Αρχική Ιστορία Δήμοι - Χωριά Ήθη - Έθιμα Μοιρολόγια Ποίηση Απόδημοι Αρχιτεκτονική
Εκκλησίες Κάστρα Ταΰγετος Χλωρίδα Πανίδα Σπήλαια Προϊόντα Άρωμα Μάνης
Δημιουργοί Απόψεις Εκδρομές Σύλλογοι Σύνδεσμοι Wallpaper Περιεχόμενα Βιβλιογραφία

Προηγούμενη

Επικοινωνία

ΤΑΫΓΕΤΟΣ
Τo ψηλότερο βουνό του Μοριά μοιάζει δυσπρόσιτο και μονάχο

Στα γοητευτικά μονοπάτια του Πενταδάχτυλου

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΤΡΕΝΟΓΙΑΝΝΗΣ

Είναι μια από τις γλυκιές νύχτες του Σεπτέμβρη, γύρω στις 4 το πρωί, ζεστά τυλιγμένος στην αγκαλιά του Μορφέα, νιώθω ένα χαρακτηριστικό γνώριμο χτύπημα στον ώμο... «Ξύπνα... ξύπνα να πάμε στη Φανερωμένη...». Φυσικά και διαμαρτύρομαι, αντιστέκομαι και αρνούμαι «Πήγαινε μόνη σου μάνα...νυστάζω». Καθώς κάνει να φύγει, ένα πετραδάκι σκάει στο παντζούρι και ακούγεται η φωνή του ξαδέρφου μου του Αντώνη: «Ξύπνα ρέεε». Σε 5 λεπττά είμαι όρθιος και μάχιμος. Το μισό χωριό είναι στον δρόμο σαν να πρόκειται για μυστική συγκέντρωση. Ύστερα από μία ώρα έχουμε αρχίσει να ανηφορίζουμε στο κακοτράχαλο μονοπάτι... Μέχρι να ξημερώσει θα έχουμε φθάσει στη Φανερωμένη. Ετούτο ήτανε το πρώτο μου περπάτημα σε μονοπάτι του Ταϋγέτου και σαν παιδί που ήμουν, θα μου μείνει αξέχαστο.

Αν δεν σας έχει τύχει να ξυπνήσετε και με το «καλημέρα» να αντικρύσετε τις χιονισμένες κορυφές του Ταϋγέτου, έχετε χάσει το μεγαλύτερο κομμάτι του «μυστηρίου» της λακωνικής γης. Από μόνη της η θέα του θεόρατου βουνού έχει την ικανότητα επέμβασης στη δημιουργία χαρακτήρα και ετούτο δεν το βγάζω από το μυαλό μου. Πρώτα το νιώθω και κατόπιν το έχω διαβάσει ουκ ολίγες φορές. Την πρώτη απλή εικόνα την παίρνω από τον Φώτη Κόντογλου: «Εάν αγναντεύει κανένας απ’ τον κάμπο το μεγάλο βουνό που το λένε στ’ αρχαία Ταΰγετο και στην απλή γλώσσα Πενταδάχτυλο, βλέπει αραδιασμένα στα ποδάρια του κατά το μέρος της ανατολής κάμποσα ριζοβούνια, κι απάνου σε τούτα, σα να ‘ναι δυναμάρια της μεγάλης ραχοκοκαλιάς, ακουμπάνε οι χιονισμένες κορυφές της που προβάλλουνε παραπίσω, η μία πάνου στην άλλη...».

Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος μιλώντας για τον δωρικό ασκητισμό και την αθανασία της ομορφιάς στη λακωνική γη, αναφέρει: «Βουνό πανύψηλο, πολυκόρυφο, γαλάζιο σαν την ακύμαντη θάλασσα και πράσινο σαν ένα ολόδροσο φύλλο, αιώνια χιονισμένο, πλημμυρισμένο από θαυμάσιες αφορμές αισθητικής ευφροσύνης, ο Ταΰγετος είναι καμάρι και στόλισμά της».

