Ο
ΓΑΜΟΣ
Του Νίκου
Καπετανέα
Μετά την
αναφορά του προξενιού και του αρραβώνα
είναι ωφέλιμο να αναφερθεί και ο άλλοτε
παραδοσιακός γάμος. Τούτος ο γάμος θα
αποδοθεί πιστότερα αν παρουσιαστεί
αγκαλιά με το τραγούδι. Το τραγούδι που
λέγεται νυφιάτικο και που είναι γεμάτο
από ευχές και νοήματα, όπλα χρησιμότατα
στο περπάτημα της καινούργιας
οικογένειας.
Την
καινούργια τούτη οικογένεια θα την
ψάξουμε σε μια εποχή που η αυστηρότητα
των ηθών περιορίζει τις ελευθερίες των
μελλονύμφων. Έτσι θα μάθουμε ότι η νύφη
δεν μπορεί να επισκεφτεί το σπίτι του
αρραβωνιαστικού καθ' όλο το διάστημα
του αρραβώνα. Ακόμη δε ότι οι
μελλόνυμφοι στις παραμονές του γάμου
παράλληλα με το σωματικό λουτρό θα
πρέπει να επιδιώκουν και το ψυχικό
λουτρό μετά της θείας Κοινωνίας.
Σε τούτες
λοιπόν τις στιγμές της αγνότητας και
της ομορφιάς μπαίναμε σαν καλεσμένοι
στα σπίτια των μελλονύμφων, με τα «επιδόρπια»
μας, που είναι γλυκίσματα, σφαχτά και
πίττες αλλά και φορέματα και μαντήλια
και πουκάμισα και παρακολουθούμε τις
διάφορες διαδικασίες που ξετυλίγονται
μέσα σ' ένα κλίμα ευχών και ξέφρενης
χαράς.
Οι αυλές
κοκκινίζουν από το αίμα των σφαχτών ο
φούρνος ψήνει τα πρώτα γλυκίσματα ενώ
ακούγεται το πρώτο τραγούδι. «Τρισεύγενη
στο γάμο σου στα στεφανώματά σου, τα
χιόνια αλεύρια να γενούν και τα πουλιά
δαμάλια».
Ακολουθεί το
γέμισμα του στρώματος, των μαξιλαριών
και το στρώσιμο του κρεβατιού. Έπειτα
οι συγγενείς του γαμπρού με ευχές και
τραγούδια παίρνουν τα «προικιά» της
νύφης που είναι μάλλινα χοντρόσκουτα,
φορέματα, κεντήματα, χειροτεχνήματα
και ξυλόγλυπτα πανέμορφα σεντούκια.
Τη μέρα του
γάμου η νύφη τριγυρισμένη από ομάδα
καλορίζικων νεανίδων φίλων τις (παραδελφές)
δέχεται τις περιποιήσεις τους στο
κτένισμά της και στο ντύσιμό της, με την
κατάλευκη φορεσιά, την οποία σκεπάζει
με επιμέλεια ο λευκός αραχνοΰφαντος
πέπλος. Τούτος ο πέπλος συμβολικά θα
φροντίσει για τη μεταπήδηση της νύφης,
σε μια νέα ζωή. Από την παλιά οικογένεια
στην καινούργια και από την ανέμελη
παρθένα στην παραγωγική γυναίκα. Στην
ευτυχία αυτής της μεταπήδησης
τραγουδούν και εύχονται οι φίλες της,
με το τραγούδι «Νύφη μου ξάστερο νερό
και ξέλαμπρο φεγγάρι, να ζήσης να το
χαίρεσαι τ' όμορφο παλικάρι».
Ταυτόχρονα
περίπου και στο σπίτι του γαμπρού, με
την επιστασία του παρακούμπαρου -
μπραζέρη - γίνεται με πολλή επιμέλεια
το ξύρισμα και ο στολισμός του,
τραγουδούμενος υπό των φίλων του με το
«Γαμπρέ μου στο κεφάλι σου. Ο ήλιος
εκατέβει και σούδωσε την ομορφιά και
πίσω πάλι ανέβει».
