ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Μέσα στον ορυμαγδό της «ταυτότητας»
που μας χτύπησε πάλι έτσι, ξαφνικά, τη
στιγμή που περιμέναμε ν’ αποδεσμευτεί
κάποια από τις πρόσφατες πρωθυπουργικές
δεσμεύσεις, θυμήθηκα μια παλιά ιστορία, που
έζησα πριν από κάμποσα χρόνια, στην ξενιτιά.
Την ξέθαψα απ’ τα κιτάπια μου και σας τη
διηγούμαι, μήπως και σκεφτεί, επί τέλους, ο
καθένας μας, ποια ταυτότητά μας κινδυνεύει
πραγματικά, ποια όχι και γιατί ...
Λοιπόν, στην Κορσική, είν' ένα
χωριό, το λένε Καργκέζε. Παλιοί Μανιάτες
τόχαν κατοικήσει πάνε τέσσερις αιώνες τώρα,
φεύγοντας την τυραννία του Οθωμανού
καταχτητή. Ξεκίνησαν οχτακόσιοι, πολλοί
πέθαναν από τις στερήσεις στο πολύμηνο
ταξίδι. Πέρασαν πολλές περιπέτειες,
πολέμησαν για τους χριστιανούς Γενοβέζους
που, μη ξέροντας τι να τους κάνουν, τους
εγκατάστησαν εκεί για να τους έχουν
μετερίζι στις επαναστάσεις των ντόπιων. Γι’
αυτό κι εκείνοι, τους είχαν για πολλά χρόνια
στη μπούκα του τουφεκιού. Σήμερα, οι
απόγονοί τους έχουν διασταυρωθεί με τους
ντόπιους, έχουν χτίσει συγγένειες ... Στην
πλατεία του χωριού, ένα μνημείο είναι
αφιερωμένο στους πεσόντες για τη Γαλλία, τη
σημερινή πατρίδα τους. Γύρω – γύρω,
κατεβατά, τα σκαλισμένα ελληνικά ονόματα
γυρισμένα στα ιταλικά, από τους Γενοβέζους
που έδωσαν, τότε, στους προγόνους τους, αυτό
το άσυλο με το αζημίωτο. Ο Μυρμιγκάκης,
έγινε Μιρμιγκάτσι, ο Πασπαράκης Πασπαράτσι
…
Σαν από θαύμα, από τότε μέχρι
σήμερα, μέσα σε τόσους αιώνες, δυσκολίες,
αγώνες κι εχθρότητα, οι παραδόσεις κι η
θρησκεία τους διατηρούνται ατόφιες, όπως
τις παραλάβανε, από γενιά σε γενιά. Η μεγάλη,
ορθόδοξη εκκλησιά, με τις εικόνες και τα
κειμήλια πούφεραν μαζί οι πρόγονοί τους απ'
το μανιάτικο χωριό τους, έχει την πόρτα της
φάτσα στη μικρότερη, την καθολική. Μια
μαρμάρινη πλάκα, σφηνωμένη στον τοίχο δεξιά
στην πόρτα, θυμίζει την πρόσφατη ανταπόδοση
της επίσκεψης πούκαναν στο Βίτυλο, το
μανιάτικο χωριό απ' όπου ξεκίνησαν οι
πρόγονοί τους. Τη μια Κυριακή, ο παπάς
λειτουργεί στην καθολική στα λατινικά, την
άλλη στην ορθόδοξη, στα ελληνικά.
Η Μεγάλη Βδομάδα και το Πάσχα,
πάντα στα ελληνικά, πάντα στην ορθόδοξη
εκκλησιά, πάντα με τις παλιές τις
μανιάτικες παραδόσεις. Τη Μεγάλη Πέμπτη,
στα δώδεκα βαγγέλια, δεν μπορείς να
περάσεις από την κοσμοσυρροή. Το ίδιο και τη
Μεγάλη Παρασκευή, στον επιτάφιο, το ίδιο και
στην Ανάσταση. Εκτός από τους χωριανούς,
πλήθος ξενιτεμένων ρωμιών μαζεύονται και,
μαζί μ' αυτούς, από μέρη κοντινά και μακρινά
κι άλλοι, κάθε λογής και κάθε πίστης.
