι αντιπροσωπευτικά για
το μεγαλύτερο μέρος της παλαιολιθικής
Μάνης. Πράγματι η ανασκαφή, που ξεκίνησε το
1993, μας δίνει πολλές πληροφορίες για τους
παλαιολιθικούς κατοίκους της Μάνης, τις
δραστηριότητες τους και το περιβάλλον μέσα
στο οποίο έζησαν.
Το σπήλαιο
κατοικήθηκε κατά τη Μέση Παλαιολιθική
περίοδο και πιο συγκεκριμένα πριν από 100.000
ως πριν από 40.000 χρόνια περίπου. Εκείνη την
περίοδο η εικόνα της Μάνης ήταν πολύ
διαφορετική από τη σημερινή. Η θαλάσσια
στάθμη βρισκόταν πολλές δεκάδες μέτρα
χαμηλότερα και η ακτή πολύ πιο μακριά από τη
σημερινή.
Η περιοχή γύρω
από το σπήλαιο και γενικότερα η Μάνη
καλυπτόταν από σχετικά πυκνή βλάστηση, που
την αποτελούσαν κυρίως θάμνοι και χαμηλά
δέντρα. Κατά τόπους αναπτυσσόταν ένα
μεσογειακό δάσος από βελανιδιές, πεύκα,
σημύδες και φράξους, καθώς και καστανιές,
φλαμουριές, οξιές, φτελιές και κλήθρα, ενώ
στα ρέματα, όπου υπάρχει υγρασία, φύτρωναν
πλατάνια και ιτιές.
Οι τόσο γνώριμες
ελιές, στην άγρια βέβαια μορφή τους, υπήρχαν
από τότε. Τον κατάλογο των δέντρων της
εποχής συμπληρώνουν οι καρυδιές, οι
φουντουκιές, τα φυλλίκια, οι ράμνοι και οι
αγριοκερασιές.
Μέσα σε αυτό το
τοπίο ζούσαν πολλά άγρια ζώα, τα
περισσότερα από τα οποία έχουν σήμερα
εξαφανισθεί, όχι μόνο από τη Μάνη, αλλά και
από ολόκληρη την Ευρώπη. Στους απόκρημνους
βράχους ζούσαν πολλοί αίγαγροι, ενώ μέσα
στα δάση ζούσαν ελάφια, πλατόνια (είδος
μικρών ελαφιών με πλατιά κέρατα), ζαρκάδια,
αγριόχοιροι καθώς και πολλοί λαγοί. Στις
κοιλάδες (και γενικότερα στα «πεδινά»)
ζούσαν ταύροι, ελέφαντες και ρινόκεροι.
Υπήρχαν βέβαια και πολλά σαρκοβόρα ζώα,
όπως λύκοι, αλεπούδες, αγριόγατες, λύγκες
και λεοπαρδάλεις.
Καθώς η θαλάσσια
στάθμη εκείνη την εποχή βρισκόταν αρκετές
δεκάδες μέτρα χαμηλότερα από τη σημερινή, η
ακτογραμμή είχε υποχωρήσει έξω από το
μεγαλύτερο μέρος του σημερινού Όρμου του
Οιτύλου, στη θέση του οποίου σχηματιζόταν
μια μικρή κοιλάδα.
Το σπήλαιο στα
Καλαμάκια δέσποζε στο νότιο άκρο αυτή της
κοιλάδας και αποτελούσε έτσι ένα ιδανικό
τόπο εγκατάστασης, αφού οι ένοικοί του
μπορούσαν να ελέγχουν από εδώ την είσοδο
προς την κοιλάδα, να παρακολουθούν τις
κινήσεις των ζώων και να οργανώνουν το
κυνήγι τους.
Οι ένοικοι του
σπηλαίου ανήκαν στον τύπο του άνθρώπου του
Νεάντερταλ (Homo sapiens neanderthalensis). Η ανασκαφή
έχει φέρει ως τώρα στο φως ένα φρονιμίτη που
ανήκε σε άτομο 35-40 ετών και χαρακτηρίζεται
από το μεγάλο μέγεθος, την περίπλοκη δομή
και την «ανορθόδοξη» σύμφυση των ριζών του.
Οι άνθρωποι
αυτοί ήσαν νομάδες και ζούσαν οργανωμένοι
κατά μικρές ομάδες ως κυνηγοί και
τροφοσυλλέκτες. Κυνηγούσαν σχεδόν
αποκλειστικά αίγαγρους και πλατόνια,
σπανιότερα αγριογούρουνα και ελάφια, ενώ σε
εξαιρετικές περιπτώσεις κυνηγούσαν μεγάλα
βοοειδή. Τα μικρότερα θηράματα τα μετέφεραν
ολόκληρα στο σπήλαιο όπου τα τεμάχιζαν και
τα έτρωγαν, ενώ τα μεγαλύτερα τα τεμάχιζαν
στο τόπο του κυνηγιού και μετέφεραν στο
σπήλαιο μόνο τα καλύτερα κομμάτια τους.
Το κρέας το
έτρωγαν συνήθως ψημένο. Αφού μαδούσαν τα
κόκαλα, στο τέλος τα έσπαζαν προκειμένου να
γλείψουν το πλουσιότατο σε θερμίδες
μεδούλι τους. Έτσι, τα περισσότερα κόκαλα
που φέρνει στο φως η ανασκαφή είναι
κατακερματισμένα.