Ο Κώστας Ουράνης πήγαινε βόλτες στον Ταΰγετο μαζί με τον Στρατή Μυριβήλη και έμεναν με το στόμα ανοιχτό καθώς ο δρόμος από την Τρίπολη έστριβε απότομα και αντίκρυζαν τον όγκο του Ταϋγέτου. Η σκηνή παραμένει η ίδια ακόμα και σήμερα και ο Κώστας Ουράνης γράφει: «Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπήρχε βουνό με τέτοιον χαρακτήρα, τέτοιαν ατομικότητα. Η εικόνα του ήταν άφθαστα μεγαλοπρεπής. Παρουσιάζεται στηριγμένος σε τεράστιες συμπαγείς πλαγιές, παρόμοιες με στηρίγματα τειχών, χρώματος μωβ και μολυβένιου και οι κορφές του, που έχουν σχήματα πυραμίδων, ξεκόβονται στον γαλάζιο ουρανό κατακάθαρα και σκληρά... ο Ταΰγετος σηκώνεται ανεμπόδιστος, ίσιος, ωραίος και δυνατός με μια περήφανη ανάταση - ίσαμε το ύψος των χιονοσκεπασμένων κορυφών του. Καθώς εμφανίζεται έτσι δεν δίνει μόνο μια εντύπωση μεγαλείου, αλλά και μια βαθειά συγκίνηση».

Από την άλλη ο Στρατής Μυριβήλης τον λέει «Αρσενικό» βουνό και τον συνδυάζει με την Ηρωική συμφωνία του Μπετόβεν: «Ο Ταΰγετος είναι απερίγραπτος, αδύνατον να εκφραστεί χωρίς τη μουσική τού Μπετόβεν. Τόσο πυκνή, τόσο κυριαρχική είναι η επιβολή του πάνω στην ψυχή του ανθρώπου. Είναι το ίδιο όπως αντικρύζεις ένα τεράστιο μνημείο μεγαλοφυΐας. Η εντύπωση είναι ακαθόριστη στις λεπτομέρειες, όμως το νόημά του είναι όρθιο. Σε αναγκάζει να σταθείς και να το δεχθείς και συ όρθιος. Να το δεχθείς κατάστηθα σα μια μεγάλη ευτυχία ή μια θεομηνία που σου κρούει την ψυχή και σου γυρεύει προσταχτικά μιαν απάντηση».

Τo ψηλότερο βουνό του Μοριά όπως το αντικρύζεις από τη λακωνική του πλευρά, περιτριγυρισμένο από μπαξέδες με πορτοκαλιές και ατέλειωτες εκτάσεις με ελιές, μοιάζει δυσπρόσιτο και μονάχο. Μικροί οικισμοί, σχεδόν κολλημένοι μεταξύ τους, σκαρφαλώνουν δειλά στους πρόποδες, αντλώντας δύναμη από τα «πόδια» του βουνού και ελάχιστοι είναι εκείνοι - οι οικισμοί - που αναρριχώνται πλησιάζοντας τα 1.000 μέτρα αφήνοντας τα υπόλοιπα 1.400 επιβλητικά απροσπέλαστα. Ακόμα και η φοβερή καστροπολιτεία του Μυστρά μοιάζει να «λουφάζει» μπρος στη λευκή χειμωνιάτικη κορυφογραμμή του.

Δρόμοι στον Ταΰγετο δεν είναι χαραγμένοι πολλοί, μονάχα μια σειρά από μονοπάτια δοκιμάζουν να σκαρφαλώσουν στη γοητευτική κορυφή του Προφήτη Ηλία, αλλά και να συνδέσουν ξεχασμένες συστάδες από πέτρινα σπίτια, που κάποτε ήτανε ζωντανά, μοναστήρια και πηγές. Όσο και αν ακούγεται παράξενο, παρά τη μεγάλη επισκεψιμότητα που έχει η περιοχή, το βουνό έχει κυριολεκτικά «σωθεί» από την οργανωμένη τουριστική «λαίλαπα» και χάρη στην προσπάθεια μερικών ανθρώπων, κυρίως του Ορειβατικού Συλλόγου της Σπάρτης, ο Ταΰγετος είναι έτοιμος να ξαναζήσει τις παλιές καλές ημέρες, όπου σαν μελίσσι οι άνθρωποι χώνονταν στην αγκαλιά του, γυρεύοντας την ψυχική ανάταση, που μόνον ένας δυνατός γίγαντας σαν κι αυτόν θα μπορούσε απλόχερα να τους προσφέρει. Ούτε ένα ούτε δύο, αλλά 58 ολόκληρα χιλιόμετρα μονοπατιών και ανάμεσά τους 4 καλντερίμια, στηρίχτηκαν ανοίχτηκαν, ξεχορταριάστηκαν και φτιάχτηκαν τα τελευταία χρόνια.

