Σερεμετάκη
Κων/να-Νάντια
Από
τα πρώτα σχολικά της χρόνια
διακρίνεται για την πέννα της. Γράφει
ποίηση στα εννιά της χρόνια και οι
δάσκαλοι και καθηγητές της τη
χαρακτηρίζουν «διάνοια» στα
νεοελληνικά.
Το ενδιαφέρον της όμως
παράλληλα για τα κοινωνικά-πολιτικά
δρώμενα που αναπτύσσεται νωρίς στα
γυμνασιακά χρόνια κι εντείνεται μετά
την Απριλιανή χούντα, την ωθεί στην
αναζήτηση μιας «νέας γλώσσας», ενός
κριτικού λόγου που να εκφράζει τις
ανησυχίες και εμπειρίες της εποχής της.
Αυτό το κριτικό λόγο
υπόσχονται τότε οι κοινωνικές
επιστήμες που πρωτοεμφανίζονται στην
Ελλάδα, κι ανάμεσά τους ανακαλύπτει κι
επιλέγει τη κοινωνιολογία. Ξεκινά
σπουδές στη Νέα Υόρκη. Εκεί διδάσκει
παράλληλα την ελληνική γλώσσα και
ιστορία σε ελληνόπουλα του δημοτικού
σχολείου, και εργάζεται ταυτόχρονα
στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ.
Καθώς προχωρεί για
μεταπτυχιακές σπουδές στο
Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (New York
University), μετακομίζει στο Μανχάταν-όπου
και θα μείνει στο εξής-κι αρχίζει το
ταξίδι της βαθιά μέσα στην
πολυεθνοτική Αμερικάνικη κοινωνία.
Ολοκληρώνει το πρώτο της
μεταπτυχιακό δίπλωμα (Master’s Degree στην
Κοινωνιολογία) με κατάρτιση στη
κοινωνική θεωρία και έρευνα με
ποσοτικές μεθόδους (στατιστική,
ηλεκτρονικούς υπολογιστές κ.λπ.) και
ειδικεύεται σε θέματα Δημόσιας Υγείας
και Κοινωνικών Κινημάτων. Οι σπουδές
της συνοδεύονται από την αντίστοιχη
κοινωνική δράση στους παραπάνω χώρους.
Η αναμόρφωση κρατουμένων στις φυλακές
και η κινητοποίηση των γυναικών σε
θέματα υγείας είναι από τα κύρια
μελήματά της.
Πνεύμα ανήσυχο κι
ασυμβίβαστο, αναζητά ανάμεσα σε όλα
αυτά εξηγήσεις για την πολιτισμική
διαφορά που βιώνει καθημερινά. Ο
υπάρχων τότε λόγος των κοινωνικών
επιστημών δεν ανταποκρίνεται επαρκώς
στα ερωτήματά της. Στα κοινωνικά
κινήματα της εποχής η υποτίμηση της
πολιτισμικής ιδιαιτερότητας την
προβληματίζει. Έτσι μεταπηδά στη
Πολιτισμική Ανθρωπολογία όπου σύντομα
παίρνει το δεύτερο μεταπτυχιακό της
δίπλωμα (Master’s Degree) και τέλος το
διδακτορικό της (Ph.D.). Παράλληλα
διδάσκει στο πανεπιστήμιο, αρχικά στο
Κέντρο Ελληνικών Σπουδών και στη Σχολή
Ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου της Νέας
Υόρκης City University.
Όπως απαιτείται από κάθε
ανθρωπολόγο τότε, ξεκινά επίσης
επιτόπια έρευνα με τελικό στόχο τη
συγγραφή εθνογραφίας. Αρχή της
ανθρωπολογίας ήταν τότε η μελέτη του
διαφορετικού Άλλου. Στοχεύει αρχικά
την Αφρική. Διαλέγει όμως τελικά μια
επικίνδυνη ακροβασία: να μελετήσει την
ίδια της την κουλτούρα, την Ελλάδα.
«Το εγχείρημα θα αποτύχει»,
της είπαν. «Δεν έχει κανείς την
απαραίτητη απόσταση από την ίδια του
την κουλτούρα για να τη μελετήσει
ανθρωπολογικά». Επέμεινε και πέτυχε. «Δεν
υπολόγισαν», λέει χαρακτηριστικά, "πως
τόσα χρόνια βίου στην αλλοδαπή, και
μάλιστα σαν καθημερινή ερευνήτρια κι
όχι σαν απλή επισκέπτρια, περιηγήτρια,
τουρίστρια ή φοιτήτρια, είχαν
δημιουργήσει την απαραίτητη ‘απόσταση’.