Χορωδία από τις πιο παλιές γυναίκες του
χωριού, τις μόνες που μιλούν ακόμη καλά τη
γλώσσα μας, ψέλνει ελληνικά όλα τα τροπάρια
της ακολουθίας. Η εκκλησία, πλούσια
στολισμένη με τ' ανοιξιάτικα λουλούδια και
τ' αρώματα της κατάφυτης γης του "νησιού
της ομορφιάς" όπως τόχαν δει οι
Αργοναύτες, τα παλιά μανιάτικα κειμήλια, η
κατάνυξη της χορωδίας, ο πρώτος χλιαρός
ανοιξιάτικος καιρός π' ανατριχιάζει το
κορμί, είναι ότι χρειάζεσαι για να νοιώσεις
την ψυχή σου ν' αναζητά το Θεό σου ...
Μοναδικό κι ανέλπιστο θέαμα για
τον ξενιτεμένο, η περιφορά του επιτάφιου
στους πεντακάθαρους δρόμους του χωριού, μέσ'
απ’ τις δεκάδες τ' άσπρα κεριά που
τρεμοσβήνουν πάνω στο κάθε περβάζι,
παίζοντας με τα λουλούδια που στολίζουν τ'
ανοιχτά παράθυρα και τον κόσμο που,
στέκοντας πίσω τους, σταυροκοπιέται
ορθόδοξα στο πέρασμά του. Το ίδιο κι η
περιφορά της εικόνας της Παναγίας, κειμήλιο
τεσσάρων αιώνων από τη Μάνη, τη Δευτέρα του
Πάσχα. Το ντουφεκίδι πέφτει ασταμάτητα, από
την έξοδο της εικόνας μέχρι το τέλος της
λιτανείας, ενώ Γάλλοι αστυνόμοι με στολή
καδράρουν την πομπή, αμίλητοι. Θαρρείς και
βρίσκεσαι στην πατρίδα, σε μια πατρίδα που
θάθελες να δεις, που θάθελες ν' ανήκεις, που
δε βρίσκεις πια …
Πήγαινα με τη Ντομινίκ κάθε χρόνο,
τη Μεγάλη Βδομάδα, να ξαναζήσω λίγο το
περιβάλλον και το κλίμα που τόσο μούλειπε
κι έκανε, όπως και σήμερα, τόσο αβάσταχτες
αυτές τις μέρες. Γνώρισα και το δάσκαλο,
πούχαν ζητήσει αυτοί οι Μανιάτες από το
ελληνικό δημόσιο για να μάθει, λέει, στα
παιδιά τους τη γλώσσα και τις παραδόσεις
των προγόνων τους.
Αυτοί οι Έλληνες Μανιάτες, που
επιμένουν τέσσερις αιώνες τώρα, να μη
θέλουν ν' αποχωριστούν τις ρίζες τους,
περνούν καλά σήμερα. Το βλέπει κανείς απ' το
χωριό τους, περιποιημένο, αρχοντικό, τα
σπίτια μ' όλες τις σύγχρονες ανέσεις, τα
καταστήματα, τα ξενοδοχεία … Όμως, αυτό που
τους ενώνει, είναι οι κοινές ρίζες τους κι
αυτές θέλουν να παραδώσουν στα παιδιά τους,
να τους πούνε ποιοι είναι κι από που
έρχονται, να μη χαθούν με τον καιρό και τις
διασταυρώσεις με τους ντόπιους.
Μια μέρα ο δάσκαλος, νέος, γύρω
στα τριανταπέντε, με κάλεσε και στο σπίτι
του. Ανεβήκαμε για κανένα τέταρτο την πιο
απότομη χωματένια ανηφόρα, φτάσαμε,
λαχανιασμένοι, μπροστά σ' ένα
μισοερειπωμένο σπίτι στην άκρη του χωριού.
Το προσπέρασα ασυναίσθητα, το ίσιωμα
πούβλεπα παρά πάνω μούδινε κουράγιο να
φτάσω ως εκεί, να ξεκουραστώ, όταν
αντιλήφθηκα το δάσκαλο να κοντοστέκεται
πίσω μου.
- Τι' ναι, από τώρα κουράστηκες, δάσκαλε ;
- Εδώ μένουμε, μου αποκρίνεται, κάπως
δειλά.
Με πιάνει από το μπράτσο, με
σπρώχνει μαλακά στα ξεχαρβαλωμένα πέτρινα
σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη χωματένια
αυλή του σπιτιού, τη σκεπασμένη με
κληματαριά. Καμιά δεκαριά παλιές ξύλινες
καρέκλες και μερικά ξεφτισμένα τραπεζάκια
σκόρπια κάτω απ' την κληματαριά, ένα παλιό
μεγάλο τραπέζι με δυο καρέκλες στο ισόγειο
που μ' έμπασε φωνάζοντας τη γυναίκα του, μια
παλιά κουζίνα υγραερίου και μερικά
τριμμένα, ευκαιριακά κουζινικά κρεμασμένα
στον τοίχο, έδιναν μια αξιολύπητη όψη σ'
αυτό το φτωχικό, ξεμοναχιασμένο σπιτικό. Η
γυναίκα του έφτιαξε καφέ, πιάσαμε την
κουβέντα.