Ένα τεράστιο δίκτυο επικοινωνίας αποκαταστάθηκε με τον απλό παραδοσιακό τρόπο, ενώ την ίδια στιγμή όλες οι διαδρομές σηματοδοτήθηκαν σωστά και χαρτογραφήθηκαν επιμελώς. Μοιάζει σαν να έγινε ένα όνειρο πραγματικότητα. Ο ορεινός όγκος του Ταϋγέτου μπορεί εύκολα πια να σας μυήσει στον φυσικό και πολιτισμικό του πλούτο και δεν χρειάζεστε τίποτε παραπάνω από... τα πόδια σας!

Επάνω σε ένα τραπέζι τα «παιδιά» του Ορειβατικού Συλλόγου μου άνοιξαν με περηφάνια τον χάρτη που πρόσφατα κυκλοφόρησαν (από τις Εκδόσεις Ανάβαση) και άρχισαν να μου μιλούν για τον «δικό τους» Ταΰγετο. Όλη την ώρα στον νου μου έρχονταν εικόνες από μονοπάτια που έφηβος είχα περπατήσει, χωρίς να γνωρίζω πού ακριβώς βγάζουν, χωρίς να νοιάζομαι για τα ακατάλληλα παπούτσια που φορούσα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω πόση ενέργεια μου έδινε αυτή η άδολη επαφή με το βουνό. Τώρα όλα παρουσιάζονταν οργανωμένα και φροντισμένα και κάνοντας τη μικρή μου εκδρομή κατάλαβα πως έτσι ήταν και χάρηκα πολύ. Και η χαρά αυτή δεν μεταφέρεται εύκολα στο χαρτί.

nea_ntren.gif (30187 bytes)Πρώτη στάση στα Καλύβια Σοχάς για να περπατήσω για λίγο στο καλοστημένο καλντερίμι που ξεκινάει δίπλα από έναν αόρατο (μπαζωμένο) αρχαιολογικό χώρο (σαν ιερό της Ελευσίνιας Δήμητρας τον αναφέρει ο Παυσανίας), περνάει από πηγή με γκρεμισμένο νερόμυλο δίπλα, προσπερνάει την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, αγναντεύει τον κάμπο της Σπάρτης με τον Πάρνωνα απέναντι, ψηλαφεί έναν μεσαιωνικό πύργο, προσπαθεί να διακρίνει τις ερειπωμένες οχυρώσεις του πάλαι ποτέ κάστρου της Σοχάς και καλύπτοντας υψομετρική διαφορά 500 μέτρων φθάνει στη σημερινή Σοχά ύστερα από 2 ώρες, περίπου. Το καλντερίμι σταματάει λίγο έξω από το χωριό, αλλά το μονοπάτι συνεχίζεται. Από τη μια μεριά πηγαίνει προς Λακκώματα και στη συνέχεια ακολουθώντας μια ευχάριστη πορεία στην καρδιά του ορεινού όγκου, μέσα στα πεύκα και τα έλατα, φθάνει στο Καταφύγιο του ΕΟΣ. Από εκεί η ψηλότερη κορυφή, ο Προφήτης Ηλίας δεν είναι μακριά. Αν ακολουθήσει κανείς την αντίθετη πορεία του μονοπατιού -ξεκινώντας από τα Λακκώματα - φθάνει σε 50 λεπτά, περίπου, στη θέση Τσάρκος, όπου υπάρχει το κτίριο του Βοτανικού Σταθμού (1.700 μέτρα).

Η Σοχά είναι πολύ όμορφος αμφιθεατρικά πετρόχτιστος οικισμός, έχει στηθεί τώρα εκεί ένα κέντρο ενημέρωσης με δυνατότητα φιλοξενίας, υπάρχει κτίριο ξενώνα που δυστυχώς δεν λειτουργεί, αλλά παρά το γεγονός ότι στη Σοχά μένουν ακόμα 3-4 οικογένειες, το χωριό φαίνεται παρατημένο. Από μέσα μου όμως κάτι μου λέει ότι στο μέλλον τα πράγματα θα γίνουν πολύ καλύτερα... οι άνθρωποι που περπατάνε, ξέρουν να εκτιμούν τα αυθεντικά πράγματα.

