Επικοινωνία
| |
Σαγγιάς,
διάσχιση από Τριανταφυλλιά σε Ζούδα
Του Γ.Η.Βενιζελέα
Οι περιγραφές που
είχα ακούσει για το Σαγγιά, τη νότια
κατάληξη του Ταϋγέτου από το κ. Πέτρο
Δημακόγιαννη, τα ελευθέρας βοσκής
μοσχάρια που ζουν εκεί, τη πλούσια σε
φυτά πανίδα του, αλλά και τη φτωχή σε
δέντρα, αποτελούσαν ορισμένους
σοβαρούς λόγους για τη διάσχισή του.
Συζήτησα το θέμα με
το φίλο κ. Γιάννη Κοφινά και τους
συμπατριώτες μας, από τη Φυσιολατρική
Ομάδα Σαϊδόνας και αποφασίσαμε να
πραγματοποιήσουμε τη πορεία αυτή. Ο κ.
Πέτρος Δημακόγιαννης μας έδωσε
λεπτομερείς πληροφορίες για τη
κορυφογραμμή και το ανατολικό μέρος
της διαδρομής, ενώ τα αδέλφια Πιέρρος
και Νίκος Μαυροειδόγγονας για τη
δυτική πλευρά και τη περιοχή με τις
λάκκες στο οροπέδιο της κορφής. |
Το πρωί της Κυριακής
2 Ιουνίου 2002, μεταφερθήκαμε στη
Τριανταφυλλιά από το Πιέρρο και
συνεχίσαμε μέσω άσχημου χωματόδρομου
1,5 χιλ. περίπου, μέχρι την αρχή του
μονοπατιού. Το μονοπάτι αρχίζει από το
σημείο που έχει σταματήσει η διάνοιξη
του χωμάτινου δρόμου, σε σημείο που δυο
πλαγιές του βουνού σχηματίζουν μια
μικρή ρεματιά.
Στη πεζοπορία
μετείχαν τα μέλη της Φυσιολατρικής
Ομάδας Σαϊδόνας Δημήτρης Παπαστάθης,
Κώστας Ξυδέας και Φάνης Ξυδέας, ενώ ο
Γιάννης Κοφινάς λόγω εκτάκτου
κωλύματος δεν κατάφερε να έλθει. |
Σηματοδοτήσαμε το μονοπάτι στην αρχή
και σε όλη τη διαδρομή, αφού σκοπός της
πορείας, εκτός από την απόλαυση, είναι η
προβολή της διαδρομής σε Πεζοπορικούς
και Ορειβατικούς Συλλόγους, για να την
ακολουθήσουν.
Ήδη η διαδρομή εντάχθηκε
στο πρόγραμμα του Πεζοπορικού Συλλόγου
Αθηνών, για τις 28 Σεπτεμβρίου 2002 και
στην ουσία αποτελεί τη πρώτη επίσημη
διάσχιση από Σύλλογο.
Ακολουθήσαμε το
μονοπάτι προς τη δεξιά πλευρά της
πλαγιάς και σε λίγο συναντήσαμε
καλοδιατηρημένο καλντερίμι, που
ανηφόριζε με πολλές στροφές. Οι μικρές
στάσεις, λόγω ανηφοριάς, μας επέτρεψαν
να απολαύσουμε την εξαιρετική θέα προς
το Γερολιμένα και το «Τηγάνι» μέχρι το
Πύργο Διρού.
|
Προχωρούσαμε στη
σκιά αφού η βουνοκορφή εμπόδιζε τον
πρωινό ήλιο, γεγονός που διευκόλυνε την
ανηφορική πορεία μας. Το καλντερίμι
ανηφόριζε προς τ’ αριστερά της πλαγιάς.
Περίεργοι σχηματισμοί βράχων, που σε
μερικά σημεία έμοιαζαν με «καθίσματα».
