Σε
μια Λεωφόρο προχωρούμε
και τρέχουμε και τα χνάρια μας χάνονται
στη μαύρη Λεωφόρο.
Κάποιου, πού πάτησε το σήμα του
κινδύνου,
του κόψαμε τα χέρια.
Και προχωρούμε και τρέχουμε
κάνοντας θόρυβο
σαν άδεια βαρέλια
στην κατηφόρα πού πήραμε.
Ακρωτηριασμένα εργαλεία
έχουμε ριχτεί στον κάματο του βάλτου
πού μας καταπίνει
ώσπου να βουλιάξουμε.
Κάποιον, πού μπήκε μπροστά
να μας αλλάξη πορεία,
τον είπαμε άθεο
και τον σταυρώσαμε.
Και προχωρούμε και τρέχουμε
κι η νύχτα μεγαλώνει
κι η ζωή τραβά προς το θάνατο.
Κάποιον, πού πήρε ένα φανάρι
να μας δείξει που πάμε,
σε σκοτεινό κελί τον κλείσαμε
Και προχωρούμε και τρέχουμε
για να προλάβουμε μια θέση
στη γιορτή της νύχτας.
Κάποιον, πού μας φώναξε, «ντροπή»
τον είπαμε προδότη
και τον κρεμάσαμε.
Και προχωρούμε και τρέχουμε
με τις ψυχές μαχαίρια
γεμίζοντας το δρόμο μ’ αίματα. |
Και
προχωρούμε και τρέχουμε
κυνηγώντας ο ένας τον άλλον,
τη ζωή να του πάρουμε
για να ζήσουμε.
Κάποιον, πού μας είπε
πώς αυτό είναι θάνατος,
τον είπαμε αναρχικό
και τον παραδώσαμε στον δήμιο.
Και προχωρούμε και
τρέχουμε
κράζοντας σαν βάτραχοι
μεσ’ στο χαντάκι της πλήξης μας.
Και προχωρούμε και τρέχουμε
δουλειά να πιάσουμε
στο εργαστήρι του θανάτου
φτιάχνοντας μόνοι τις αλυσίδες μας.
Και προχωρούμε και τρέχουμε
το ληστή κυνηγώντας
τη θέση να του πάρουμε.
Και προχωρούμε και τρέχουμε
στη μαύρη Λεωφόρο,
πού λάμπει μονάχα ο χρυσός
και το μαχαίρι
ώσπου να σβύσουμε...
Σε μια Λεωφόρο προχωρούμε και τρέχουμε
και τα χνάρια μας χάνονται
στη μαύρη Λεωφόρο. |