Σπήλαιο
«Κουκούρι» Δρύαλου ή Μίνας Δήμου Οιτύλου
του
Κωνσταντίνου Μερδενισιάνου, Ιατρού -
Σπηλαιολόγου,
Προέδρου της
Εταιρίας Πνευματικής και Επιστημονικής
Αναπτύξεως (Ε.Π.Ε.ΑΝ.)
ΘΕΣΗ
Το σπήλαιο «Κουκούρι»
ή «Κουκουρότρυπα» βρίσκεται 1,5 χιλ. Ν.Δ. του
χωριού Καφιόνα και ανήκει στην Κοινότητα
Δρυάλου ή κατ' άλλους στην Κοινότητα Μίνας
του Νομού Λακωνίας, απ' τις οποίες απέχει απ'
τη μεν πρώτη 3 χιλ. ενώ απ' τη δεύτερη 4
χιλιόμετρα. Η είσοδος
του σπηλαίου βρίσκεται σε απόσταση 400
μέτρων από τη θάλασσα, στον όρμο Κουκούρι,
ενώ απέχει από το κεντρικό οδικό δίκτυο
περίπου 1.500 μέτρα.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η θέση του σπηλαίου
ήταν γνωστή στους κατοίκους της περιοχής
από παλιά, επειδή σε εποχές λειψυδρίας
αντλούσαν νερό από ένα άνοιγμα του εδάφους
που οδηγούσε κατακόρυφα, σαν πηγάδι, στο
λιμναίο τμήμα του σπηλαίου. Η
πρόχειρη εξερεύνηση τμήματος του, μέχρι και
τη «Μεγάλη Αίθουσα», έγινε αρχικά από το
ζεύγος των σπηλαιολόγων της Ελληνικής
Σπηλαιολογικής Εταιρίας, Γιάννη και
Άννας Πετροχείλου.
Η
συστηματική όμως εξερεύνηση, από κλιμάκιο
σπηλαιολόγων της Εταιρίας Πνευματικής και
Επιστημονικής Αναπτύξεως (Ε.Π.Ε.ΑΝ.) με
ευθύνη του Κώστα Μερδενισιάνου και
συνεργάτες, τους Αλέκο Φλωράκη και
Ειρήνη Μιχαλοπούλου. Αυτή η αποστολή εξ
άλλου, αποκάλυψε για πρώτη φορά
παλαιοανθρωπολογικό και αρχαιολογικό
υλικό που πιστοποιούσε την προϊστορική
κατοίκηση του σπηλαίου. Αρκετά χρόνια
αργότερα, στις 9 και 10 Αυγούστου 1987, ύστερα
από πρόσκληση του Δήμου Πύργου Διρού,
διοργανώθηκε νέα αποστολή για τη
συμπληρωματική μελέτη του σπηλαίου, τη
λεπτομερέστερη χαρτογράφηση και την
προσπάθεια εξερεύνησης του υποβρύχιου
κλάδου του.
Στην αποστολή
αυτή έλαβαν μέρος οι σπηλαιολόγοι, Μιχ.
Καλαποθαράκος, Γιώργος Λαζανάς και Αλέξης
και Βάσω Αμουργιανού, μέλη του τμήματος
Σπηλαιολογικών Ερευνών της Ε.Π.Ε.ΑΝ. με
επικεφαλής τον Κώστα Μερδενισιάνο. Επίσης,
στην αποστολή παρευρίσκετο και ο
τοπογράφος - μηχανικός Θόδωρος
Χατζηθεοδώρου, σαν επιβλέπων εκπρόσωπος
της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας -
Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ
ΣΠΗΛΑΙΟΥ
Η είσοδος του
σπηλαίου έχει διαστάσεις 1,5X0,5 μέτρα περίπου
και από αυτή κατεβαίνει ο επισκέπτης αρχικά
έρποντας, ακολουθώντας ένα διάδρομο
κατηφορικό, μήκους 40 περίπου μέτρων. Ο
διάδρομος αυτός οδηγεί σε ένα αρκετό
ευρύχωρο θάλαμο, τη «Μεγάλη Αίθουσα, μήκους
32 μέτρων, πλάτους 23 και ανώτατου ύψους 13
περίπου μέτρων.