Καθίσαμε. Τα χωριά χαμηλά στο μικρό
κάμπο χάθηκαν από τα μάτια μας. Τα
εντοπίσαμε από τους ψηλούς πύργους
τους, των οποίων η σκιά πρόδιδε την
ύπαρξή τους. Ευδιάκριτο και
εντυπωσιακό δεσπόζει στη περιοχή του
Πύργου Διρού, το πυργοσυγκρότημα
Σκλαβουνάκου, με τον ευθυτενή πύργο,
που λέγεται ότι είναι ο υψηλότερος της
Μάνης, αν και ορισμένοι υποστηρίζουν
ότι ο πύργος Παντελεάκου στο Φλομοχώρι
είναι λίγο ψηλότερος. |
Στο υψόμετρο αυτό τα
αγριολούλουδα είναι ανθισμένα, ενώ στο
κάμπο έχουν ήδη ξεραθεί. Σφάκες,
παπαρούνες, καμπανούλες, δυο μικρές
αγριογκορτσιές γεμάτες από «μπουρμπούνια».
Σε μια στροφή, μια ολόκληρη πλευρά του
καλντεριμιού σε έκταση 50 μέτρων, ο πτεροκέφαλος,
που έχει
παρατηρηθεί στην αλπική ζώνη του
κεντρικού Ταΰγετου, σε υψόμετρο
μεγαλύτερο από 1800 μέτρα. Φτάσαμε στο
αντέρεισμα της κορυφογραμμής και
περπατήσαμε για λίγη ώρα σε επίπεδο
μονοπάτι που έδωσε τη θέση του στο
καλντερίμι που ακολουθούσαμε για δυο
ώρες. Η γη είναι πράσινη και ο ήλιος
καυτός. |
Η πρώτη λάκκα «του Καλαντρέα»
είναι μπροστά μας. Μια καταπράσινη
κυκλική έκταση με αγριοστάχυα που
κυματίζουν στο ελαφρό αεράκι, με
ελαφριά κλίση και ένα λασπώδες τμήμα
στη μέση, εκεί όπου μαζεύει νερό.
Αριστερά ίχνη κατοίκησης, πέτρινα
μαντριά ή και καλοκαιρινές κατοικίες
παλαιότερα, αφού εδώ καλλιεργούσαν
στάρι που κάλυπτε τις ανάγκες πολλών
οικογενειών σε αλεύρι. |
Το μονοπάτι
ακολουθεί το πέτρινο περίγυρο προς τη
δεύτερη λάκκα, που ονομάζεται «λάκκα
του Σαγγιά» και είναι η μεγαλύτερη σε
έκταση. Προς τ’ αριστερά βρίσκεται η
ψηλότερη κορφή του Σαγγιά με υψόμετρο
1.217μ. Αθόρυβα μπροστά μας, εμφανίζεται
ένα μοσχάρι που με τις κραυγές του
καλεί το μικρό του. Το αναζητεί και το
βρίσκει. Τα παρακολουθούμε που
χάνονται στο βάθος αριστερά, προς τις
μικρές συστάδες από βελανιδιές, όπου
στον ίσκιο τους έχουν βρει καταφύγιο
από τον ήλιο και άλλα μοσχάρια.
Το μονοπάτι χάνεται.
Τα μοσχάρια έχουν ανοίξει παρακλάδια
κατά την αναζήτηση της τροφής τους.