Παράλληλα ήταν τα συγκριτικά ταξίδια
μου στην Ιρλανδία, Μεξικό, Καραϊβική, τα
Βαλκάνια αργότερα…"
Οκτώ περίπου χρόνια διήρκησε
το μέσα-έξω στη Νότια Πελοπόννησο κι
ειδικότερα στη Μάνη. Η πρωτοποριακή της
σκοπιά τραβάει τη προσοχή των δυο
εγκυρότερων, διεθνούς κύρους,
ερευνητικών χρηματοδοτικών οργανισμών
το 1985: Woodrow Wilson και Wenner-Gren, που την τιμούν
με σημαντικές υποτροφίες. Κι ανάμεσα σε
κενά αναχαίτισης των δυνάμεών της από
την επίπονη έρευνα, επιστρέφει στη Νέα
Υόρκη και διδάσκει σε μεταπτυχιακές
Σχολές γνωστών πανεπιστημίων μετά από
δική τους πρόσκληση. Τα σεμινάριά της
μένουν αξέχαστα, βεβαιώνουν ως σήμερα
συνάδελφοί της και σπουδαστές από τις
Σχολές που πέρασε και περνάει (συχνά
δυο Σχολές ταυτόχρονα στο κάθε
πανεπιστήμιο προωθώντας τον διάλογο
μεταξύ τους) όπως Σχολές Ανθρωπολογίας,
Θεατρολογίας (Performance Studies), Γυναικείων
Σπουδών, Ελληνικών Σπουδών,
Επικοινωνίας κ.α., πανεπιστημίων όπως New
York University, Vassar College, City University, κ.α. Η ίδια
ωστόσο μοιάζει να αποφεύγει τη
μονιμοποίησή της στον πανεπιστημιακό
χώρο, προτιμώντας τον ερευνητικό χώρο.
Σε ένα "διάλειμμα" από
την έρευνα μάλιστα τη βρίσκουμε να
πειραματίζεται με συναδέλφους της στην
εισαγωγή της κοινωνικής ανθρωπολογίας
σε πολυεθνοτικά γυμνάσια της Νέας
Υόρκης. Η διδασκαλία σε όλες τις
βαθμίδες της εκπαίδευσης, το πέρασμα
από τη μια στην άλλη, είναι πρόκληση και
η εμπειρία αναντικατάστατη, μας λέει.
Η τελική κατάθεση του
συγγράμματός της—της εθνογραφίας The
Last Word (Η Τελευταία Λέξη)—μετά την
ολοκλήρωση της έρευνάς της, στον
διεθνούς κύρους ακαδημαϊκό εκδοτικό
οίκο The University of Chicago Press προκαλεί
τριγμούς στους κόλπους των
Ανθρωπιστικών Επιστημών. Αλλάζει
θεωρητικές οπτικές και μεθοδολογικά
εργαλεία με τα οποία οι μέχρι τώρα
ξένοι «εμπειρογνώμονες» της ελληνικής
κουλτούρας και του πολιτισμού είχαν
χτίσει και διαχειρίζονταν το
οικοδόμημα ονόματι «ανθρωπολογία της
Ελλάδας». Η εθνογραφία της τελικά
εκδίδεται και κυκλοφορεί το 1991 μετά από
ομόφωνη απόφαση του επιτελείου
διακεκριμένων επιστημόνων και
συγγραφέων του ακαδημαϊκού αυτού
εκδοτικού οίκου, κι έτσι εδραιώνει τη
λεγόμενη "γηγενή ανθρωπολογία"
στον Ευρωπαϊκό χώρο. Το 1992 παίρνει
διάκριση επίσης για την πρωτοποριακή
γραφή του βιβλίου της. Η Σερεμετάκη
έχει ξαναβρεί την παλιά αγάπη της: τη
λογοτεχνία και ποίηση.
Ο συνδυασμός επιστήμης και
λογοτεχνικής-ποιητικής γραφής θα κάνει
διάσημους συναδέλφους της με άσπρα
μαλλιά να διδάξουν το έργο της αλλά και
να γράψουν επαινετικά σχόλια για το έργο της στην
Ελλάδα
και το εξωτερικό.
Καθώς ο πρώτος απόηχος του
βιβλίου της Η Τελευταία Λέξη την
ακολουθεί, εκείνη δέχεται την
πρόσκληση του πανεπιστημίου της Κρήτης
να διδάξει για ένα χρόνο καθώς θα
βρίσκεται στην Ελλάδα για νέα έρευνα (αυτή
τη φορά στην Αθήνα και Μεσσηνία επί δύο
έτη). Τα μαθήματά της που προσελκύουν
σταθερά από 120 σπουδαστές και πάνω
καθώς και οι πολυάριθμες επιστολές και
αξιολογήσεις τους μαρτυρούν, και στην
Ελλάδα αυτά που ήταν ήδη γνωστό στις
ΗΠΑ και αλλού, όπου είχε διδάξει ή δώσει
διαλέξεις: η διδασκαλία της εμπνέει.
«Δεν εμπνέεις χωρίς έμπνευση»,
λέει η ίδια όταν την ρωτήσαμε σχετικά. «Αν
με βάλεις να διδάσκω μόνιμα, χωρίς να
μπορώ κάθε τόσο να «βγω στο δρόμο» για
έρευνα, πέθανα. Εμπνέομαι από την
καθημερινή ζωή». Και δεν έχει κανείς
παρά να διαβάσει τα βιβλία της για να το
διαπιστώσει: η δεξιοτεχνική αμεσότητά
τους βρίσκεται στο δέσιμο της
καθημερινής, φαινομενικά ασήμαντης
λεπτομέρειας με την «υψηλή» θεωρεία. Η
πέννα της, προέκταση του ματιού της,
είναι φακός διεισδυτικός που ανοίγει
παράθυρα για την κατανόηση της
χθεσινής, σημερινής και αυριανής
ύπαρξης και ταυτότητάς μας, του
πολιτισμού και της ιστορίας μας όπως
αυτά διαπλέκονται στη καθημερινή ζωή.