-Και που είναι το σχολειό, δάσκαλε ;
- Εδώ, μου λέει, τα παιδιά έρχονται εδώ τ'
απογέματα, το πρωί πάνε στο δημόσιο, το
γαλλικό … Γι' αυτό έχουμε τα τραπεζάκια
και τις καρέκλες …
- Κι έρχονται πρόθυμα τα παιδιά, έχεις
πολλούς μαθητές ; τον ρωτώ με κάποια
δυσπιστία.
- Στην αρχή έρχονταν πολλά, αγόρια και
κορίτσια, είχαμε καμιά σαρανταριά. Σιγά -
σιγά όμως αραίωσαν … Σήμερα, μας έρχονται
λιγότερα από δέκα. Δεν τους αρέσει,
προτιμούν το γαλλικό εκεί έχουν, βλέπετε,
άλλες ανέσεις … Εμάς, το υπουργείο απ’
την Ελλάδα δεν μας διαθέτει χρήματα, ένα
χρόνο τώρα που είμ' εδώ, μόνο υποσχέσεις
μου λένε, ούτε εγώ δεν μπορώ να τα βγάλω
πέρα, δε βλέπεις σε τι σπίτι μένω ; Δεν έχω
μια αίθουσα για τα παιδιά, δεν υπάρχουν
χρήματα για να νοικιάσουμε, δεν έχω
βιβλία να τους μοιράσω …
Είναι κρίμα, λογαριάζω να φύγω κι
εγώ του χρόνου, μ' έχουν παρατήσει ολομόναχο
από το υπουργείο, έχω γράψει και ξαναγράψει,
έχω απογοητευτεί πια ... Οι Γάλλοι, κάνουν
ότι μπορούν να προσελκύσουν τα παιδιά στο
γαλλικό σχολειό, εγώ τι μπορώ να κάνω
ολομόναχος ;
Κούνησα το κεφάλι μου. Τι να του
πω ; Τα ήξερα . Καλά που η Ντομινίκ δεν είναι
μαζί μου, συλλογίστηκα … Τον άλλο χρόνο που
πήγα, ούτε δάσκαλος ούτε αντικαταστάτης. Το
παλιό, ετοιμόρροπο σπίτι, είχε γίνει
αχυρώνας …
Αυτή είναι η ιστορία που είχα να
σας διηγηθώ. Εκτός από τα ονόματα των
προσώπων, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Οι
ταυτότητες αυτών των Ελλήνων ουδέποτε, και,
φυσικά ούτε σήμερα, ανέγραψαν την ορθοδοξία
τους. Κι όμως ούτε το Ισλάμ, ούτε ο
Καθολικισμός, ούτε η ξένη εθνικότητα, ούτε
οι κατατρεγμοί τόσων αιώνων, μπόρεσαν να
την ξεριζώσουν από τις καρδιές τους. Αυτό
που φρόντισε όμως να τους ξεριζώσει η ίδια η
ελληνική Πολιτεία στις μέρες μας, είναι ο
ελληνισμός τους ....
Όπως είπε πρόσφατα ο
Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, «η
Ορθοδοξία, αν και οφείλει πολλά στον
Ελληνισμό, δεν ταυτίζεται με αυτόν». Μήπως
το μεγάλο σφάλμα της Ελληνικής Εκκλησίας
είναι αυτή ακριβώς η ταύτιση, εκείνο δε της
Ελληνικής Πολιτείας, ότι επαναπαύτηκε, επί
τόσα έτη, πάνω σ’ αυτήν ; Μήπως, αντί να
ενώσει τους Έλληνες μεταξύ τους,
υποκατέστησε την Εκκλησία για να τους
ενώσει με τη θρησκεία τους; Με τι θα
αντικαταστήσει τώρα αυτόν τον αναχρονισμό
για να δέσει τους Νεοέλληνες με τον
ελληνισμό τους ;
Για περισσότερες πληροφορίες, σχετικά με
την κοινότητα του Cargese, βλέπε: http://www.internetcom.fr/corsica/uk/regajac/cargese/cargtop.htm
Γράφει ο Jupiter (Κείμενο από το Α.Π.Ε.)
Jupiter's home page
|