Απλωνόμαστε στη πλαγιά προς τα δεξιά σε
απόσταση ο ένας από τον άλλο. Ο Δημήτρης
βρίσκει το μονοπάτι που οδηγεί σε άλλη
λάκκα, στη «λάκκα του Άρμακα», που έχει
πολλά πέτρινα κτίσματα στο πλάι,
στέρνες και συστάδες από βελανιδιές. |
Βρισκόμαστε στη
καρδιά του Σαγγιά. Περπατάμε στο
οροπέδιο που βρίσκεται ανάμεσα στις
κορφές της ανατολικής πλευράς και σε
αυτές της δυτικής. Αλλού στενεύει και
αλλού δημιουργεί μικρά πλατώματα. Αν
και οι οδηγίες που είχαμε ήταν
αναλυτικές, δεν μπορούμε να
εντοπίσουμε το σημείο που πρέπει να
ακολουθήσουμε τη διακλάδωση του
μονοπατιού και να ανηφορίσουμε προς τα
αριστερά για να αντικρίσουμε το
Κότρωνα. Ο Φάνης μένει στο σημείο της
τελευταίας λάκκας και οι υπόλοιποι
προχωρούμε προς τα νότια. Χωρίς να
χάνουμε την οπτική επαφή προσπαθούμε
να προχωρήσουμε σε σημείο που θα έχει
ορατότητα προς τη θάλασσα.
Ο Κώστας που
προπορεύεται περίπου 300μ. μας
κατευθύνει να γυρίσουμε πίσω και
ανηφορίζουμε τη μικρή πλαγιά προς τα
αριστερά της λάκκας, χωρίς όμως να
υπάρχει ίχνος μονοπατιού. Φαίνεται ότι
τα μοσχάρια έχουν να μετακινηθούν
αρκετό καιρό για αναζήτηση νερού και
τροφής. Αυτό θα γίνει μετά από 10 ημέρες
περίπου και σιγά-σιγά θα κατεβαίνουν
όλο και πιο χαμηλά, λόγω έλλειψης νερού,
μέχρι τις αρχές Ιουλίου που θα
αναζητήσουν τους ιδιοκτήτες τους, στα
χωριά. Οι ιδιοκτήτες έχουν στέρνες γι’
αυτό το σκοπό και τα ποτίζουν μέχρι να
πέσουν οι πρώτες βροχές στο Σαγιά,
οπότε τα οδηγούν και πάλι στο βουνό. |
Προχωρούμε στη μικρή
πλαγιά και φτάνουμε σε σχηματισμό
σχιστολιθικών βράχων που οι καιρικές
συνθήκες έχουν διαβρώσει και
μεταμορφώσει. Έχουν επικίνδυνες
μυτερές άκρες και το περπάτημα γίνεται
πολύ προσεκτικό για 15 λεπτά.
Αντικρίζουμε τη
θάλασσα. Η εντυπωσιακή θέα μας
αποζημιώνει για τις 3,5 ώρες της πορείας
μας. Ο Κότρωνας και η χερσονησίδα Σκοπά
αριστερά, το Νύφι δεξιά και ανάμεσά
τους η απέραντη θάλασσα που λαμπιρίζει.
Καθίσαμε να ξεκουραστούμε και να
απολαύσουμε τη θέα, παρέα με το ελαφρύ
αεράκι που μύριζε θάλασσα. Χαμηλά
μπροστά μας, σε αρκετή απόσταση
βλέπουμε
μια μεγάλη έκταση. Είναι η «λάκκα
Αχράδα», εκεί που βρίσκονται τα
μοσχάρια του κ. Πέτρου Δημακόγιαννη. |
Κόντευε δώδεκα.
Αρχίσαμε τη κατηφορική πορεία μας σε
μονοπάτι ανοιγμένο από ζώα. Τα γόνατα
που στηρίζουν όλο το βάρος του σώματος,
πονούν από τη δύσκολη πορεία διάρκειας
μιας ώρας. Περνάμε από μικρές συστάδες
τεράστιων βελανιδιών και συζητούμε
πόσο απολαυστικός θα είναι ο ύπνος στην
υπέροχη σκιά τους.
Φτάνουμε στη «λάκκα
Αχράδα», της οποίας η εγκαταλελειμμένη
καλλιεργούμενη έκταση είναι γεμάτη «βουκίνους»
(γαϊδουράγκαθα), που ξεπερνούν σε ύψος
τα δυο μέτρα. Χαρουπιές, στέρνες και
συκιές συμπληρώνουν το τοπίο. Ο κ.
