Το Κάστρο των
Γρηγοράκηδων, όπως και όλα τα Μανιάτικα
κάστρα, δεν είχαν την έννοια του
κλασσικού φεουδαρχικού πύργου όπου μία
και μοναδική οχυρή θέση αναλάμβανε να
καλύψει την άμυνα μιας ευρύτερης
περιοχής.
Εντάσσεται σε ένα
οικισμό, που αποτελείται από τρία
ισοδύναμα συγκροτήματα της ίδιας
οικογένειας, από τα οποία σώζονται τα
δύο. Συγκεκριμένα στη περιοχή αυτή
εγκαταστάθηκε ένας κλάδος των
Γρηγοράκηδων, οι Κουτσογληγοριάνοι,
στα τέλη του 18ου – αρχές 19ου
αιώνα, με αρχηγό το καπετάνιο Αντώνη
Γρηγοράκη (1757 – 1822). Υπήρξε ο 5ος
Μπέης της Μάνης και άσκησε το αξίωμά
του με τη βοήθεια των πέντε καπεταναίων
ανιψιών του Δημήτριο Καβαλλιέρη,
Γρηγόρη Τσικουρίο, Λάμπρο, Τζώρτζη
Ξηνταράκο και Γιάννη Κατσανό, καθώς και
με τους δυο γαμπρούς του. Το Κωσταντή
Ζερβάκο και το Θεόδωρο Γρηγοράκη, που
τον διαδέχτηκαν στο μπεϊλίκι σαν 6ος
και 7ος Μπέης, αντίστοιχα.

Πυργοκατοικία
Τσικουρίου
|
Οι
Κουτσογληγοριάνοι, εκτός από το
κεντρικό συγκρότημα, κατασκεύασαν
τρεις μεγάλες πυργοκατοικίες, με τις
οποίες έλεγχαν το δρόμο πρόσβασης. Ο
ανιψιός του Τσικουρίος,
κατασκεύασε ψηλά στο λόφο ισχυρό πύργο,
με περιτειχισμένη αυλή και πολεμίστρες,
βοηθητικά κτίσματα και διώροφη
πυργοκατοικία, στο ισόγειο της οποίας
λειτουργούσε λιοτρίβι. Εκτός περιβόλου
βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη
Προδρόμου.
Το
συγκρότημα του Αντώνμπεη είναι έργο
λιτό, προσαρμοσμένο στο τοπίο της Μάνης
και άξιο ιδιαίτερης προσοχής τόσο για
τη φρουριακή του αρχιτεκτονική, όσο και
για τη δυναμική του συγκρότηση. Το
οχύρωμα καταλαμβάνει χώρο 1.100τ.μ.
περίπου και η πέτρινη πύλη προς τον
εσωτερικό χώρο έχει ακανόνιστο
οκταγωνικό σχήμα. Συνδυάζεται με
διαβατικό και υπερκείμενο φυλάκιο –
λότζα, που έχει καταχιούστρα και
ντουφεκότρυπες.
Ο πύργος έχει ύψος 16
μέτρων, με τους κύριους χώρους επάνω
και τους βοηθητικούς κάτω, όπως και σε
άλλους πύργους στη Μάνη. Αποτελείται
από θολοσκέπαστο κατώι με πατάρι, δυο
κυρίως ορόφους και δώμα. Η πρόσβαση στο
α’ όροφο γινόταν με οχυρωμένη σκάλα
που κατέληγε σε πλατύσκαλο με κινητή
γέφυρα. Μια ξύλινη γωνιακή σκάλα
οδηγούσε στον ανώτερο όροφο, που
διέθετε έξι παράθυρα και τζάκι.
Χαρακτηριστικοί
στην κορυφή του πύργου είναι οι «πετρομάχοι»
δηλαδή παράθυρα κτισμένα στην κορφή
του και εκτός περιμέτρου του πύργου.
Έχουν πλαγιαστές τρύπες αριστερά,
δεξιά και κάτω, οι οποίες διευκόλυναν
την άμυνα.
