Λινάρι
Η
μόνη φυτική ίνα - πλην του μεταξιού και
του μαλλιού - που χρησιμοποιούσαν οι
αρχαίοι για την υφαντουργική ήταν το
λινάρι. Η καλλιέργεια του λιναριού που
είχε παλιά παράδοση στην Αίγυπτο,
αποδεικνύεται από σπόρους του φυτού
που βρέθηκαν στα αρχαιολογικά στρώματα
της πρωτοελλαδικής Λέρνας, καθώς και
από πήλινα πινακίδια στην Πύλο. Ο
Όμηρος αναφέρει λινά υφάσματα που
χρησίμευαν για ρούχα, πανιά
ιστιοπλοΐας και δίχτυα για ψάρεμα. Ο
Θεόφραστος αναφέρεται στη χρησιμότητα
και καλλιέργεια του λιναριού, ενώ στα «Ειδύλλια»
του Θεόκριτου αναφέρεται ότι το «νήμα
της ειμαρμένης» ήταν από λινάρι.
Όπως και
σήμερα, οι αρχαίοι έπαιρναν τις ίνες
από τους βλαστούς του φυτού, τις
ξέραιναν στον ήλιο και κατόπιν τις
έβρεχαν, τις έσπαζαν, τις ξέραιναν και
τις έγνεθαν σε κλωστή. Μετά την ύφανση
στον αργαλειό, τις λεύκαιναν με χυμό
παπαρούνας.
Ο Πλίνιος
εκφράζει μεγάλο θαυμασμό για τις
ιδιότητες του λιναριού, που τις βλέπει
σαν προσφορά από τη φύση. Με το προϊόν
ενός σχεδόν αόρατου σπόρου τόλμησαν,
έλεγε, οι άνθρωποι να οργώσουν τις
θάλασσες χάρη στα πελώρια πανιά που
έφτιαχναν απ' αυτόν και να περνούν την
απόσταση που χωρίζει την Αφρική και την
Ασία μέσα σε δύο μόνο μέρες.
Για τα ρούχα,
οι Ίωνες προτιμούσαν τα λινά υφάσματα.
Για να τα κάνουν πιο μαλακά, τους έκαναν
μια επεξεργασία τρίβοντας τις ίνες με
ένα τομάρι σκαντζόχοιρου ή και με τον
σπάδικα του λουλουδιού από ένα είδος
αγκαθιού.
Το είδος του
λιναριού που χρησιμοποιείται για την
κλωστή δεν καλλιεργείται πια σήμερα
στην Ελλάδα. Υπάρχουν όμως στην αυτοφυή
Ελληνική Χλωρίδα πάνω από 10 είδη
λιναριού που ξεχωρίζουν για τη
λεπτότητα των λουλουδιών τους.
Στη Μάνη το
Λινάρι το καλλιεργούσαν για τις ίνες
του και το σπόρο του. Το έσπερναν σε
χωράφια και όταν ωρίμαζε το θέριζαν και
το έδεναν σε σκουλίδες (μάτσα). Όταν το
λινάρι ξεραινόταν κοπάνιζαν τις
φούντες και έπαιρναν το λιναρόσπορο
που τον χρησιμοποιούσαν για κατάπλασμα
και για σπόρο της επόμενης χρονιάς.
Μαλάκωναν τα
μάτσα από λινάρι στη θάλασσα και έπειτα
τα έφερναν στο σπίτι, όπου τα
μαγκάνιζαν, δηλαδή τα χτυπούσαν με ένα
ξύλινο εργαλείο που το επάνω εξάρτημά
του ανοιγόκλεινε σαν ψαλίδι, ενώ στη
κάτω του μεριά είχε χοντρά ξύλινα
δόντια. Ανάλογη κατασκευή ήταν και στη
βάση και το λινάρι έμπαινε ανάμεσα και
χτυπιόταν δυνατά μέχρι να σπάσουν τα
ξύλινα μέρη και να απελευθερωθούν οι
φυτικές ίνες.
Έπειτα με το
λανάρι, ένα χοντρό ξύλο γεμάτο όρθια
πυκνά καρφιά, έβγαζαν τις πρώτες
χοντρές ίνες το Στουπί και μετά τις
λεπτότερες και καλύτερες το Σκουλί.
Στουπιά και σκουλιά γίνονταν τουλούπες,
γνέθονταν και γίνονταν νήμα. Αυτό ήταν
το υφάδι, που υφαινόταν στον αργαλειό
με στημόνι κυρίως κουρελόνημα.
Έφτιαχναν
στουποσακούλες για να βάζουν τα
λούπινα στη θάλασσα και στρώματα που τα
γέμιζαν με άχυρα και τα έβαζαν στα
κρεβάτια τους. Από τα σκουλιά που ήταν
λεπτότερα και πιο ανθεκτικά, έκαναν
λιόπανα, σακιά ή και κανένα στρωσίδι
που μαζί με κουρελούδες, τα έστρωναν το
χειμώνα στις κρεβατοκάμαρες αντί για
χαλιά. Ότι έπεφτε κάτω από τον μάγκανο,
τα απομαγκανίδια τα μάζευαν και τα
έριχναν για λίπασμα στις συκιές τους.
Βιβλιογραφία
- Εγκυκλοπαίδεια
«ΚΟΣΜΟΣ»
- Περιοδική έκδοση με τίτλο «Ο ΠΥΡΓΟΣ
ΛΕΥΚΤΡΟΥ», του Συλλόγου Πυργιανών
Μεσσηνιακής Μάνης «Ο Άγιος Γεώργιος»,Ιούλιος-Δεκέμβριος
1996, έτος 15ο, αρ.φ. 42.
-
Βιβλίο
Ιωάννη Κισκηρέα «Ρίζες 2 – Λαογραφικά». |