Μεταξύ
κατηφορικού διαδρόμου και «Μεγάλης
Αίθουσας» παρεμβάλλεται κρημνώδης απότομη
κατάβαση, βάθους 7 μέτρων. Ο επισκέπτης
είναι υποχρεωμένος να κατεβεί από αυτό το
σημείο για να φθάσει στη «Μεγάλη Αίθουσα»
και να θαυμάσει την απαράμιλλη εκείνη
μεγαλοπρέπεια των σταλακτιτών που
κρέμονται κατά συστάδες από την πανύψηλη
οροφή της. Στην περιοχή
αυτή του σπηλαίου, την 9/8/1987, βρέθηκε ότι η
θερμοκρασία της ατμόσφαιρας ήταν 16º C ενώ
η σχετική υγρασία 100%, δηλαδή υπέρκορη
υδρατμών.
Η «Μεγάλη
Αίθουσα» του σπηλαίου παρουσιάζει ένα
τμήμα λιμναίο και ένα ξηρό. Το ανατολικό
τμήμα του, το ξηρό, αποτελείται από δάπεδο
καλυμένο με βράχια που έπεσαν από την οροφή.
Εξ' άλλου, αυτή η συνεχής αποσάθρωση των
υπερκείμενων πετρωμάτων της οροφής, σε
κάποιο παλαιότερο στάδιο σχηματισμού του
σπηλαίου, διεύρυνε την αίθουσα και
δημιούργησε το φυσικό άνοιγμα - φωταγωγό
που όπως προαναφέρθηκε χρησιμοποιείτο για
την άντληση νερού.
Το λιμναίο τμήμα
της «Μεγάλης Αίθουσας» συνεχίζει σε δύο
άλλους θαλάμους. Ιδιαίτερα ο δεύτερος
θάλαμος παρουσιάζει μεγάλη κλίση με
συνέπεια το νερό βαθμιαία να φθάνει μέχρι
την οροφή και συνεπώς να τον κατακλύζει.
Η εξερεύνηση στο τμήμα
αυτό του σπηλαίου υπήρξε δύσκολη επειδή οι
λαστιχένιες βάρκες αναγκάστηκαν να
περάσουν από χαμηλά ύψη οροφής και ανάμεσα
από κοφτερούς σταλακτίτες και αναδυόμενους
σταλαγμίτες.
Και αυτοί οι
μικροί θάλαμοι είναι στολισμένοι από
κατάλευκους μακαρονοειδείς, ξιφοειδείς και
βοτρυοειδείς σταλακτίτες. Η λευκότητα των
σταλακτιτών αυτών και η λάμψη από τη
σταγονοροή τους, δίνει την εντύπωση στα
μάτια του επισκέπτη καταρρακτώδους βροχής
που ξαφνικά κρυστάλλωσε. Τους δώσαμε το
όνομα «θάλαμοι της κρυστάλλινης βροχής». Το
βάθος των νερών στην περιοχή αυτή βρέθηκε
ότι ήταν στις 3/11/1969 4,5 περίπου μέτρα,
αυξομειούμενο προφανώς αναλόγως της εποχής
και των βροχοπτώσεων.
Μετά από αυτούς
τους θαλάμους το σπήλαιο συνεχίζει σε
υποβρύχια τμήματα, που όπως αναφέρθηκε, δεν
φαίνεται ότι είναι προσπελάσιμα από το
ανθρώπινο σώμα και τον εξοπλισμό του
αυτοδύτη.
ΥΔΡΟΛΟΓΙΚΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Το σπήλαιο αποτελεί
κοίτη υπόγειου ποταμού του οποίου ένα τμήμα
βρίσκεται εν ενεργεία. Συγκεκριμένα, το Β.Δ.
τμήμα του σπηλαίου είναι λιμναίο και
εκβάλλει τα νερά του σε απόσταση 400 περίπου
μέτρων από την είσοδό του, κάτω απ' τη
θάλασσα, στον όρμο «Κουκούρι» ή Κακούρι».
