Πέτρινοι σαν το τοπίο, ψηλοί, λιτοί και αγέρωχοι, στέκουν οι Πύργοι, οι φρουροί της Μάνης και της Ελευθερίας. Φρουρούν τη τιμή της πατριάς, το άσυλο και το Ιερό της φιλοξενίας, τη παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα. |
Οι Δυτικοί περιηγητές σημείωναν τις αναλογίες τους με τους πύργους και τα κάστρα των φεουδαρχών της Μεσαιωνικής Ευρώπης, της Αγγλίας και της Σκωτίας.
Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος προσπάθησε το 1415 να περιορίσει το ύψος των πύργων και ο Βαυαρός αντιβασιλέας Μάουερ απαίτησε να γκρεμιστούν το 1834, αλλά και οι δύο απέτυχαν.
Οι πύργοι της Μάνης αποτελούν ιδιότυπη και μοναδική στην Ελλάδα κατηγορία λαϊκών αρχιτεκτονικών έργων.
Η ακριβής καταγωγή της μορφής τους δεν είναι βεβαιωμένη, αλλά η ομοιότητά τους προς αντίστοιχες μορφές που υπάρχουν στην Ιταλία, όπως στο Σαν Τζιμινιάνο, δικαιολογούν την πιθανότητα μιας τέτοιας επιρροής. Ως εξήγηση θα πρέπει να θεωρηθεί η μετάβαση Μανιατών εκεί και η παραμονή τους ως στρατιωτών, στο στρατό της Βενετίας ή άλλων Ιταλικών πόλεων.
Αλλά οπωσδήποτε, η ύπαρξή τους στη Μάνη είναι φανερό πως δικαιολογείται και από τα πράγματα, δηλαδή από την ανάγκη της απόκρουσης, των πειρατών, των Τούρκων και των άλλων εισβολέων, που μάταια επεχείρησαν να την καταλάβουν και από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα που επικρατούσε στην περιοχή, τη διάκριση σε πατριές και τους εξοντωτικούς μεταξύ τους αγώνες.
Η σημασία του πύργου και η αξία της οικογένειας που τον κατείχε εξαρτιόταν από το ύψος του. Πολλές φορές ισχυρές οικογένειες δεν επέτρεπαν σε άλλες, λιγότερο σημαντικές, την ανέγερση ψηλού πύργου και άλλοτε επέβαλλαν το χαμήλωμα ή την κατεδάφισή του.
Καθένας ανήκε σε μια πατριά και υπερασπίζεται όχι μόνο την οικογένεια, αλλά όλο το σόϊ, που συνήθως μένει στα γύρω σπίτια. Η φρούρηση και ανοικοδόμηση του Πύργου ήταν καθήκον όλης της πατριάς, όπως και η φρούρησή του, ενώ ποτέ δεν τον κληρονομούσαν γυναίκες, αλλά οι πλησιέστεροι άντρες συγγενείς.
Στο πύργο γίνονταν οι γάμοι, τα γεννητούρια, οι βαπτίσεις, τα γλέντια, οι θάνατοι, τα μοιρολόγια.
Οι μακροχρόνιοι και αιματηροί οικογενειακοί αγώνες είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών πύργων. Η υπονόμευση και η ανατίναξη ήταν γνωστό μέσο και σήμαινε την κατάρρευση όχι μόνο του πύργου, αλλά και του οικογενειακού γοήτρου.
Οι πύργοι αποτέλεσαν σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα στο να παραμείνει η Μάνη σ' όλα της τα χρόνια ανυπόταχτη κι αυτόνομη. Υπήρξαν το φόβητρο των Τούρκων και η μεγάλη ελπίδα του δουλωμένου Έθνους μας, ενώ μέσα σ’ αυτούς παρθήκανε μεγάλες αποφάσεις, στις πιο κρίσιμες στιγμές της Πατρίδας μας. Στους θρυλικούς αυτούς Πύργους διαφυλάχθηκε αιώνες, με πίστη και αυτοθυσία, το αθάνατο Ελληνικό μεγαλείο.
Εκτός όμως από τους πύργους που είναι χτισμένοι σε διάφορα στρατηγικά σημεία, στενά και περάσματα - που είναι και οι παλιότεροι και αποβλέπουν στην άμυνα του συνόλου - εκατοντάδες άλλοι ιδιωτικοί πύργοι υπάρχουν στη Μάνη, είτε μεμονωμένοι είτε και σε μεγάλες ομάδες, μέσα δηλαδή στους οικισμούς, που αποκτούν έτσι και μια εντελώς ιδιότυπη και χαρακτηριστική φυσιογνωμία, όπως τα χωριά Βάθεια, Κοίτα και Νόμια, στα οποία σώζονται πολλοί ακόμα πύργοι.
