ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΑΛΕΥΡΙΟΥ

Σημαντικό έγγραφο, από ανέκδοτο χειρόγραφο του δικηγόρου Ιωάννη Θωμά Φουρίδη.

Του Ντόναλντ Μακφαίηλ

Η εφημερίδα μας, όπως έγραψε και ο συμπατριώτης μας στρατηγός Γεώργιος Κουμανάκος (φύλλο 15) “προσπαθεί να συγκεντρώσει όλες τις προσωπικές μαρτυρίες, όπως τις διέσωσε η παράδοση και τις αφηγήσεις των παλαιοτέρων πατριωτών μας, καθώς και τις γραπτές μαρτυρίες που αποτελούν τα επίσημα έγγραφα ή ακόμη και ιδιωτικές επιστολές, ή γραπτές καταγραφές των διαφόρων αφηγήσεων”.

Στο ίδιο φύλλο, ο στρατηγός προτείνει πολύ ορθά στους συμπατριώτες μας,

“να προσφέρουν και τις δικές τους οικογενειακές μαρτυρίες, όπως αυτές προκύπτουν από επίσημα ή ιδιωτικά έγγραφα που έχουν διασωθεί σε διάφορες οικογένειες ή ακόμα και από αφηγήσεις που άκουσαν από γιαγιάδες και παππούδες ή από τους γονείς ή άλλους συγγενείς και οι οποίες θα μπορούσαν να φωτίσουν καλύτερα και περισσότερο διάφορα ιστορικά γεγονότα ή καταστάσεις που έλαβαν χώρα στον τόπο μας”.

Έως τώρα, στο κάλεσμα αυτό έχουν ανταποκριθεί αρκετοί Μαλευριάνοι και τα έγγραφα που μας εμπιστεύονται, δημοσιεύονται προκειμένου να συμπληρώνεται η ιστορία του Μαλευρίου. Για τη μεγάλη μάχη του Πολυαράβου, υπήρχαν μέχρι πρότινος πληροφορίες μόνο από τις εργασίες του Πέτρου Καρακασσώνη και του Γεώργιου Κουμανάκου. Ο Γιάννης Τσαρπαλής (μαθηματικός - ιδιοκτήτης αλυσίδας φροντιστηρίων στην Αθήνα), γόνος της μεγάλης πατρυιάς των Φαρδολήδων, ανταποκρινόμενος και αυτός στο κάλεσμά μας, μάς διέθεσε το πιο κάτω χειρόγραφο που αναφέρει πάμπολλες λεπτομέρειες και πληροφορίες, προσφέροντας έτσι ανεκτίμητες υπηρεσίες στην τοπική ιστορία μας.

Ο Ιωάννης Θωμά Φουρίδης γεννήθηκε το 1883 και απέθανε το 1961. Υπήρξε δικηγόρος και βουλευτής Λακωνίας. Το δημοσιευόμενο έγγραφο αντέγραψε από το χειρόγραφο, ο ταξίαρχος Κυριάκος Στάππας (γνωστός για την ερευνητική και συγγραφική του δουλειά, κυρίως από το βιβλίο του «Η Λακωνία κατά την Τουρκοκρατίαν και την Ενετοκρατίαν 1460-1821) γαμπρός του Ιωάννη Φουρίδη από την νεώτερη κόρη του Νίνα.

Εκτός από τον Γιάννη Τσαρπαλή, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον Άρη Πουλημενάκο (ερευνητή - δημοσιογράφο - γενεαλόγο) για τη καθοδήγησή του καθώς και τους κυρίους Σπύρο Φουρίδη (από τον Πλάτανο), Γιάννη Φουρίδη (δάσκαλο στο Γύθειο - εγγονός του Ιωάννη Φουρίδη) και τον Ευάγγελο Φουρίδη (ιατρό - παθολόγο/καρδιολόγο στην Αθήνα) για τις συμπληρωματικές πληροφορίες και τη φωτογραφία που μου εμπιστεύθηκαν.