Η διαπίστωση αυτή έγινε
ύστερα από χρωματισμό των νερών της «Μεγάλης
Αίθουσας» με 1300 γραμμάρια Fluoresceine Sodium και
της εκβολής τους, ύστερα από 10 περίπου ώρες,
στο πιο πάνω μέρος της παραλίας.
Ο λιμναίος αυτός
κλάδος του σπηλαίου, παρ' όλες τις
προσπάθειες, δεν στάθηκε δυνατόν να
εξερευνηθεί σε όλο του το μήκος. Αιτία, η
ανυψωμένη στάθμη των νερών που σταδιακά
καλύπτει μέχρι την οροφή το μεγαλύτερο
μέρος του. Αυτό, όπως διαπιστώθηκε
συμβαίνει λόγω της μεγάλης κλίσεως που
παρουσιάζει το επίπεδο του σπηλαίου σε
σχέση με το οριζόντιο επίπεδο της στάθμης
των υπόγειων νερών.
Απ' ότι φαίνεται,
η καταβύθιση των παραλίων της δυτικής Μάνης
αφ' ενός και η ανύψωση της στάθμης της
θάλασσας αφ' ετέρου, συνέτειναν στο να
κατακλυστούν με νερό τα κατώτερα τμήματα
του σπηλαίου. Πρόχειρη
υποβρύχια έρευνα που επιχειρήθηκε κατά τη
δεύτερη αποστολή, το 1987, από τον Θ.
Χατζηθεοδώρου, έδειξε πως ο πιο πάνω
υποβρύχιος κλάδος στενεύει μετά από 6-7
μέτρα και γίνεται αδιάβατος για το
ανθρώπινο σώμα.
Γενικά,
διαπιστώθηκε πως το σπήλαιο τροφοδοτείται
με γλυκά νερά μικρής παροχής. Τα νερά όμως
της θάλασσας που εισρέουν από τον κλάδο που
προαναφέρθηκε και που βρίσκεται στο τελικό
άκρο του κάτω απ' τη θάλασσα, καθιστούν το
νερό του σπηλαίου σε εκείνο τουλάχιστον το
τμήμα, υφάλμυρο.
Όμως, λόγω της
μεγαλύτερης πυκνότητας αφ' ενός των
υφάλμυρων νερών σε σχέση με τα εισρέοντα
γλυκά νερά και αφ' ετέρου της σχεδόν
ακινησίας τους λόγω μικρής παροχής, τα
υφάλμυρα νερά καταλαμβάνουν τα κατώτερα
στρώματα της λίμνης, ενώ τα γλυκύτερα, τα
ανώτερα.
Έτσι, η μέτρηση
της σκληρότητας των νερών από την επιφάνεια
τους, στη «Μεγάλη Λίμνη», την 3/11/1969, έδειξε
ότι ήταν 23 Γαλλικών βαθμών σε άλατα
ασβεστίου - μαγνησίου, δηλαδή αρκετά
κατάλληλα για κοινή χρήση.
ΠΑΛΑΙΟΑΝΘΡΩΠΟΛΟΠΚΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Κατά τη διάρκεια των
ερευνών, τόσο της πρώτης αποστολής του 1969,
όσο και της δεύτερης του 1987, παρατηρήθηκαν
αρκετά θραύσματα αγγείων καθώς και τμήματα
οστών, ανθρώπων και ζώων διάσπαρτα, κυρίως
στο έδαφος της «Μεγάλης Αίθουσας».
Παρόμοια
θραύσματα αγγείων, αλλά και κάποια λίθινα
εργαλεία, βρέθηκαν τοποθετημένα μέσα σε
εσοχές στα τοιχώματα της απότομης,
κρημνώδους κατάβασης. Επίσης,
στα τοιχώματα της ίδιας κατάβασης βρέθηκαν
και τα ερείπια παλιάς λιθοδομής που
σχηματίζοντας υποτυπώδη σκαλοπάτια,
προφανώς χρησίμευε για την ομαλή κάθοδο στη
«Μεγάλη Αίθουσα».
Κατά την
αποστολή του 1987, επίσης, ανακαλύφθηκε σε
νησίδα της «Μεγάλης Λίμνης», περίεργος
σωρός τμημάτων ανθρώπινων μακρών οστών. Το
σκελετικό αυτό υλικό παραλήφθηκε από τον Θ.