Ακόμη οι πετρομάχοι
χρησίμευαν για την πλαγιοφύλαξη του
πύργου, που είναι απαραίτητη. Στη βάση
κάθε πετρομάχου παρατηρεί κανείς μια
ανθρωπόμορφη διακόσμηση πάνω σε
πωρόλιθο. Ίσως πρόκειται για την κεφαλή
του μπέη, σύμβολο της ισχύος της
οικογενείας και του κάστρου.
Δυο πέτρινες ζώνες
πού διατρέχουν τη βάση και την κορυφή
του στηθαίου και τα τοξωτά πέτρινα
ανώφλια με τις παραστάδες των
κουφωμάτων δίνουν χάρη στην επιβλητική
και λιτή όψη του πύργου.
Στην
απέναντι πλευρά της αυλής ήταν επίσημο
διώροφο κτίριο, το «παλατάκι», με
θολοσκέπαστο κατώι που είχε πολλές
πολεμίστρες και στέγαζε το στάβλο και
τον αχυρώνα.
Στο ΒΑ τμήμα του
οχυρού βρισκόταν ένα διώροφο σπίτι –
πυργάκι και δίπλα του ένα θολωτό κτίσμα
με μια δευτερεύουσα πύλη του τείχους.
Στο ΒΔ άκρο υπήρχε ένα (ερειπωμένο
σήμερα) ελαιοτριβείο και στη ΝΑ γωνία
μια μεγάλη γιστέρνα.
Οι κυκλικοί
πυργίσκοι ή γουλάδες, που προστατεύουν
περιφερειακά το συγκρότημα, είναι
χαμηλότεροι του κυρίως πύργου και
έχουν πολλές ντουφεκότρυπες
ανοίγματος 7 εκατ. ή πολεμίστρες.
Ο J. Galt, στο βιβλίο του
Voyages and Travels in the years 1809, 1810 and 1811, London 1812, 154
– 156, περιγράφει την επίσκεψή του στο
συγκρότημα του Αντώνμπεη:

Ταξιάρχης
|
«Ανεβήκαμε στον
οχυρό πύργο από μια εξωτερική σκάλα που
είχε σχήμα τεθλασμένο, προφανώς για
λόγους αμυντικούς. Το πλατύσκαλο ήταν
κινητό και χρησίμευε ως κινητή γέφυρα.
Η πόρτα ήταν στενή και οδηγούσε σ’ έναν
προθάλαμο, όπου κάθονταν μερικού
μακρυμάλληδες στρατιώτες. Μόλις
μπήκαμε σηκώθηκαν για να μας κάνουν
τόπο να ανεβούμε τη σκάλα που οδηγούσε
στο διαμέρισμα του άρχοντα. Στους
τοίχους της αίθουσας υποδοχής
κρέμονταν αρμαθιές άρματα, καφτάνια,
μισοφόρια. Ένα κρεβάτι έπιανε τη πέρα
άκρη και κάτω από αυτό διέκρινα μια
μεγάλη παλαιά σκαλιστή κασέλα. Μάταια
όμως αναζήτησε το βλέμμα μου κάποιο πιο
συνηθισμένο οικιακό σκεύος. Κατά μήκος
των τοίχων του δωματίου, υπήρχαν πάγκοι
(μιντέρια) σκεπασμένα με μαξιλάρια και
σ’ ένα ράφι είδα αρκετά
αναποδογυρισμένα φλιτζάνια του καφέ,
δυο τρία μπουκάλια κι άλλα
μικροπράγματα».
Βιβλιογραφία
1. Π. Θεοδωρακάκου – Βαρελίδου, «Κάστρο
Γρηγοράκηδων εις Αγερανό Μάνης»,
Λακωνικές Σπουδές.
2. Γ. Σαΐτα, «Ελληνική Παραδοσιακή
Αρχιτεκτονική, Μάνη», εκδόσεις Μέλισσα,
Αθήνα 1988.