Εν έτει 1827 ο Ιμπραήμ Πασάς μετά των στρατευμάτων του περιέτρεχε και ελεηλάτη σχεδόν ανενόχλητος ολόκληρον την Πελοπόνησσον. Αι προσπάθειαι του Κολοκοτρώνη όπως διατηρήση άσβεστον το πυρ της επαναστάσεως εν αυτή εφαίνοντο μάταιαι διότι ούτε αξιόμαχον στρατόν είχε ούτε ανέμενεν ουδαμόθεν ενισχύσεις καθ όσον και η Στερεά Ελλάς σχεδόν ολόκληρος υπέκυψε εις τα στρατεύματα του Κιουταχή. Το μόνον ελεύθερον τμήμα της Ελλάδος, πλην των νήσων Ύδρας και Σπετσών, ήτο η Μάνη ήτις τότε ως και σήμερον περιελάμβανεν τας επαρχίας Γυθείου και Οιτύλου κατά τα γνωστά της σήμερον όρια ως και τα χωρία Καστάνια (ακολουθούν μερικά χωρία σβησμένα) άτινα χάριν της καλλιτέρας οροθετήσεως των ορίων των επαρχιών τούτων προς την επαρχείαν Λακεδαίμονος περιελήφθησαν εις την τελευταίαν ταύτην, ουχ’ ήτον παρεσχέθησαν και ανεγνωρίσθησαν εις αυτά τα προνόμια της Μάνης ήτοι φορολογική σχεδόν ατέλεια, καταργηθέντα μόλις προ ολίγων δεκαετηρίδων ως κατεργήθησαν και τα προνόμια Ύδρας και Σπετσών αγνοηθέντων υπό των επιγόνων των λόγων της υπάρξεως των προνομίων. (Λέξη δυσανάγνωστη)

Λοιπόν τελείως η επανάστασις εν Ελλάδι έδει να καταληφθή η Μάνη ήτις ήτο λίαν υπολογίσιμος καθ’ όσον και έκτασιν είχε ίσην σχεδόν προς το δέκατον της Πελοποννήσου και κατωκείτο υπό του πολεμικωτέρου τμήματος του Ελληνικού λαού καυχωμένου (και όντος) κατά το πλείστον απογόνου και κληρονόμου των προτερημάτων και ελαττωμάτων της αρχαίας Σπάρτης, αλλά και φυσικού οχυρού και προστατευομένου υπό των φαράγγων και χαραδρών του μεγαλοπρεπούς Ταϋγέτου και ουδέποτε ολοσχερώς υπ ουδενός κατακτητού υποδουλωθέντος, αφ’ού και αυτοί οι παντοδύναμοι Ρωμαίοι είχον αναγνωρίση το κράτος των Ελευθερολακώνων με πρωτεύουσαν το Γύθειον.

Περί της μάχης του Πολυαράβου εις ήν ηττήθη ο Ιμβραήμ και εστερήθησαν οι Τούρκοι του ισχυρισμού ότι υπεδουλώθη ολόκληρη η Ελλάς και κατεπνίγη η εν αυτή επανάστασις, ελάχιστα μέχρι τούδε εγράφησαν και μόλις αναφέρουν ταύτην οι συγγραφείς της ιστορίας της Ελληνικής επαναστάσεως, ενώ η σημασία της μάχης ταύτης εν συνδυασμώ προς την ετέραν της Βέργας δι’ ής εκ του δυτικού μέρους της Μάνης απωθηθή ο Ιμβραήμ, έχει σημασίαν ίσην προς την άλωσιν της Τριπόλεως ή προς την ηρωικήν έξοδον του Μεσολογγίου.

Την σιωπήν ταύτην των ιστορικών αποδίδω αφ’ ενός μεν εις την αμέλειαν των επισήμων αρχηγών της Μάνης τού να παράσχουν σχετικάς πληροφορίας εις αυτούς, αφού ουδείς των αρχηγών μετέσχε της μάχης ταύτης και ως εκ τούτου ουδέν ατομικόν συμφέρον εξάρσεως και σημασίας της υπήρχε και εις την έλλειψιν παντός σχετικού εγγράφου αφ’ ού ουδείς αρχηγός υπήρχε ίνα εκδόσει διαταγάς ή έγγραφα κινήσεως ή δράσεως των μετασχόντων της μάχης πολεμιστών, άτινα έγγραφα θα εχρησίμευαν ως πηγαί ιστορικαί, ίσως άσχετοι προς τον σκοπόν τούτων να μη είναι και η δυσμένεια η επικρατήσασα κατά της Μάνης από τα πρώτα της ελευθερίας της Ελλάδος έτη, λόγω του υπό Μανιατών φόνου του Καποδιστρίου και των κατά τα πρώτα της εγκαταστάσεως του Όθωνος αιματηρών στάσεων εν Μάνη καθ’ ως πλείστοι Βαυαροί και Μανιάται εφονεύθησαν και πύργοι Μανιατών εκρημνίσθησαν.