Χατζηθεοδώρου, ο οποίος μας διαβεβαίωσε ότι
θα το παρέδιδε στην αρμόδια Εφορεία
Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας, στην
οποία και εργάζεται.
Πρέπει ακόμη να
σημειωθεί ότι ένα μεγάλο μέρος από τα
τοιχώματα του ξηρού τμήματος της «Μεγάλης
Αίθουσας» εμφανίζεται μαυρισμένο από
αιθάλη, προφανώς ύστερα από τη μακροχρόνια
χρήση φωτιάς στο σπήλαιο.
Γενικά, από τις
παρατηρήσεις και την πρόχειρη μελέτη που
έγινε, συνάγεται το συμπέρασμα ότι αυτά τα
ευρήματα ανήκουν σε ανθρώπους που
κατοίκησαν, περιστασιακά ή μόνιμα το
σπήλαιο, πιθανόν κατά τη νεολιθική εποχή. Η
άποψη αυτή ενισχύεται εξ' άλλου από το
γεγονός ότι ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή, με
επίκεντρο το γνωστό σπήλαιο «Αλεπότρυπα»
του Δυρού, έχουν δώσει πληθώρα δειγμάτων
νεολιθικής κατοίκησης.
Τέλος, για την
αποφυγή παρερμηνειών, θα πρέπει να
αναφερθεί, ότι και στις δύο αποστολές η
έρευνα επικεντρώθηκε κυρίως στη
σπηλαιολογική μελέτη του χώρου και γι' αυτό
οι παλαιοανθρωπολογικές ανακαλύψεις
περιορίζονται μόνο στις παρατηρήσεις, που
φυσικά αποτελούν ελάχιστο μόνο δείγμα από
το σημαντικό επιστημονικό ενδιαφέρον που
ελπίζουμε να κρύβει το σπήλαιο «Κουκούρι».
Πιο
ολοκληρωμένες έρευνες με τη συνδρομή
ειδικών επιστημόνων και την απαιτούμενη
άδεια από τις αρμόδιες υπηρεσίες, είναι
βέβαιο ότι θα δώσουν μια πιο ολοκληρωμένη
απάντηση σε όλες τις πιο πάνω υποθέσεις.
ΒΙΟΣΠΗΛΑΙΟΛΟΠΑ
Από τις πρόχειρες
βιοσπηλαιολογικές έρευνες που έγιναν στο
σπήλαιο, παρατηρήθηκαν πολυάριθμα
τρωγλόβια Δολιχόποδα, απροσδιόριστου
είδους, μερικά άτομα νυχτερίδων, καθώς και
γυμνοσάλιαγκες (1) κοντά στην είσοδο του
σπηλαίου.
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ
ΣΠΗΛΑΙΟΥ
Το σπήλαιο
εκτείνεται σε ευθεία γραμμή μήκους 80
περίπου μέτρων. Ειδικότερα το ξηρό τμήμα
του. έχει μήκος διαδρόμων 105 περίπου μέτρα,
ενώ το λιμναίο αντίστοιχα 60 μέτρα, με
συνολικό μήκος διαδρόμων επομένως, 165 μέτρα.
Το μεγαλύτερο βάθος των νερών της «Μεγάλης
Λίμνης» φθάνει τα 6 περίπου μέτρα, ενώ το
μέγιστο ύψος της οροφής, στη «Μεγάλη
Αίθουσα», υπολογίστηκε σε 13 περίπου μέτρα.
Τέλος, η είσοδος
του σπηλαίου βρίσκεται 20 μέτρα ψηλότερα από
τη στάθμη της θάλασσας ενώ, το μεγαλύτερο
βάθος του σε σχέση με την είσοδο του,
βρίσκεται πάλι στη «Μεγάλη Αίθουσα» και
είναι 11,5 περ. μέτρα.
Σημείωση
1:
Βρέθηκαν, κατά τη διάρκεια νεότερης
αποστολής, τον Μάιο του 2002, με αρχηγό
αποστολής το Γιάννη Κοφινά και οδηγό το
Νίκο Μαυροειδόγγονα.
Άλλες
πληροφορίες
Ιστοσελίδα
Γιάννη Κοφινά
|