Αξέχαστη θα μείνει σε όσους την ακολουθήσουν η διαδρομή από το Ξηροκάμπι (μεγάλος οικισμός στους πρόποδες του Ταϋγέτου) προς την Κουμουστά. Στην έξοδο του χωριού μετά το επιβλητικό κτίριο του σχολείου υπάρχει η φοβερή αυτή πετροκαμάρα (έτσι λένε τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια στην περιοχή) των ελληνιστικών χρόνων. Ετούτο το γεφύρι βρισκόταν επάνω στον αμαξιτό δρόμο, ο οποίος από την εποχή των Ρωμαίων ένωνε τη Σπάρτη με την Καρδαμύλη και άπλωνε το ένα και μοναδικό τόξο του επάνω από το ρέμα της Ρασίνας. Ο πρόσφατα ασφαλτοστρωμένος δρόμος χώνεται μέσα στο ρέμα, στενός, κλειστός, σχεδόν «ανήλιαγος», αλλά τρομερά όμορφος. Βαθουλωμένα, λιασμένα βράχια υψώνονται και μια πέτρινη τρύπα, αληθινή, χάσκει στον ορίζοντα. Περνώντας το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνος και την επόμενη λιλιπούτεια πετροκαμάρα (δίπλα ακριβώς στη νεώτερη επίσης μικρή γέφυρα του δρόμου), δίπλα σε μια στροφή του δρόμου βρίσκεται ο βυζαντινός μονόχωρος ναός της Παναγίτσας με τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τα τέλη του 13ου αιώνα. Ο πανύψηλος βράχος απέναντι σκιάζει την Παναγίτσα και εμποδίζει τον ήλιο να φθάσει νωρίς στην Κουμουστά... Οι μανάδες έλεγαν παλιά στα παιδιά τους ότι θα τον αλείψουν με λίπος τον παλιόβραχο, που τους κρύβει τον ήλιο, να πέσουν επάνω του τα σκυλιά να τον φάνε!

Αν μιλάμε για αυθεντικό ορεινό παραδοσιακό οικισμό του Ταϋγέτου, ο ορισμός του βρίσκεται στην Κουμουστά, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό το υπέροχο χωριό που στήθηκε την εποχή της Ενετοκρατίας. Αντισκέκεται όμως η Κουμουστά, υπάρχουν ακόμα 2-3 οικογένειες που μένουν εκεί και όσα κτίρια δεν έχουν πέσει, έχουν την ελπίδα να ξαναζωντανέψουν, με τον ίδιο τρόπο που το σχολείο έγινε ενημερωτικός σταθμός. Τρεις μεταβυζαντινοί ναοί, με εξέχοντα αυτόν του Προφήτη Ηλία με το εντυπωσιακό καμπαναριό, δεσπόζουν στο χωριό, ενώ τα νερά τρέχουν άφθονα στην πλατεία. Δίπλα στον πλάτανο οι βρύσες έχουν λιθανάγλυφα και το γλυπτό πέτρινο κυκλικό σχήμα εμφανίζει τον μαστό της γης... απ’ όπου οι άνθρωποι «βυζαίνουν» το νερό. Από την Κουμουστά ξεκινούν δύο υπέροχα μονοπάτια. Το ένα (σημαδεμένο με κόκκινο κύκλο) βουτάει στο ρέμα της Ρασίνας, περνάει ένα όμορφο πέτρινο τοξωτό γεφύρι και ύστερα από 1 απολαυστική ώρα φθάνει στην εγκαταλελειμμένη Μονή Γόλας του 17ου αιώνα, που είναι ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έχει τοιχογραφίες του ονομαστού Δημήτρη Κακαβά. Το άλλο μονοπάτι (σημαδεμένο με πράσινο τετράγωνο) ανηφορίζει και περνώντας ομαλές πλαγιές οδηγεί στην τοποθεσία Λάκκα Πινέρη, όπου χωρίζεται σε δύο κομμάτια. Το ένα πηγαίνει στους Πενταυλούς (2 ώρες) και το άλλο καταλήγει στο Καταφύγιο (3 ώρες).