"Όταν ο Ιμβραήμ μετά του στρατού του κατήλθε εκ Λακεδαίμονος προς την Μάνην εκ της ανατολικής πλευράς αυτής, εστρατοπέδευσεν εις την μικράν πεδιάδα την ευρισκομένην μίαν περίπου ώραν βορειοδυτικώς του Γυθείου και περιλαμβανομένην μεταξύ των ήδη χωρίων Κουτουμού (όπερ χωρίον ωνομάσθη δια βασιλικού διατάγματος προτάσει της υπό την προεδρίαν του κ. Πολίτου καθηγητού πανεπιστημίου επιτροπής, σύνορα (Μάνης), Ράχες, Αχουμάτου και Λιμπέρδου άτινα χωρία απετέλουν τότε μικροσυνοικισμούς αποτελουμένους εξ ενός ή δύο πύργων πολεμικών και τινων ισογείων οικίσκων εις έκαστον των χωρίων τούτων. Τους πύργους τούτους, οίτινες ήσαν συνοριακοί σταθμοί μεταξύ Μάνης και Τουρκοκρατουμένης Ελλάδος κατώκουν και εφρούρουν οικογένειαι ισχυραί Μανιατών προερχομένων εκ Πανίτσης Μαλευρίου με αριθμόν τινά Λουφετζήδων (οπλοφόρων) και είχον την εποχήν εκείνην ως ιερέα τον ιερομόναχον Παναγ, (κενό), κατείχον δε τους πύργους τούτους τους μεν Κουτουμούς και Λιμπέρδου και Αχουμάτου κλάδοι της οικογενείας Κουταλιδιάνων τους δε της Ράχης η οικογένεια Πετροπουλάκη.

Πλην των οικογενειών τούτων κατώκουν εν τη περιφερεία ταύτη και ολίγαι δευτερεύουσαι οικογένειαι ποιμένουν κυρίων και γεωργών, αμέσως δε μετά την απελευθέρωσιν της Ελλάδος λόγω του ευφόρου του εδάφους και πολλαί άλλαι οικογένειαι και επυκνοκατωκήθη η περιφέρεια αύτη. Αμα έμαθον οι ως άνω φρουροί του πύργου της Κουτουμούς, όστις είναι και ο πλησιέστερος προς τα σύνορα. ότι κατέρχεται από την Τάραψαν ο Ιμβραήμ με το ασκέρι του, ειδοποιήθησαν και οι πέριξ (ως άνω είπον) φρουροί ίνα λάβουν τα προσήκοντα και προς τούτο τα γυναικόπαιδα απεκρύβησαν και ησφαλίσθησαν εντός του τότε μεγάλου δάσους του Λυκοβουνού παρά την θέσιν Περιβόλια (οπόθεν σήμερον υδρεύεται το Λίμπερδον) τα δε πολυάριθμα ποίμνια αιγοπροβάτων και βοών ωδηγήθησαν νοτίως της λίμνης παρά τας θέσεις Κουταλιδιάνικος Μύλος και (κενό) Καλύβα ίνα εκείθεν και τα γυναικόπαιδα και τα ποίμνια δύνανται να οδεύσουν προς τα ενδότερα της Μάνης άν παρίστατο ανάγκη.

Παρέμειναν μετά των γυναικοπαίδων ο (κενό) Κουταλιδάκης και ο γέρων ιερομόναχος Παναγ. (κενό) και ο φύλαξ ποιμνίων ο Γκανάς Κουτάκος μετά τινων ποιμενοπαίδων. Τα πολύτιμα οικιακά πράγματα και ιδίως τα χαλκώματα, οι κάτοικοι Κουτουμούς απέκρυψαν εντός βαθέος λάκου που έσκαψαν παρά την θέσιν (κενό) 300 περίπου μέτρα δυτικώς του πύργου Κουτουμούς υπό μίαν βαλανιδιάν ονομαζομένην “της γρηάς” ήν μοί υπέδειξεν η εκ μητρός μάμμη μου Αναστασούλα χηρ Μιχ. Γιαννιτσαράκου παρ ής αποθανούσης εν έτει 1899 εις ηλικίαν 85 ηρύσθην πλείστας σχετικάς προς την μάχην Πολυαράβου πληροφορίας και μού παρεδόθησαν μετ άλλων πολλών τα εν τώ παρόντι αναφερόμενα έγγραφα.