Στην ευτυχία
του σπάζεται και κάποιο πιάτο με
νομίσματα που τα καρπόνωνται τα
παρευρισκόμενα σερνικά παιδιά. Αφού
και ο λαιμός του γαμπρού στολιστεί με
το χρυσοκέντητο λευκό μαντήλι, ο
παρακούμπαρος τον οδηγεί στο λευκό
καταστόλιστο άλογο. Τώρα η γαμήλια
πομπή είναι έτοιμη και με το τραγούδι «Φώτα
τα φεγγαράκι μου να πάω στην αγάπη μου»
παίρνει το δρόμο για το σπίτι της νύφης.
Αφού η πομπή
των καβαλαραίων, με προπομπούς τα
όργανα και την καλορίζικη παρέα, με τις
πανέμορφες πίττες και τις «κεντητές»
δίπλες, με τα κουφέτα και τα ροδοπέταλα,
φθάνει στο σπίτι της νύφης, προβαίνει
στο κάλεσμά της με το τραγούδι «σήκω
τοιμάσου αγάπη μου και βάλε τα λευκά
σου, να κάνωμε στην εκκλησιά τα
στέφανωματά σου». Σε τούτο το κάλεσμα
παίρνουν την αντιφώνηση, «είκοσι
χρόνια πότιζα μηλίτσα στην αυλή μου,
τώρα που μου την παίρνετε, ας πάει με
την ευχή μου».
Μέσα από
τούτα τα τραγούδια η λευκοφόρα νύφη
περιστοιχισμένη από τις φίλες της (παραδελφές)
και τους γονείς της, αργοβαδίζουσα
φθάνει στον γαμπρό. Ο γαμπρός αφού τη
φιλάει της ασημώνει το παπούτσι με
νόμισμα - για να συμπορεύεται γερή μαζί
του - και με μεγαλοπρέπεια την οδηγεί
στην εκκλησιά για τα στέφανα.
Μετά το
γνωστό τελετουργικό των στεφάνων, οι
νεόνυμφοι γυρίζουν στο νυφιάτικο σπίτι
και τρώνε μαζί με τους καλεσμένους τους
την καθιερωμένη μακαρονάδα με τα ψητά,
καθώς και τον χόνδρο με το μέλι -
σύμβολο γονιμότητας. Έπειτα μέσα από
στιγμές συγκίνησης και ευχών τους
προσφέρονται τα δώρα (χάρες) που είναι
φορέματα, μαντήλια, προσόψια και
πουκάμισα.
Τούτη την
συγκινητική ατμόσφαιρα την διαδέχεται
ο αποχαιρετιστήριος χορός της νύφης με
το τραγούδι «Σ' ευχαριστώ μανούλα μου
που ευχήθηκες για μένα, πόσα κι αν είχες
τάδωσες τα χάρισες σε μένα». Μετά τον
αποχαιρετιστήριο τούτο χορό, η νύφη
οδηγείται από τις φίλες της και τους
γονείς της, στο στολισμένο άλογο, που
την περιμένει μπροστά από το άλογο του
γαμπρού και πομπή μέσα σε μεγάλη χαρά
αποχωρεί τραγουδώντας το «επήραμε την
πέρδικα την πενταπλουτισμένη κι
αφήσαμε τη γειτονιά σα χώρα κουρσεμένη».
Και πραγματικά τούτη η γειτονιά είναι
τσακισμένη γιατί τα αισθήματα τώρα
είναι ανάμικτα, χαρά για την
αποκατάσταση της κόρης τους, αλλά και
λύπη για τον αποχωρισμό της. Έτσι με τα
κάποια δάκρυα που έρχονται και το
τραγούδι που ακολουθεί «Σειστήτε όρη
και βουνά, λαγκάδια με τα δάση κ' η μάνα
το παιδάκι της κλαίει πως θα το χάσει»,
ουσιαστικά τελειώνει η νυφιάτικη
διασκέδαση.
Αποχωρούμε
αφήνοντας - στο τέλος της τη νυφιάτικη
διασκέδαση, για να γνωρίσουμε - στο άλλο
σπιτικό - ένα εγκάρδιο καλωσόρισμα και
μια μεγάλη χαρά και αντίχαρα.