Το σπήλαιο δε
χρησιμοποιούνταν πάντοτε για τον ίδιο τύπο
εγκατάστασης. Συνήθως χρησίμευε ως χώρος
κύριας εγκατάστασης (ή «βάσης») και η
κατοίκησή του διαρκούσε για σημαντικό
διάστημα, αφήνοντας πολλά κατάλοιπα.
Μερικές φορές χρησίμευε ως πολύ σύντομος
σταθμός, οπότε απέμεναν πολύ λίγα κατάλοιπα.
Ο κύριος χώρος
εγκατάστασης ήταν στο μπροστινό τμήμα του
σπηλαίου, κάτω ακριβώς από τη μεγάλη αψίδα
που σχηματίζει η είσοδος. Καθώς μπροστά από
την είσοδο σωρεύονταν πέτρες, το δάπεδο
ήταν στην αρχή ελαφρώς επικλινές προς το
εσωτερικό και στη συνέχεια οριζόντιο. Οι
άνθρωποι μετέφεραν συχνά, στο εσωτερικό
πέτρες από το σωρό που υπήρχε εμπρός από το
σπήλαιο, προκειμένου να διαμορφώσουν
καλύτερα το δάπεδο.
Μερικές φορές
μάλιστα, όταν το έδαφος ήταν πολύ λασπωμένο,
έστρωναν μεγάλες πέτρες, σχηματίζοντας
έτσι ένα στεγνό δάπεδο για να εγκατασταθούν.
Μπορούμε να φανταστούμε ότι εκεί που
καθόταν ή εκεί που κοιμούνταν θα κάλυπταν
το δάπεδο με δέρματα, κάτω από τα οποία θα
είχαν δημιουργήσει ένα μαλακό στρώμα από
χορτάρια ή φύκια. Μπορούμε ακόμη να
υποθέσουμε ότι θα έφραζαν με δέρματα την
είσοδο του σπηλαίου, προκειμένου να
προστατεύονται από τον άνεμο και το κρύο.
Κέντρο της
εγκατάστασης και απαραίτητο στοιχείο της
ήταν η εστία. Στη διάρκεια κάθε
εγκατάστασης μέσα στο σπήλαιο, οι άνθρωποι
άναβαν μία ή περισσότερες φωτιές. Συνήθως
τις άναβαν απευθείας στο έδαφος, δίχως
προηγούμενη διαμόρφωση του. Μερικές φορές
όμως κατασκεύαζαν μια πραγματική εστία,
δηλαδή ένα αβαθή λάκκο οριοθετημένο με
μικρές ή μεγάλες πέτρες. Άλλοτε πάλι, μια
σειρά από λίγες μεγάλες πέτρες, σε πλευρά,
προστάτευε τη φωτιά από κάποιο ρεύμα αέρα.
Οι ένοικοι του
σπηλαίου άναβαν φωτιές σε διάφορα σημεία ,
τα οποία διαφέρουν συνήθως από τη μια
εγκατάσταση στην άλλη. Εκεί όμως που την
άναβαν σχεδόν ανελλιπώς, ήταν ακριβώς κάτω
από την κορυφή της αψίδας που σχηματίζει η
οροφή, 5 περίπου μέτρα μέσα από το στόμιο.
Φαίνεται πως εκεί ήταν κάθε φορά το κέντρο
της εγκατάστασης.
Τα λίθινα
εργαλεία που κατασκεύαζαν οι ένοικοι του
σπηλαίου είναι χαρακτηριστικά της Μέσης
Παλαιολιθικής και ανήκουν στο λεγόμενο
Μουστέριο στάδιο. Τα πιο συνηθισμένα
εργαλεία είναι οι ράσπες και οι αιχμές,
καθώς επίσης οι εσοχές, τα οδοντωτά και τα
ξέστρα. Για την κατασκευή αυτών των
εργαλείων έχουν χρησιμοποιηθεί πολλές
ποικιλίες σκληρών πετρωμάτων: περιτόλιθου,
χαλαζία, χαλαζίτη και ολιγοκλαστικού
ανδεσίτη, ο οποίος είναι πιο γνωστός ως
Κροκεάτης λίθος. Τα περισσότερα από αυτά τα
πετρώματα δεν υπάρχουν γύρω από το σπήλαιο,
αλλά οι παλαιολιθικοί άνθρωποι τα
αναζητούσαν σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων,
γι΄ αυτό και φρόντιζαν ιδιαίτερα για την
οικονομική διαχείρισή τους.
Τα διαδοχικά
στάδια της κατεργασίας οργανώνονταν κατά
τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μεταφέρονται
άσκοπα περιττές ποσότητες πρώτης ύλης. Μια
πρώτη, αδρή, κατεργασία των πετρωμάτων
γινόταν στον τόπο εύρεσης τους και στη
συνέχεια πολύ μικρότερα πλέον,
μεταφέρονταν στο σπήλαιο έτοιμα για την
τελική φάση παραγωγής. Εξαιτίας της
έλλειψης πρώτων υλών, οι ένοικοι του
σπηλαίου χρησιμοποιούσαν και τοπικά
πετρώματα κατώτερης ποιότητας για να
κατασκευάσουν δευτερεύοντα εργαλεία.
Εκμεταλλεύονταν ακόμη και τα μεγάλα όστρεα,
που έβρισκαν στην παραλία, προκειμένου να
κατασκευάσουν εργαλεία και μάλιστα πολύ
καλής ποιότητας.
Σύνδεσμοι
1.
Υπουργείο
Πολιτισμού
2. Ίδρυμα
Μείζονος Ελληνισμού
|