Μετά τα προπαρασκευαστικά ταύτα μέτρα πάντες οι δυνάμενοι φέρειν όπλα εγκατέλειπον τους πύργους θεωρήσαντες ματαίαν την μεμονωμένην αντίστασιν εις την πεδινήν έκτασιν και κατέλαβον θέσεις πέραν ήτοι δυτικώς του ποταμού Σμήνους (πλατύ ποτάμι) και από τα υψηλότερα σημεία παρηκολούθουν τας κινήσεις του Τούρκου”. Δια να προχωρήση εις τα ενδότερα της Μάνης ο Ιμβραήμ είχε δύο τότε γνωστάς οδούς 1ον την δια Λιμπέρδου Καλλικά προς Πάνιτσαν Μαλευρίου και 2ον την δι’ Αρχοντικού Μαλτσίνας Τσεσφίνας προς Πολυάραβον, διότι η τρίτη υπάρχουσα προς νότον απεκλείετο και απεφράσσετο ολόκληρος σχεδόν η μεταξύ Ράχες και Λιμπέρδου πεδινή έκτασις από τέλμα και βάλτους της λίμνης του Πλιμαριού, ως αναφέρεται εις το εξής επίσημον έγγραφον της Δημογεροντίας της Ανωτ. Σπάρτης του 1829, ίνα βεβαιωθή ποία ήτο η τοπογραφία του τόπου τούτου και ποίοι οι κάτοικοι αυτού (μεγάλο κενό) τό δέ διότι η ατραπός τότε της Πέτροβας δι’ ής ηδύνατο να φθάση εις Μαραθωνήσι ήτο η μάλλον δύσβατος και στενή και ασφαλώς ήξευρε ότι αύτη θα εφρουρείτο ισχυρότερον από την ισχυράν οικογένειαν των πρώην μπέηδων Γρηγοράκηδων και τους μετ’ αυτής συνεργαζομένους Μανιάτας.

“Η πρώτη σύγκρουσις μεταξύ εικοσάδη ιππέων και πεζών (του) Ιμβραήμ και των ως άνω Μανιατών εγένετο εις θέσιν Λοτζίτσα 500 περίπου μέτρα βορειοδυτικώς του Λιμπέρδου, ακριβώς εις το σημείον όπου συναντώνται τα δύο ρεύματα Πλατανιού και Καλλικά, οπόθεν διήρχετο και η προς Πάνιτσαν Μαλευρίου οδός αποτέλεσμα της συγκρούσεως ταύτης ήτο ο φόνος ενός Τούρκου ιππέως όν, κατήλθον (όντες) εκ των ίππων των παρέλαβον οι υποχωρήσαντες υπόλοιποι και η αποκοπή δύο άλλων ιππέων, ών οι ίπποι εφονεύθησαν, οίτινες προχώρησαν ενδότερον προς Καλλικά και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, εκ των Μανιατών δε τραυματισθείς συνελήφθη υπό των Τούρκων είς Φωτεινάκος, πρόγονος της οικογενείας Φωτεινάκου του Λιμπέρδου όστις και υπέκυψε εις τα τραύματά του ή κατά τας πληροφορίας Δ. Φωτεινάκου και Παύλ. Παυλάκου εφονεύθη υπό των Τούρκων δι’ αποκοπής των όρχεων αφ’ ού προηγουμένως τον υπέβαλαν εις μαρτύρια ίνα μαρτυρήση τα της δυνάμεως και τοποθεσίας άς αφρούρουν οι Μανιάται, εφέρετο δε ως θέσις του μαρτυρίου η τοποθεσία (κενό) και εις τους πρόποδας του λόφου Κουτουμούς ήδη ιδιοκτησίας Π. Τζινάκου όπου ίσως ευρίσκετο το επιτελείον του Ιμβραήμ.

Η μικρά αύτη μάχη των προτοπόρων του στρατού του Ιμβραήμ προς τους Μανιάτας εντός του εδάφους των και η απώθησις αυτού (υπήρξε) έργον 50 περίπου ανδρών μεταξύ των οποίων περιέχουσαν είχε θέσιν ο Πουλημένος Θ. Γιαννιτσαράκος κατά τας αφηγήσεις των γεροντοτέρων και προερχομένων εκ της ισχυράς εν τοις άνω χωρίοις οικογενείας των Κουταλιδιάνων (κενό) και μάλον πεπειραμένους εις τα πολεμικά ως μετασχών εις πολλάς μάχας (κενό) προς τους Τούρκους προς πιστοποίησιν δε τούτων αντιγράφω ενταύθα μερικά επίσημα έγγραφα της επαναστάσεως καί τινα των πρώτων τριών ταραχωδών ετών της κυβερνήσεως Καποδιστρίου εξ ών αποδεικνύεται η αξία του ανδρός.

