Στο ρημοκλήσι τον
Διρού
λειτούργα ο Πρωτοσνγγελος,
και τ' άχραντα μυστήρια
έφερνε στο κεφάλι του
βάλλοντας το χερουβικό.
Μ' άξαφνα κι ανέλπιστα
Τούρκοι τον παραλάβασι,
Μα οι άντρες όλοι λείπασι,
είταν στη Βέργα τ 'Αλμυρού
όπου τρωάδα ο πόλεμος
πάαινε δυο μερόνυχτα.
Μόνο τα γυναικόπαιδα
και γέροντες ανώφελο
γιατ' είταν θέρος, βρέθηκαν
με τα τραπάνια στα λουριά.
Καθόλου δε δειλιάσασι,
καθόλου δεν τρομάξασι,
μόν' έδωκαν την είδηση
στον Κωσταντίνο με πεζό.
κι έδραμε κατά το Διρό.
Βλέπεις γυναίκες να χερούν
και τα τραπάνια να κρατούν
τουςΑραπάδες να χτνπούν. |
«Εύγε σας, ματαεύγε
σας,
γυναίκες, άντρες γίνητα,
σαν ανδρειωμένες μάχεσθε,
σαν Αμαζόνες κρούετε».
Είπε και βρυχομάνιασε,
σαν το λιοντάρι στα βουνά.
«Όσοι πιστοί, εμπρός παιδιά!...
Σήμερα γεννηθήκαμε,
σήμερα ας πεθάνωμε...»
Άνοιξε μάχη τρομερή
κι είτενε ξεσυνέρηση
σ' όλα τα Σπαρτιατόγγονα,
ποίοι θα πάσι μπροστινοί.
Οι Τούρκοι αντισταθήκασι
τ' είταν στην άκρη τον γιαλού.
Μα στο στερνό δειλιάσασι
και πέφτασι στη θάλασσα
σαν τα τυφλά τετράποδα...
Γιατ' είταν θέλημα Θεού...
Να σ' ακουστή η παράκληση του Άγιου
Πρωτοσύγγελλου... |