Ενώ όμως
τελειώνει η διασκέδαση τούτη,
φουντώνει στο χωριό του γαμπρού, που
μόλις φθάνει η νύφη στην πλατεία του
χωριού την δέχονται μι ρύζι και
ροδοπέταλα κα αυτή σαν προσφορά της
αγάπης της τους πετάει καρύδια, μύγδαλα
και σύκα.
Στην
αυλόπορτα τα πεθερικά την δέχονται με
τα ακόλουθα λόγια:
- Πέζεψε νύφη!
- Δεν πεζώ. Τάξτε μου να κατεβώ......
Αφού της
υπόσχονται κάτι η νύφη κατεβαίνει από
το άλογο και μπαίνει στο σπίτι πατώντας
κάποιο σιδερικό - υνί ή πέταλο - και
τρώγοντας παράλληλα τα προσφερόμενο
από την πεθερά μέλι με καρύδι, ενώ στην
ποδιά της δέχεται μικρό αγόρι που το
ασημώνει με κάποιο ρόδι που έντεχνα
είναι παραγεμισμένο με κάποια
νομίσματα. Το καλωσόρισμα τούτο με τους
συμβολισμούς της ευτυχίας και της
γονιμότητας το διαδέχεται ο χορός του
μπραζέρη με το τραγούδι
«Στο σπίτι το
πεθερικό να ζήσεις να ευτυχίσεις,
εννέα γιους να
αξιωθείς μια κόρη να στολίσεις».
Από τώρα και
πέρα οι «κερασταρήδες» με τα
γλυκίσματα, τους μεζέδες και την
κρασοκανάτα, υπόσχονται ένα μακρόπνοο
γαμήλιο γλεντοκόπημα, συνοδευόμενο από
τα πατροπαράδοτα τσάμικα και
καλαματιανά.
Την
επόμενη μέρα η νύφη με προφανή συστολή
για την αγνότητά της δέχεται τους
επαίνους και τα ανάλογα δώρα, ενώ
ξεκινάει μια νέα διασκέδαση - η
αντίχαρα - όπως λέγεται. Όμως για τούτη
την - αντίχαρα - ας ακούσουμε τη
μαρτυρία του γειτονικού μας Προάστειου
«Η δυνατή χαρούμενη φωνή στο
Δευτεριάτικο πρωινό «κρασίίίί
Παπαγιάννηηηη» γίνεται καινούργιο
κάλεσμα που με την παρακίνηση του
Γεναριάτικου ήλιου φθάνομε στ' αλώνι κι
από εκεί από τα χαρούμενα τραγούδια του
υμεναίου αντιβουίζουν οι ράχες και τα
ρέματα»
Τούτη την
- αντίχαρα - την κλείνουν ουσιαστικά τα
«επιστρόφια» με όλα τα «μηνύματά» τους.
Στις οκτώ μέρες μετά το γάμο, οι
νιόπαντροι επιστρέφουν στο σπίτι της
νύφης για το παραδοσιακό φαγοπότι μετά
των στενών συγγενών τους. Κατά την
αποχώρησή τους, η νιόπαντρη γυναίκα
παίρνει από τη μάνα της τα τελευταία
της συμβολικά δώρα με τα ακόλουθα λόγια:
«τη νιάκα σου, τη ρόκα
σου και όξω από την πόρτα μου».
Τα
μηνύματα των δώρων αυτών η νιόπαντρη
τούτη Μανιάτισσα θα τα αξιοποίηση
κάνοντάς τα, νοικοκυροσύνη και
πολυμελή σφιχτοδεμένη οικογένεια. Αυτή
η οικογένεια είναι, που θα αφήσει με τη
δουλειά της, το αρχιτεκτονικό θαύμα, με
τη λύπη της τα μοιρολόγια και με τη χαρά
της τα νυφιάτικα τραγούδια, όπου μερικά
από αυτά είχαμε την ευτυχία να
γνωρίσουμε περπατώντας σαν καλεσμένοι
στον παραδοσιακό τούτο γάμο.
Από τη
περιοδική έκδοση με τίτλο «Ο ΠΥΡΓΟΣ
ΛΕΥΚΤΡΟΥ», του Συλλόγου Πυργιανών
Μεσσηνιακής Μάνης «Ο Άγιος Γεώργιος»,
Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 1987, έτος Ε’, αρ.φ.
13 & 14.
|