Θεωρώ ενταύθα απαραίτητον να τονίσω, ότι εν Μάνη εκάστη ισχυρά οικογένεια και υπήρχον εκατοντάδες τινές τοιούτων, απετέλει μετά του περί αυτών αδυνάτων οικογενειών, εν μικρογραφία ανεξάρτητον πατρυιάν εις ουδένα υπακούουσαν και η επ αυτών εξουσία του εκάστοτε Μπέη της Μάνης ήτο σκιώδης και κυρίως συμβουλευτική, εθεωρείτο δε ούτος ως πρώτος μεταξύ ίσων. Προήσπιζον δε τα εκάστοτε προσβαλόμενα συμφέροντά των και έλυον τας διαφοράς των δια των ιδίων των δυνάμεων και δια συμμαχιών μεταξύ των, άλλωστε ο θεσμός του Μπέη εν Μάνη επεβλήθη κατά την τελευταίαν τεσσαρακονταετίαν προ της απελευθερώσεως προς πιστοποίησιν της σκιώδους κυριαρχίας των Τούρκων επ αυτής, εν ώ ουσιαστικώς ουδέποτε εκυριάρχησε.

Ευθύς ως εγώσθη η ως άνω συμπλοκή εν Λοτζίτσα Λιμπέρδου κατέφθασαν ένοπλοι πολλοί Μαλευριάνοι εκ των γειτονικών χωρίων Πηλάλα, Κονακίων, Λυγερέα, Σολών και Παλοβάς, προς βοήθειαν και απόκρουσιν του εχθρού. Ευτυχώς όμως ο Ιμβραήμ πεισθείς φαίνεται ότι η οδός αύτη προς την Μάνην φρουρείται ισχυρώς εξ υπερβολικών ίσως παραστάσεων των επιτρεξάντων ανιχνευτών, οίτινες πράγματι εκτυπήθησαν εις Λοτζίτσα και κατά μέτωπον και εκ των πλευρών άς κατείχον οι ως άνω 50 ένοπλοι, απεφάσισε οριστικώς να ακολουθήση την οδόν δια Μαλτσίνας - Τσεσφίνας προς Πολυάραβον, ήτις ναι μεν μακροτέρα ήτο αλλά διήρχετο δια χωματωδών γηλόφων ήτο ομαλοτέρα και διήρχετο πλησίον χωρίων άτινα είχον υποταχθή και εις ά επεκράτουν οι Μπαρδουνιώται Τούρκοι οίτινες θα εχρησίμευον και ως οδηγοί. Εβάδισε την οδόν ταύτην ήτις περίπου διήρχετο εκ του αυτού μέρους εξ ού και η σημερινή αμαξιτή οδός Γυθείου Μαλτσίνης.

Λέγεται δε ότι το στρατηγείο του έστησεν ολίγον δυτικώτερον της Μαλτσίνης επί μικράς επιπέδου εκτάσεως πλησίον πηγής ύδατος. Οι εις τον τομέα όπου εγένετο η ως άνω πρώτη σύγκρουσις συγκεντρωθέντες 200 περίπου πολεμισταί ευθύς ως αντελήφθησαν την προς Αρχοντικό Μαλτσίναν πορείαν του Τουρκικού στρατού ώδευσαν δια της ατραπόν Σολά - Σκουφομύτη εις Πολυάραβον, αφήκαν δε δεκάδα ανδρών προς φύλαξιν των γυναικοπαίδων και ποιμνίων των. Μεταξύ των παραμεινάντων ήσαν οι Παύλος Γιαννιτσαράκος και Πιέρρος Πετροπουλάκης οίτινες ήσαν σχετικώς γεροντότεροι και δι’ ιδιαιτέρας φιλίας συνεδέοντο και είχον επιλύσει τας μεταξύ των τοπικάς διαφοράς δι’ ανταλλαγής ως εξάγεται εκ του εξής ανταλλακτικού εγγράφου του 1805 (κενό).

