Γράμμα
Δεν έχω ένα φύλλο απ' τα παλιά πράσινα
δέντρα.
Σου γράφω τη λύπη μου σ' αυτό το χαρτί.
τόσο ελαφριά που να στη φέρει ο άνεμος,
τόσο καλή και τρυφερή που να μη
παραξενευτεί ο ήλιος,
ευγενική σαν τη σιωπή που περπατεί στο
χορτάρι
τη νύχτα, απλή και καθαρή σαν το νεράκι
που τρέχει
και δε μαντεύεις πως το γέννησε η
χτεσινή καταιγίδα.
Πολλοί σκοτώθηκαν. Πολλοί ζούμε. Όλοι
μας είμαστε
λαβωμένοι. Είναι βαρύς από τον πόνο μας
ο κόσμος.
Mε τη σιωπή της θάλασσας θα λάβεις τη
λύπη μου.
Σου στέλνω αυτό το αιώνιο μου Μη
με λησμόνει!
Είναι ένα φως διπλωμένο ανάμεσα σ' ένα
μικρό συννεφάκι.
Σου στέλνω αυτό το αρνάκι, μια κ' είσαι
κοντά στο Θεό,
να τ' οδηγήσεις σ' ένα πράσινο κήπο του.
Σου στέλνω αυτό το βρέφος με το
τσακισμένο ποδαράκι.
Ανέβασέ το στο παράθυρο με τον αυγερινό,
κοντά στον κόσμο, κοντά στο όνειρο,
κοντά στην καλοσύνη σου, που είναι
ζεστή σα μια ανάσα μητέρας,
κοντά στο τζάκι που ονειρεύεσαι με το
χέρι στο μέτωπο
την ευτυχία του πεινασμένου, του
στρατιώτη, του άρρωστου.
Βάλτο κοντά στην πράσινη σημαία. Κοντά
στο κόκκινο
άλογο. Στη μητέρα σου πλάι, που
τριγυρισμένη
απ' του Γενάρη τους σπουργίτες, γνέθει
την ελπίδα.
Βάλτο κοντά στο στεναγμό της φιλίας.
Κοντά-κοντά.
Βάλτο να κάτσει, κι άνοιχτου σαν ένα
γέλιο το παράθυρο
να ιδεί τον κόσμο.
Μαζεύω
τα πεσμένα στάχυα
Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου
στείλω λίγο ψωμί,
μαζεύω με το σπασμένο χέρι μου ότι
έμεινε απ' τον ήλιο
να σου το στείλω να ντυθείς. Έμαθα πως
κρυώνεις.
Την πράσινή σου φορεσιά να την φορέσεις
την Λαμπρή!
Θα τρέξουν μ' άνθη τα παιδιά. Θα βγουν τα
περιστέρια,
κ' η μάνα σου με μια ποδιά, πλατιά,
γεμάτη αγάπη!
Πάρε όποιο δρόμο, όποια κορφή, ρώτα
όποιο δένδρο θέλεις
Μ' ακούς; Οι δρόμοι όλης της γης
βγαίνουνε στην καρδιά μου!
Μην ξεχαστείς κοιτάζοντας το φως. Τ'
ακούς;.. Ναρθείς!
Επιστροφή
Με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά
μου
βρήκα το πατρικό μου σπίτι να κοιτάζει,
μες απ' τις φυλλωσιές, σαν άλλοτε, τη
δύση.
-με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά
καρδιά μου.
Γοργά το τζάκι η μάνα μου τρέχει ν'
ανάψει.
Κ' ενώ απ' την πόρτα βλέπω τις γλυκές του
λάμψεις,
με σπαραγμό κρατώντας τη βαριά καρδιά
μου
δε μπαίνω μέσα. Απέξω κάθομαι και κλαίω...
Σου στήνω μια καλύβα
Σου στήνω μια καλύβα, στους αιώνες των
αιώνων,
ένα κήπο να περπατάς,ένα ρυάκι να
καθρεφτίζεσαι,
μια πλούσια πράσινη φραγή να μην σε
βρίσκει ο άνεμος
που βασανίζει τους γυμνούς - στους
αιώνες των αιώνων!
Σου στήνω τ' οραμά σου πάνω σ' όλους τους
λόφους,
να σου φυσάει το φόρεμα η δύση με δυο
τριαντάφυλλα,
να γέρνει ο ήλιος αντίκρυ σου και να μη
βασιλεύει,
να κατεβαίνουν τα πουλιά να πίνουνε
στις φούχτες σου
των παιδικών ματιών μου το νερό - στους
αιώνες των αιώνων.
Επιστροφή στο βουνό
Δε θα ξανάρθω πια κοντά σου
να μην ακούσεις το ποτάμι
που μες στο στήθος μου κυλά.
Αν δεις τον ήλιο να σου γνέφει
τον έσπερο να σε ρωτά,
βάλε τα σπάρτα τα μαλλιά σου
τις μυγδαλιές στην αγκαλιά σου
κι' έβγα νυφούλα στα βουνά
Έβγα νυφούλα στα βουνά.
κι' αν σε ρωτήσουνε τ' αλάφιά,
αν σε ρωτήσουν τα πουλιά,
πες τους: θα βγω με το φεγγάρι,
με τρεις αγγέλους συντροφιά!
Διπλό γαρύφαλλο στ' αφτί μου,
η μάνα μου και τ' άλογό μου,
ο Ιησούς Χριστός κ' εφτά παιδιά!
Δίχως εσέ
Δίχως εσέ δεν θάβρισκαν
νερό τα περιστέρια
δίχως εσέ δε θάναβε
το φως ο Θεός στις βρύσες του
Μηλιά σπέρνει στον άνεμο
τ' άνθη της, στην ποδιά σου
φέρνεις νερό απ' τον ουρανό,
φώτα σταχυών κι απάνω σου
φεγγάρι από σπουργίτες. |