Ανάμνηση
απ' τον Ταΰγετο
Έστηνε η Άνοιξη την προτομή μου
σε μικρούς λόφους ειρήνης,
έλαμπε καθισμένο στο ραβδί μου ένα
πουλί από φως
κ' έβρεχε ιριδισμούς στα πρόβατα το
αιώνιο σέλας της αγάπης.
Μες στη σιωπή, το θαλασσί φλοίβησμα
του αίματός μου
ανάδινε τον ήχο του αδραχτιού της
μητέρας μου,
που ύφαινε στων σταχτιών το πράσινο και
το λευκό μαλλί του αυγερινού.
Μικρός Εωσφόρος του φωτός στου Ευρώτα
τις ροδοδάφνες,
έπαιρνα δίπλα τα βουνά βρεγμένος από το
φεγγάρι
με δυο άσπρους κρίνους στην καρδιά,
μ' εφτά σημαίες στα χείλη,
κι απάνω από των γερακιών τις
ατελεύτητες μοναξιές
επόπτευα το σύμπαν, θησαυρίζοντας
τοπία
κι αλλοτινά φώτα στη μνήμη μου.
Γράμμα
στον άνθρωπο της πατρίδας μου
...Μην με
μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ'
εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα
φαράγγια που πέρασα.
Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από
τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!
Γυναίκες της
Πίνδου
« Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν
Παναγιές τ' ανέβαιναν.
Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιο
πηγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος
φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε
τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις
σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την
πέτρα
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες
στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μιά πίσω απ' την
άλλη ».
Οι
μικροί γαλαξίες
Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη
γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται,
μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ' τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ' τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας
μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυο κόσμους σε πλήρη
λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι
κάτω απ' τη θέα τους -
Ήσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φως, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ που λάμπει: στα πόδια, στα χέρια,
στο στήθος, στο μέτωπο.
Τ' άστρα το βλέπουνε, ότι:
δυο δισεκατομμύρια μικροί γαλαξίες και
πλέον
κατοικούμε τη γη.
Πικραμένος
αναχωρητής
Θα φύγω σε ψηλό βουνό, σε ριζιμιό
λιθάρι
να στήσω το κρεβάτι μου κοντά στη
νερομάνα
του κόσμου που βροντοχτυπούν οι
χοντρές φλέβες του ήλιου,
ν' απλώσω εκεί την πίκρα μου, να λυώσει
όπως το χιόνι.
Μην πιάνεσαι απ' τους ώμους μου και
στριφογυρίζεις
άνεμε!
φεγγαράκι μου!
Καλέ μου!
Αυγερινέ μου!
Φέξε το ποροφάραγκο! Βοήθα ν'
ανηφορήσω!
Φέρνω ζαλιά στις πλάτες μου τα χέρια
των νεκρών!
Στη μια μεριά έχω τα όνειρα, στην άλλη
τις ελπίδες!
Κι ανάμεσα στις δυο ζαλιές το ματωμένο
στέφανο!
Μη με ρωτάς καλέ μου αϊτέ, μη με
ξετάζεις ήλιε μου!
Ρίχτε στο δρόμο συννεφιά να μη γυρίσω
πίσω!
Κοιτάχτηκα μες στο νερό, έκατσα και
λογάριασα,
ζύγιασα το καλό και το κακό του κόσμου.
Κι αποφάσισα,
να γίνω το μικρότερο αδερφάκι των
πουλιών!
Το
παιδί με τη φυσαρμόνικα
Θα βγω στον κάμπο να μαζέψω
τα πεσμένα φύλλα του ήλιου,
να πλάσω τις ακτίδες του -τούτο το
καλοκαίρι-,
να πλάσω τις ακτίδες του σε φύλλα για να
γράψω
τον ουρανό και το τραγούδι σου,
Ελληνόπουλο!
Γιατί το χώμα δε με φτάνει! Δε με φτάνει
το αίμα μου!
Γιατί τα δάκρια μου δε φτάνουνε να
πλάσω τον πηλό μου!
Τι να το κάνω το σπίτι μου; Έξω σε
τραγουδάνε!
Έξω μιλούν για σένανε! Δε μου φτάνει η
φωνή μου!
Θα τρέξω εκεί που σ' άκουσα να λες "Όχι"
στο θάνατο.
Θα τρέξω εκεί που πήγαινες σφυρίζοντας
αντίθετα
στ' αστροπελέκι, αντίθετα στη διαταγή
και στο γλυκό ψωμί της γης! Αντίθετα
στα γαλανά σου μάτια που ήταν για τον
έρωτα!
|