Της κινήσεως του Ιμβραήμ προς Πολυάραβον έλαβον γνώσιν όλα τα γειτονικά χωρία του τέως Δήμου Μαλευρίου ήτοι Πάνιτσα, Σιδηρόκαστρον, Σκυφιάνικα, Σκαμνίτσα, Σκαμνάκι και έσπευσαν πάντες εις Πολυάραβον προς απόκρουσιν του εισβολέως και προστασίαν των οικογενειών των και περιουσιών των και ούτω συνεκεντρώθησαν υπέρ πεντακόσιοι πολεμισταί μαχητικότατοι και εξ ανατροφής αλλά και επειδή θα εμάχοντο υπέρ βωμών και εστιών, αίτινες εκινδύνευον τον εσχατον των κινδύνων. Εκ των κάτω χωρίων Μαλευρίου, Καρβελά, και Μαραθέας μετέσχον της μάχης μετά τινων συγγενών των ο Πιερ. Αναιπάκος (κενό) πλην δε των ανδρών μετέσχον και αρκεταί νεαραί γυναίκες χρησιμοποιούμεναι κυρίως εις την μεταφοράν ύδατος δια τους πολεμιστάς.

Σημειωτέον ότι την εποχήν εκείνην όλοι σχεδόν οι επζώντες εκ των ανά την Πελοπόνησσον και Στερεάν Ελλάδα πολεμησάντων Μανιατών ευρίσκοντο εις τας εν Μάνη εστίας των λόγω της επικρατήσεως του Κιουταχή και Ιμβραήμ ανά την άλλην Ελλάδα. Πάντες οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα κάτοικοι των ως άνω χωρίων του Μαλευρίου μετέσχον αμέσως ή εμμέσως της μάχης του Πολυαράβου, ουδείς δε ξένος εφ όσον έμαθον επολέμησε εις Πολυάραβον πλην 2 Ταβουλαραίων εκ Καρέα Οιτύλου πρωτεξαδέλφων του Ιωάν, Δ. Φουρίδη μεθ ού συνεπολέμησαν και εν Βαλτετσίω και Μονεμβασία και του Σταμάτη Ροζάκη εκ Σίνας Κροκεών.

Οικογένειαι ισχυραί εν τοις άνω χωρίοις ήσαν, αι Βαβούλη έχουσα τότε αρχηγούς τον υιόν τού προ της επαναστάσεως θανόντος καπετάν Θωμά Βαβούλη και τον Βασιλούνην Βαβούλην, Ρούπα με αρχηγόν τον Μπουτσικάρην, Γεωργοπούλων με αρχηγόν τον Λαδονικόλαν, Μπελλιάνων με αρχηγόν τον Τσάκαλον, Μπουτσελιάνων με αρχηγούς τόν Μπάκαν και Δημακάκον, Πετροπουλιάνων - Ξαρχουλιάνων με αρχηγόν τον Παν. Πετροπουλάκην, Κουταλιδιάνων με αρχηγόν τον Πουλημένον Γιαννιτσαράκον, Ρεζεπέρηδων (κενό)

Ουδείς μεταξύ του συνόλου τούτων ανεκηρύχθη γενικός αρχηγός αλλ εν συνεννοήσει προφορική μεταξύ των πρωτευόντων ως άνω εξ αυτών διεκανονίσθη το σχέδιον της μάχης, και αι τοποθεσίαι άς κατέλαβεν εκάστη ομάς. Η πρωτοπορεία του στρατού του Ιμβραήμ, λαβούσα οδηγούς Ελληναν και Τούρκους εκ Μπαρδουνοχωρίων, επροχώρησε προς Πολυάραβον, αλλά 1000 περίπου μέτρα πριν φθάση εις τον αυχένα του βουνού όπισθεν του οποίου κείται το χωρίον Πολυάραβος, όπερ είναι η κλείς του Μαλευρίου, ευρέθη προ του μικρού πύργου του Σταθάκου Ροζάκη εξ ού εδέχθη πυροβολισμούς, τότε είς εκ των συνοδευόντων τους Τούρκους προσκυνημένων Ελλήνων, ονόματι Μπόσινας καταγόμενος έκ τινος συνοικισμού κειμένου ολίγα χιλιόμετρα μακράν του φρουρίου Μπαρδούνιας και συγγενής εξ αγχιστείας του Σταθάκου προυχώρησε προς τον πύργον φωνάζον “συμπέθερε Σταθάκο βάστα τα χέρια σου μη χάνεσαι άδικα” τούτο δε έπραξε, φρονώ, ο Μπόσινας ουχί ίνα προδώση τον αγώνα των Μανιατών ή εξυπηρέτησει τους Τούρκους, αλλ ίνα σώση τον συγγενή του Σταθάκον εκ βεβαίας καταστροφής αφ ού πάς αγών θα ήτο μάταιος και ήτο φυσικώς αδύνατον ν’αντισταθή εις την επίθεσιν του όγκου του στρατού του Ιμβραήμ.