Πέτρος Δημακόγιαννης μας είπε ότι οι
συκιές στο καιρό τους κάνουν
πεντανόστιμα βασιλικά σύκα. Ελπίζουμε
να προλάβουμε μερικά, στις 28
Σεπτεμβρίου που θα συνοδεύσουμε το
Πεζοπορικό Σύλλογο Αθηνών, σ’ αυτή τη
διαδρομή. Μοσχάρια όμως πουθενά. Η
στέρνα «Τεσσεραμόδης» έχει νερό, αλλά
δεν βρίσκουμε σίγγλο (κουβά). |
Συνεχίζουμε για λίγο
σε ευδιάκριτο μονοπάτι, εύκολη πορεία
μισής ώρας και σταματάμε σε μια ακόμα
στέρνα, όπου διακρίνουμε σίγγλο (κουβά).
Ένα φίδι, που είχε βρει δροσιά σε
εξωτερική πέτρα της στέρνας, χάνεται
ενοχλημένο. Μετακινούμε το πέτρινο
κάλυμμα και δροσιζόμαστε από το νερό
της. Ξαφνικά ακούμε «μουγκανητά» και
ποδοβολητά. Ο Δημήτρης ανήσυχος μας
λέει: «Από τη κάτω πλευρά του
μονοπατιού έρχονται τρέχοντας δυο
άσπρα άλογα…, όχι λάθος, έρχονται δυο,
τρία, πολλά μοσχάρια, προς τα ‘δω…»
Από παντού
ξεφυτρώνουν περισσότερα από εβδομήντα
μοσχάρια και μας περικυκλώνουν. Στην
αρχή φοβόμαστε, αλλά στη συνέχεια
αντιλαμβανόμαστε ότι έχουν μυρίσει το
νερό. Βγάζουμε νερό από τη στέρνα και
γεμίζουμε τα δυο πέτρινα μακρόστενα
σκαφιδέλια που βρίσκονται στο πλάι.
Παρατηρούμε ότι τα μοσχάρια πίνουν
νερό ιεραρχικά. Κάποια μικρά που
προσπαθούν να πιουν νερό, διώχνονται
από τα μεγαλύτερα. |
Ο Φάνης προσπαθεί να
απομακρύνει τα μεγαλύτερα για να πιουν
και τα μικρά, χωρίς να τα καταφέρει. «Αυτή
η γελάδα, μας λέει έχει πιει 27 κουβάδες
και θέλει κι άλλο…». Για περισσότερο
από μια ώρα, εναλλασσόμενοι, γεμίζουμε
με νερό τα σκαφιδέλια, για να μπορέσουν
να πιουν και τα μικρά, τα οποία όμως όχι
μόνο παίζουν, αλλά και πειράζουν τα
μεγαλύτερα. Μουγκανητά, σκόνη και
κούραση. Σκέφτομαι ότι τη διαδικασία
αυτή ακολουθεί κάθε ιδιοκτήτης
μοσχαριών ανά δυο ημέρες και για δυο
περίπου μήνες, καθώς και τη δύσκολη
πορεία της ανάβασης και κατάβασης, από
εδώ μέχρι τη Ζούδα.
|
Τα μοσχάρια
απομακρύνονται σιγά-σιγά στις σκιές
των δέντρων και εμείς αρχίζουμε τη
κατάβαση προς τη Ζούδα. Το μονοπάτι στενεύει
και κατηφορίζει τη πλαγιά με συνεχείς
τραβέρσες, ανάμεσα σε φλόμους, αγριελιές,
πουρνάρια και κιτρινισμένη βλάστηση.
Συναντάμε τους περίφημους λευκούς
αγριόκρινους του Σαγγιά, που απλόχερα
σκορπίζουν το άρωμά τους. Φυτρώνουν
μεμονωμένοι και σε απόσταση ο ένας από
τον άλλο και έχουν μειωθεί σημαντικά.