Ακόμα ένα σημαντικό κομβικό σημείο των μονοπατιών, αλλά και των ορεινών δρόμων στον Ταΰγετο είναι το χωριό Αναβρυτή. Τίποτε δεν θυμίζει το παλιό βιοτεχνικό κέντρο με τα εργαστήρια κατεργασίας δέρματος, κηροπλαστικής και σχοινοπλοκίας. Το πάλαι ποτέ πλούσιο χωριό βρίσκεται τώρα στη «σκιά» της Σπάρτης και μονάχα η δίπτυχη εκκλησία του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Δημητρίου (μαζί) που χτίστηκε και αγιογραφήθηκε στα 1625, θυμίζει τις παλιές δόξες. Αν και ένα νεώτερο κομμάτι άσχημο πολύ δυστυχώς προστέθηκε στην εκκλησία στα 1930 περίπου, η γοητεία της με το εξαίρετο ξυλόγλυπτο τέμπλο (επίσης άτεχνα βαμμένο), τις τοιχογραφίες του Δημήτρη Κακαβά και τα δύο καμπαναριά (το παλιό το έχτισαν Ηπειρώτες μαστόροι και το νεώτερο Λαγκαδινοί), είναι δεδομένη.

Πολλά μονοπάτια περνούν από την Αναβρυτή και το ομορφότερο είναι το λιθόχτιστο που ξεκινάει από τον Άη Γιάννη και καταλήγει στο χωριό. Χαρακτηρίζεται σαν ένα από τα πιο εντυπωσιακά του Ταϋγέτου και διαρκεί μόλις 1 ώρα. Ένα άλλο φεύγει για τα Λακκώματα και αποτελεί κομμάτι του διεθνούς Ε4, ενώ η μικρή απόσταση της Αναβρυτής από το φημισμένο μοναστήρι της Παναγιάς της Φανερωμένης, μπορεί εύκολα να σε οδηγήσει στον Μυστρά (πέφτοντας μέσα στο ρέμα της Λαγκάδας, όπου συναντάμε άλλο ένα μονοπάτι προς την Παναγία Λαγκαδιώτισσα και Παρόρι) ή στα Περγανταίικα και στη συνέχεια την Ταϋγέτη.

Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς τη δομή ολόκληρου του δικτύου μονοπατιών της λακωνικής πλευράς του Ταϋγέτου. Από την άλλη είναι τόσο καλά σημαδεμένα, όπου αποκλείεται να χαθείς. Στους ανθρώπους που σημάδεψαν το βουνό για να το γνωρίσουμε όλοι μας καλύτερα, αξίζει τουλάχιστον ένα ευχαριστώ... και ο «αρσενικός γίγαντας», ο Ταΰγετος, κι αυτός χαμογελάει!

ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Απόλυτο εγχειρίδιο για την κατάκτηση των μονοπατιών του Ταϋγέτου αποτελεί ο χάρτης που έφτιαξαν οι τοπικοί φορείς, με ειδικό σύμβουλο τον Ορειβατικό Σύλλογο της Σπάρτης, ο οποίος πρόσφατα κυκλοφόρησε στο εμπόριο από τις Εκδόσεις Ανάβαση. Το μπράβο πηγαίνει σε όλους, γιατί τέτοια λεπτομέρεια και σωστή πληροφορία για την περιοχή δεν έχουμε ξαναδεί. Σε όλα τα χωριά, αλλά και τους μικρότερους οικισμούς που αναφέρονται, μπορείτε εύκολα να πάτε με αυτοκίνητο, είτε από άσφαλτο είτε χρησιμοποιώντας βατούς χωματόδρομους. Βέβαια πιο ψηλά, στους δασικούς δρόμους που οδηγούν στο Καταφύγιο, θα βρείτε αρκετό χιόνι αυτή την εποχή. Πάντως, με σχετική ευκολία περνάει ο χωμάτινος δρόμος Ανώγεια-Σωτήρα-Σοχά-Αναβρυτή-Μυστράς (μέσω ρέματος Λαγκάδας). Από την Παλαιοπαναγιά επίσης μπορείτε να δοκιμάσετε τον οδικό άξονα προς Τόριζα, Πολιάνα μέχρι τον χώρο αναψυχής Μαγγανιάρη. Μετά το χιόνι είναι παχύ και προς Καταφύγιο ή Πενταυλούς και προς Λακκώματα...περιμένετε λίγο να λειώσουν τα χιόνια. Ενημερωτικά αναφέρω ότι ο χιλιομετρητής του Suzuki Grand Vitara έγραψε πάνω από 100 χλμ. στις 10 ώρες συνεχούς κίνησης στον Ταΰγετο και τα χωριά του (με 2 βουτιές game over σε παχύ χιόνι και ένα κομμένο δρόμο από κατολισθήσεις), ενώ ενδεικτικά αναφέρω ότι από την Αναβρυτή η Σοχά απέχει 8 χλμ., η Ι. Μονή Φανερωμένης 2, τα Λακκώματα 7 και η Τόριζα 8. Η απόσταση επίσης ανάμεσα στο Ξηροκάμπι και την Κουμουστά είναι μόλις 6 χλμ.