Αλλως όμως εσκέπτετο ο ήρως Σταθάκος μετά του υιού του και της συζύγου του, οίτινες είχον κλεισθή εντός του πύργου, επροτίμησε να γίνη ολοκαύτωμα ματά της οικογενείας του αντί να προσκυνήση τους Τούρκους και ευθύς αντί απαντήσεως επυροβόλησε κατά του Μπόσινα και τον εφόνευσε και συνέχισε μετά του υιού του τους πυροβολισμούς φονεύσας και τραυματίσας πολλούς εκ των επιτιθεμένων Τούρκων, πολλών δε σύγχυσιν επέφεραν εις την πρωτοπορείαν ταύτην των Τούρκων και μερικαί κυψέλαι μελισσών αίτινες ήσαν τοποθετημέναι εις ολίγα μέτρα μακράν του πύργου και ανετράπησαν και αι εν αυταίς μέλισσαι επετέθησαν κατά των επιδρομέων. Μετά δίωρον περίπου αγώνα ο πύργος μετά των εν αυτώ ηρώων εκάη και κατεστράφη, έδωσε όμως καιρόν εις τους περί τον Πολυάραβον αγωνιστάς ίνα πληρέστερον τακτοποιηθώσιν και οχυρωθώσι.

Μετά την ανατροπήν του πρώτου τούτου της προς Πολυάραβον κατευθύνσεως εμποδίου οι Τούρκοι προυχώρησαν και έφθασαν εις τον αυχένα του ύπερθεν του Πολυαράβου βουνού οπόθεν εδέχθησαν πυροβολισμούς τινάς παρά πολεμιστών, οίτινες αμέσως μετά τούτο υπεχώρησαν προς τους εκατέρωθεν του βουνού πλαγιάς και ηνώθησαν μετά των εκεί ωχυρωμένων ως άνω Μανιατών. Ποίαν θέσιν και κατείχεν και υπερήσπιζε εκάστη οικογενειακή ομάς ως άνω εξετέθη εν ταις πλαγιαίς του βουνού και εν Πολυαράβω, είναι άγνωστον.

Την μόνην πληροφορίαν ήν εξ αυτόπτου μάρτυρος έχω είναι η εξής. Κατά το θέρος του 1908 είχον μεταβή εις την εν Παρασκ. (κενό) Κουτουμούς οικίαν του φίλου μου Παν. Κατσαφούρου και του αναδεξιμιού του πατρός μου Πουλημένου Κατσαφούρου, προς χαιρετισμόν, εκεί εις μίαν γωνίαν εκάθητο η γραία εκ πατρός μάμμη των ηλικίας εκατόν περίπου τότε ετών ολίγον βαρήκοος, ήτις είχε μετάσχει ως νεαρά τότε Μανιάτισσα εις την μάχην του Πολυαράβου και μετέφερε ύδωρ εις τον τομέα όν κατείχε και υπερήσπιζε η οικογένεια Κουταλιδιάνων και Φαρδολήδων, εις ερώτησίν μου δε άν εγνώριζε τους πάππους μου και αν ήσαν παλληκάρια μου είπε τα εξής:

“Τον πάππου σου τον Φουρίδη ακουστά τον είχα, δεν τον εγνώριζα, τον πάππου σου όμως τον Πουλημένον Γιαννιτσαράκο τον γνώρισα καλά, γιατί ήταν στο ίδιο ταμπούρι μαζί με τον ξάδελφό μου τον Τσαρπαλή, ήταν λεβεντάνθρωπος και μάλιστα την ώρα εκείνη που τους πήγα νερό άρχισε το ντουφεκίδι και κρύφτηκα πίσω τους και κύταξα απέναντι και χαμηλότερα τρέχανε και ντουφέκαγαν οι Τούρκοι και μπροστά πήγαινε ένας Τουρκαλάς καλοντυμένος και δεν τον πέτυχε, τότε είπε ο ξάδελφός μου “τί μου δίνεις καπετάν Πουλημένε αν τον σκοτώσω τον Τουρκαλά” και ο κυρ Πουλημένος του απάντησε “ένα ντεστί φουσέκια ρε Τσαρπαλή". Τότε ο ξάδελφός μου γονάτισε καλλίτερα και επυροβόλησε τον Τουρκαλά και τον έρριξε κάτω”. Ντεσκί φουσέκια σημαίνει χαρτίνη δέσμη φυσιγγίων.