Οι πύργοι της Μάνης είναι κατασκευές λιθόδμητες και πολυώροφες το ύψος τους φτάνει κάποτε τα 20 μ. και περιλαμβάνουν 4 και 5 ορόφους. Ανάλογα με το μέγεθός τους σε κάτοψη είναι δυνατό να περιλαμβάνουν ολόκληρη την κατοικία ή να αποτελούν το οχυρωμένο τμήμα της, που υψώνεται μέσα από την περιτειχισμένη αυλή.
Τα καταφύγια (χωσιάρια, κρύπτες) δεν έλλειπαν, σε επιλεγμένα οχυρά σημεία κοντά σε κάθε οικισμό, αλλά και οι οικογενειακές κρύπτες σε κάθε οικογενειακό συγκρότημα ήταν γνωστές μόνο στα μέλη της πατριάς του συστήματος αυτού. Αυτό γινόταν με μετακίνηση πέτρινου τμήματος, που είχε διέξοδο από σπηλιές στα θεμέλια του πύργου που έβγαζαν κάπου μακρύτερα και ασφαλέστερα.
Συχνά το κτιριακό συγκρότημα μιας πατριάς είχε λαβύρινθο με υπόγεια επικοινωνία από τα «κατούγια», τις «θερίδες» και τους «καταρράxτες» τους, που μπορεί ένα άτομο από τη μια άκρη του συγκροτήματος-μαχαλά να βγει στην άλλη. Αυτό συνέβαινε σχεδόν σε όλα τα χωριά της Mάνης που είχαν «μαχαλά» ή «καζά» (συνοικισμό, μαζεμένα σπίτια), ενώ δεν ήταν δυνατό σε όσα είχαν σκόρπια οίκηση.
Οι πύργοι ήταν καλά μελετημένοι στη κατασκευή τους με πολεμίστρες (ντουφεκότρουπες), ζεματίστρες (ή καταχιούστριες) και στις γωνιές πετρομάχους.
Οι ντουφεκότρουπες είχαν εσωτερικά χωνοειδές σχήμα με τον πείρο του χωνιού προς τα έξω για να εξασφαλίζουν μεγαλύτερη δυνατότητα μετατόπισης και σκόπευσης του μαχητή, χωρίς να τον βλέπουν απ' έξω. Μάλιστα ήταν σχετικά στραβό το χωνί αυτό για να μην μπορεί να υπολογίσει τη θέση του σκοπευτή ο επιτιθέμενος απ' έξω.
Οι ζεματίστρες βρίσκονταν σε θέση που ο επιτιθέμενος θα πέρναγε απαραίτητα από κάτω της για να επιτεθεί στους μέσα (π.χ. πάνω από πόρτες ή πάνω από μοναδικά περάσματα κολλητά στον τοίχο του σπιτιού).
Οι πετρομάχοι του πύργου (επάλξεις) ήταν συνήθως, δύο σε θέση διαγώνια ή με μέτωπο προς την πιθανή προσέλευση επιτιθέμενων, με εξέχοντα κυκλικά ή πολυγωνικά παρατηρητήρια και το δώμα τους περιβάλλεται από ψηλό στηθαίο. Κάθε πετρομάχος επισκοπούσε δύο αντίστοιχα της γωνίας του πύργου κτίσματα: ένας για βόρεια και δυτικά και ένας για νότια και ανατολικά. Έτσι δύο βαρδιάτορες (φρουροί) ήταν αρκετοί για τη φύλαξη του πύργου.
Τα μεταξύ των χαμηλότερων ορόφων δάπεδα στηρίζονται κάποτε πάνω σε θόλους, ενώ των ανώτερων είναι πάντοτε ξύλινα και η μεταξύ τους επικοινωνία γίνεται με ξύλινες σκάλες.
Στον Πύργο Δυρού υπάρχει πύργος που έχει στη βάση του σημείο που το χτίσιμο επιτρέπει τραβώντας μια πέτρα - η οποία μόνο εσωτερικά μπορεί να αποσπαστεί - να μπορείς να βγεις από το υπόγειο κατευθείαν στο δρόμο και να φύγεις ή να επιτεθείς στον πολιορκητή.