ΔΙΑΜΟΝΗ
Προς το παρόν στην περιοχή ο μοναδικός ξενώνας που λειτουργεί είναι αυτός της Αναβρυτής (0731-91288), ενώ όσοι θα ήθελαν να φθάσουν μέχρι το Καταφύγιο και να φιλοξενηθούν (μέχρι 24 άτομα) θα πρέπει να επικοινωνήσουν με το τηλέφωνο 0731-26518 στον Δήμο της Σπάρτης. Βέβαια, στους ενημερωτικούς σταθμούς όπως σε αυτόν της Σοχάς (ή μελλοντικά στην Κουμουστά) θα υπάρχουν διαθέσιμες κλίνες, οπότε μπορείτε να επικοινωνήσετε και με τον Ορειβατικό Σύλλογο Σπάρτης (0731-22574). Στον Μυστρά υπάρχει το ξενοδοχείο «Βυζάντιο», τηλ. 83309 και στην Τρύπη το «Καιάδας», τηλ. 98222. Όσοι θέλουν τις ανέσεις τους μπορούν να διαλέξουν κάποιο από 10 περίπου ξενοδοχεία της Σπάρτης.

ΦΑΓΗΤΟ
Πρώτη και καλύτερη θα βάλω την ταβέρνα του Μπαρμπα-Βαγγέλη στην Αναβρυτή, που έχει ειδίκευση στις μακαρονάδες αλλά και στις πατάτες, το ψητό, το παστό, το αληθινό τυρί, τις κολοκυθοκορφάδες και πάει λέγοντας. Επίσης στην Αναβρυτή με πολύ καλή κουζίνα είναι η ταβέρνα του Σουμάκη. Στο Ξηροκάμπι προτείνονται ανεπιφύλακτα το Υπόγειο του Φραγκή και η Παραλία. Για ωραίο κοτόπουλο ψητό πηγαίνουμε στον Στελάκο στο Παρόρι. Μέσα στην Σπάρτη τώρα από τις 9.30 το πρωί και μέχρι το μεσημέρι εκπληκτική χρόνια τώρα είναι η ταβέρνα-εστιατόριο του Λάμπρου, με ωραίο βραστό, όσπρια κ.ά. Κλασική παραδοσιακή ταβέρνα με επίσης σταθερή ποιότητα είναι αυτή του Βάρλα και θα περάσετε καλύτερα άμα έχει τα κέφια του! Γνωστές επίσης είναι και οι ταβέρνες στο κεφαλάρι του ʼη Γιάννη και στο Παρόρι.

ΧΡΗΣΙΜΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ (Κωδικός 07310)
Αστυνομία Σπάρτης 26229
Τουριστική Αστυνομία 20492
Γρ. Τουρισμού Δήμου 26772
Νοσοκομείο Σπάρτης 28671
Ορειβατικός Σύλλογος Σπάρτης 22574

Δημοσίευση στην εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", 10-03-2000


Πρόγραμμα Συλλόγων ] Κατάλογος διαδρομών ] Οδοιπορικό Σκαρίφημα ] Πενταδάκτυλος ] Αναβρυτή-Καστάνια ] Μυστράς-Σπανακάκι ] Τουρ. περ/ρο- Μυστράς ] Τριανταφυλλιά-Ζούδα ] Πύρριχος - Λάγια ] Νύφι - Κιόνια ] Πέπο - Δίπορο ] [ Μονοπάτια - άρθρο ] Ξεχώρι - Τσέρος ]