Θέλων δε ο έγγονός της Παναγιώτης Κατσαφούρος να την πειράξη της είπε. “Δεν μας λες κυρούλα πήγες άμα τέλειωσε η μάχη και διώξατε τους Τουρκαλάδες, πήγες και τους είδες τους σκοτωμένους”; (διότι πολλάκις είχε κάμει σχετικές συζητήσεις μετ’ αυτής ο εγγονός της και εγνώριζε την απάντησιν). “Εγώ παιδάκι μου άμα σούρπωσε πήγα στην Αρχίνιτσα με τα ζά, την παράλλη μέρα, όταν γύρισα τους είχανε πεταμένους στο ρέμα και ήτανε τα πλειότερα κουφάρια τους γυμνά και βρωμούσανε και ντρεπόμουνα να ιδώ”.

Εκ της στιχομυθίας ταύτης συνάγεται ότι εκ των χωρίων Κουτουμούς, Ράχης. Λιμπέρδου, Παλοβάς, Λυγερέα και Πηλακονακίων κατείχον την Ανατολικήν πλαγιάν, οι δε λοιποί οι προελθόντες εκ των άλλων χωρίων του Μαλευρίου των δυτικών πλαγιών και το κυρίως χωρίον Πολυάραβος και ότι μετά την μάχην οι νεκροί εσκυλεύθησαν και διενεμήθησαν υπό των πολεμιστών τα λάφυρα, γνωρίζω δε τούτο διότι ο πάππους μου και ο αδελφός του Γεώργιος έλαβον ανά έν καρυφύλι και έναν αιχμάλωτον Τούρκον όν εβάπτισε ο πάππους μου Ιωάννης και τον ωνόμασε Ιωάννην, όστις έγινε Ελλην πολίτης κατώκησε και ενυμφεύθη εις Πάνιτσαν εξ ού η οικογένεια Τουρκογιανιάνων ή Γιαννάκη, μίαν δε απόγονον τούτου είχε υπηρέτριαν οικονόμον μέχρι του προ ολίγων ετών θανάτου του ο εν Γυθείω έμπορος Γεωργ. Παυλάκος, έτερον δε αιχμάλωτόν του και εν εφίππειον (σέλα) έλαβεν ο συγγενής μου Γεωργ. Γιαννιτσαράκος εκ Κουτουμούς όν εβάπτισε, όστις τον ονόμασε Γεώργιον, τον ενύμφευσε κατόπιν μετά τινος νεοφωτίστου Τουρκοπούλας και τους (κενό) είς τινα οικίσκον εν Κουτουμού μετά μικράς περιοχής, εξ αυτού δε εκ μητρός κατάγεται η εν Κουτουμού πολυμελής και καλή οικογένεια Λέκα.

Η μάχη του Πολυαράβου μία των τελευταίων άν μη η τελευταία εκ της γιγαντομαχίας των προγόνων μας προς τους Τούρκους έσωσε την Μάνην από την υποδούλωσιν. Ο επιδηχθείς κατ αυτήν ηρωισμός και αυτοθυσία του Σταθάκου Ροζάκη εφαμίλλου του οποίου ελάχιστα ευρίσκει εν τη ιστορία του Εθνους μας, ουδόλως σχεδόν ανεφέρθη εν τη ιστορία δι’ούς εν αρχή εκθέτω λόγους. Μόνον δε περί δεκαπενταετίας κατά τας εορτάς της εκατονταετηρίδος προτάσει εμού και του κ. Τάσσου Πετροπουλάκη μελών της επιτροπής εκατονταετηρίδος και γνωριζόντων εκ παραδόσεως την τοπικήν ιστορίαν, εψηφίσθη όπως εις τον πύργον της Τσεσφίνας Σταθάκου εντειχισθή μαρμαρίνη πλαξ. Ούτω εν μέρει απεδόθη δίκαιον εις την μνήμην του ηδικημένου υπό της ιστορίας ήρωος

Ο αντιγράψας
Κυρ. Στάππας Μάιος 1978

                               


Αρετή και Τόλμη ] Συμπληρώνεται η Ιστορία του Μαλευρίου ] Δημοτικές Εκλογές ] Ιστορικό Χειρόγραφο ] Περί του "ΛΩ" των Μανιατών ] Λεηλασία Αγίου Δημητρίου ] Αρχοντικό Αϊβάζη ] Βιβλίο Σαράντου Καργάκου για το Καπετάν Ζαχαριά ] Επανέκδοση Επιθεώρησης ΗΩΣ ] [ Ιστορία Μαλευρίου ] Μάνη και Καστοριά ]