Στο ίδιο υψόμετρο τέσσερις μέρες μετά,
συνάντησα τρία φυτά στο Πέπο, παρόλο
που ο κ. Πουλίκος Κουράκος μου έλεγε ότι
η περιοχή ήταν κατάφυτη.
Στη διαδρομή προς τη
Ζούδα συναντήσαμε σε τρία σημεία σάρα
από πέτρες που έχουν κυλήσει στο
μονοπάτι και περπατήσαμε επάνω τους.
Στη μια από τις σάρες, επειδή οι πέτρες
δεν είναι σταθερές, πρέπει να
χρησιμοποιηθεί από τους πεζοπόρους
ορειβατικό σκοινί, για λόγους
ασφαλείας. |
Διακρίνουμε και
πάλι από χαμηλότερο όμως υψόμετρο το
Κότρωνα και τη Ζούδα. Ο πύργος των
Δημακογιανναίων στη Ζούδα στέκεται
βιγλάτορας της θάλασσας, όπως και το
Φλομοχώρι λίγο παραπέρα, με τους
υψηλόκορμους πύργους του. Αλεπού,
Σκαλτσοτιάνικα και Λουκάδικα με το
κάστρο τους συμπληρώνουν την
απολαυστική εικόνα.
Προς το τέλος της
διαδρομής το μονοπάτι στη θέση «Γανιά»,
χάνεται μέσα σε χωράφια από ελιές, αλλά
με κατεύθυνση προς τα σπίτια της Ζούδας
εύκολα καταλήξαμε στο χωριό. |
Ο κ. Πέτρος
Δημακόγιαννης και η κόρη του Δήμητρα,
μας υποδέχτηκαν και μας φίλεψαν
αναψυκτικά, καφέ, δίπλες και φρέσκια
μυτζήθρα. Περιγράψαμε την εμπειρία μας
και μας έδωσε πολλές πληροφορίες, καθώς
και τα τοπωνύμια των σημείων που του
περιγράψαμε.
Καθισμένοι στην αυλή
του σπιτιού του, με το δυνατό αέρα που
σχεδόν κάθε απόγευμα «πιάνει» στην
Προσηλιακή Μάνη, ξεκουραστήκαμε και
πήραμε το δρόμο του γυρισμού προς την
Αρεόπολη, με το φίλο Πιέρρο
Μαυροειδόγγονα, που μας μετέφερε στο
σημείο όπου το πρωί είχαμε αφήσει το
αυτοκίνητό μας. |
Φλομοχώρι
|
Αν και συνολικά η
διάρκεια της πεζοπορίας μας, πλησίασε
τις οκτώ ώρες, η πραγματική διάρκεια
δεν ξεπερνάει τις έξι ώρες για το μέσο
πεζοπόρο. Η διαδρομή έχει ανηφοριές,
κατηφοριές, αρκετά εύκολα και λιγότερα
δύσκολα σημεία, με εναλλαγές στο τοπίο,
εκπληκτική θέα και πλούσια χλωρίδα.
Ελπίζουμε τα μέλη
του Πεζοπορικού Συλλόγου Αθηνών, που θα
ακολουθήσουν τη διαδρομή στις 28
Σεπτεμβρίου, να μείνουν ευχαριστημένοι
και με την ίδια διάθεση να ακολουθήσουν
την επομένη, τη μικρότερη διαδρομή από
το Νύφι προς το μοναστήρι του Κουρνού
και τα Κιόνια. |
[ Πρόγραμμα Συλλόγων ] [ Κατάλογος διαδρομών ] [ Οδοιπορικό Σκαρίφημα ] [ Πενταδάκτυλος ] [ Αναβρυτή-Καστάνια ] [ Μυστράς-Σπανακάκι ] [ Τουρ. περ/ρο- Μυστράς ] [ Τριανταφυλλιά-Ζούδα ] [ Πύρριχος - Λάγια ] [ Νύφι - Κιόνια ] [ Πέπο - Δίπορο ] [ Μονοπάτια - άρθρο ] [ Ξεχώρι - Τσέρος ]
|