Για τον ίδιο λόγο ήταν και οι πόρτες χαμηλές ή τα παράθυρα ανύπαρκτα σε πλευρές που μπορούσε να βλέπει κανείς το εσωτερικό του πύργου από έξω (π.χ. το ισόγειο και ο πρώτος όροφος συνήθως δεν είχαν παράθυρα, ενώ οι άλλοι όροφοι είχαν πολύ μικρά και χτισμένα τουλάχιστον ως τη μέση τους).
Απαγορευόταν οι πύργοι ή οι κατοικίες των χωριών να έχουν πόρτα που να βγαίνει κατευθείαν σε κεντρική πλατεία ή σοκάκι που γινόταν ρούγα, καθαρά για λόγους ασφάλειας και του ιδιοκτήτη αλλά και των περαστικών.
Για να μπεις στην κεντρική είσοδο του πύργου έπρεπε να ξέρεις να διαβείς ένα λαβυρινθώδες δίκτυο από τοίχους και παράσπιτα. Οι πόρτες ήταν χαμηλές όχι μόνο για λόγους οχυρωματικούς, αλλά και για τον πολύ αέρα που φέρνει.
Τέλος από έλλειψη ξύλου, αλλά και για σιγουριά, ο πύργος έκλεινε όχι με ξύλινη πόρτα, αλλά με πέτρα που βρισκόταν στο εσωτερικό του πύργου από κατασκευής και δεν χώραγε να βγει έξω. Ενώ ήταν εύκολο από μέσα και ένα άτομο να τη μετακινεί γιατί είχε ειδικά μελετημένο άξονα, από το εξωτερικό δεν μπορούσε να σπρωχτεί, γιατί ούτε πολλά άτομα μπορούσαν να σπρώξουν μαζί (ας μη ξεχνάμε ότι ακριβώς από πάνω τους υπήρχε κάποια «καταχιούστρια»), ούτε υπήρχε βολική θέση για να βάλει κανείς δύναμη, μάλιστα όταν χρειαζόταν πολλαπλάσια απ’ αυτήν, λόγω της ειδικής τροχιάς που έπρεπε πάνω σ’ αυτή να σπρωχτεί η πέτρα-φράκτης εισόδου.
Οι παλιότεροι πύργοι ήταν χτισμένοι με ξερολιθιά, χωρίς κονίαμα, αλλά δεν είχαν μεγάλη αντοχή κι οι σεισμοί συχνά τους κατάστρεφαν. Οι νεώτεροι όμως, από το 18ο αι. κι έπειτα, είναι χτισμένοι με ασβεστοκονίαμα κι είναι πολύ ανθεκτικότεροι, και οι γωνίες τους είναι προσεκτικά κατασκευασμένες με μεγάλα αγκωνάρια.
Μετά την Επανάσταση του 1821 εμφανίστηκαν και πύργοι μεγαλύτερων διαστάσεων, με περισσότερα και μεγαλύτερα ανοίγματα, που θα μπορούσαν να ονομαστούν πυργόσπιτα. Πολλά από αυτά τα κτίρια στέγαζαν μία μόνο οικογένεια, συχνά όμως, όσο η φαμίλια μεγάλωνε, ο κάθε όροφος κατέληγε να αποτελεί μια οικογενειακή (οριζόντια) ιδιοκτησία. Εσωτερικά αποτελούνταν από το ανώι (κυρίως κατοικία) και το κατώι (αποθήκη ή χώρος για τα ζώα ή και τα δύο μαζί σε διαφορετικά δωμάτια). Γύρω από το σπίτι υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι: μπρεκόλακκος (κοπρόλακκος), τσιμπιχανές (καμπινές), ο φούρνος με τη φουρνοκαλύβα και η χωρικολακκούβα (ασβεστόλακκος).
Η κατασκευή πύργων στη Μάνη, και των δυο ειδών, συνεχίστηκε ως τα τέλη σχεδόν του 19ου αι. και σταμάτησε καθώς η κρατική εξουσία επιβλήθηκε σιγά-σιγά και αντικατέστησε το πατριαρχικό καθεστώς της περιοχής.
Οι πύργοι της Μάνης, οκτακόσιοι περίπου σκορπισμένοι στα χωριά, στα βουνά και στ' ακρογιάλια και σε κάθε επίκαιρο σημείο, αποτελούν αξιόλογα λαϊκά αρχιτεκτονικά έργα, υπαγορευμένα κυρίως από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες του τόπου. Η κατασκευαστική τους αρτιότητα, είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και θα πρέπει να καταβληθεί συστηματική προσπάθεια συντήρησής τους, αφού, ακατοίκητοι καθώς είναι σήμερα οι περισσότεροι, κινδυνεύουν να καταρρεύσουν.