Η ικανότητά της αυτή να «παντρεύει»
φαινομενικά αταίριαστα πράγματα, θα
φανεί και στην οργανωτική-διοικητική
δράση που θα αναπτύξει με επιτυχία προς
μεγάλη έκπληξη των θεωρητικών
συναδέλφων της. Από το 1989 οργανώνει,
προεδρεύει και καλείται ως επίτιμη
ομιλήτρια σε διεθνείς συναντήσεις και
πρωτοποριακής σύνθεσης συνέδρια, όπως
με το Ωνάσειο
Κέντρο Ελληνικών Σπουδών στη Νέα
Υόρκη, το Διεθνές Διεπιστημονικό
Συμβούλιο επί Γυναικείων θεμάτων στην
Ιρλανδία, την UNESCO, την Αμερικανική
Ανθρωπολογική Εταιρεία, το Ινστιτούτο
Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Έρευνας στο
Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ (Κροατία) κ.α.
Το 1994 εκδίδει ένα ακόμη
βιβλίο της, Παλιννόστηση Αισθήσεων,
που μέρος του βασίζεται σε έρευνα και
αναμνήσεις της από τη ζωή της στα
πατρικά της στη Μεσσηνιακή Μάνη,
αργότερα Μεσσηνία, και "ταράζει"
πάλι τα λιμνάζοντα νερά, ιδιαίτερα στην
κοινωνική ιστορία και αρχαιολογία, ενώ
απαντά σε καίρια θέματα επικοινωνίας
και ΜΜΕ.
Και καθώς εμείς στην Ελλάδα
συναντάμε και γνωρίζουμε μόλις
πρόσφατα τα βιβλία της, ανακαλύπτουμε
οτι εκείνη τα "μετέφραζε" στα
ελληνικά επί τέσσερα χρόνια—εργασία
ιδιαίτερα "επώδυνη" καθώς
αναγκάζει τον συγγραφέα, όπως λέει σε
διάφορα κείμενά της, να "ξαναγεννήσει"
πνευματικά παιδιά που έκανε και
μεγάλωσε χρόνια πριν.
Τι άσσους έκρυβε ή κρύβει στο
μανίκι της για το μέλλον; Όσον αφορά την
συγγραφική της δράση, μια ιδέα ίσως
μπορούμε να πάρουμε από την διεθνή και
ελληνική βιβλιο-γραφία της που
συλλέξαμε και εμφανίζουμε με
χρονολογική σειρά, από τότε ως τώρα. (Συνοπτική
Βιβλιογραφία).
Κι αν το ανήσυχο πνεύμα και η
πολύπλευρη δράση της (καθ) οριζόταν εδώ,
καλά θα ήταν. Αλλά ψάχνοντας
περισσότερο, τη βρίσκουμε να έχει στο
παρελθόν διατελέσει επίσης Σύμβουλος
σε διεθνείς οργανισμούς όπως τη
Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (Κοπεγχάγη),
Σύμβουλος σε Υπουργούς, να έχει
πειραματιστεί με την εφαρμογή θεωριών
και μεθόδων της ανθρωπολογίας της
δημόσιας υγείας στα Βαλκάνια και την
Ανατολική Ευρώπη και άλλα τινά.
Η
έντονη εξω-πανεπιστημιακή της δράση
και παρουσία επεκτείνεται και στην
τοπική αυτοδιοίκηση. Ο Δήμος Οιτύλου
Μάνης με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση
Λακωνίας την καλεί το 2000 να εκφωνήσει
τον Πανηγυρικό Λόγο για την επέτειο της
Μάχης του Δυρού (πρώτη γυναίκα
πανηγυρικός ομιλητής στη Μάνη) και της
απονείμει τιμητική πλακέτα για το έργο
της.
Ο Δήμος Καλαμάτας με τη
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μεσσηνίας της
αναθέτει τη δημιουργία σειράς
πολιτιστικών εκδηλώσεων μεταξύ των
οποίων το 1996 και η μνημειώδης εκδήλωση
της 10ης επετείου των σεισμών. Η
μεθοδολογία και η φιλοσοφία της
τελευταίας θα προκαλέσει ενδιαφέρον
και στο εξωτερικό. Μεταξύ άλλων θα τα
παρουσιάσει στη Σχολή Αρχαιολογίας του
πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον (University of
Southampton) στην Αγγλία, στη
Σχολή Επικοινωνίας και Πολιτισμού του
παν/μιου της Νέας Υόρκης ( New
York
University)
στις ΗΠΑ, στο Διεθνές Φεστιβάλ Βιέννης
στην Αυστρία, κ.α.