Μανιάτικη
Σταφίδα
Μια φορά και
ένα καιρό, ο' ένα χωριό της
Μεσσηνιακής Μάνης που λέγεται Σαϊδόνα
πολλά παράξενα γινότανε.
Η Σαϊδόνα
είναι ένα παμπάλαιο χωριουδάκι
κτισμένο πάνω σε μια πλαγιά του γέρο-Ταΰγετου.
Κάτω από το χωριό 5-6 χιλιόμετρα μεσ' το
γυαλό είναι το νησάκι των Νηρηίδων της
Καρδαμύλης. Απ' εκεί η Σαϊδόνα φαίνεται
σαν ένα άσπρο κοπάδι από πρόβατα που
βόσκει στην πλαγιά. Εκεί, παιδιά μου, σ’
αυτό το μικρό νησάκι της
Σκαρδαμούλας, τα παλαιά τα χρόνια ήταν
η πρωτεύουσα των Νεράιδων. Εκεί κάθε
χειμώνα μαζεύονταν όλες, οι Νεράιδες με
τους Νεράιδους και τα Νεραϊδόπουλά
τους για να ξεχειμωνιάσουν και να
δώσουν αναφορά στον βασιλιά τους για
τις δουλειές που έκαναν το καλοκαίρι.
Το παλάτι του Αρχινεράιδου και της
γυναίκας του ήταν μέσα στη γη του
νησιού. Δίπλα από το παλάτι ήσαν τα
σπίτια των υπηκόων. Όλη η πρωτεύουσα
έμοιαζε σαν τον Λαβύρινθο της Κρήτης.
Όταν
συγκεντρώνονταν όλες οι οικογένειες
των Νεράιδων στο Βασίλειο τους, ο
Βασιλιάς των και η Βασίλισσα Μερόπη
έδιναν τη διαταγή, ν' ανοιχθούν όλες οι
αποθήκες με τα τρόφιμα να τρώνε και να
γλεντούν. Και αυτό εγινόταν όλον τον
χειμώνα, ώσπου να έλθη το καλοκαιράκι
και να τρέξουν στις δουλειές τους.
Μικροί και μεγάλοι Νεράιδοι και
Νεράιδες έβλεπαν από το Νησάκι της
Καρδαμύλης και καμάρωναν το όμορφο
χωριό, την ξακουστή Σαϊδόνα και λέγανε:
-Αχ! πότε θα
έλθη η ένοιξις και το καλοκαιράκι, να
πάμε να χορέψουμε στ' ωραίο Σαϊδονάκι.
Γρήγορα όμως
πέρασε ο χειμώνας. Ήλθε η άνοιξη και οι
γερανοί έρχονται φέρνοντας τα
χελιδόνια. Τα μικρά νεραϊδόπουλα
άρχισαν να ξεφωνίζουν στις γειτονιές:
-Ήλθε, ήλθε
χελιδόνα, ήλθε και άλλη μελιδόνα,
κάθισε και λάλησε και γλυκοκελάιδησε.
Άλλοτε πάλι
τραγουδούν:
-Χελιδόνι
γύρισε, καλοκαίρι μύρισε!!
-Μπονόρα, μπονόρα για τη χώρα συντρομιά
με χελιδόνα
-Εμπρός πατέρα,
εμπρός μάνα, πριν λαλήση ο μαύρο-κόκκορας
και μας ρομπόση, να έχωμε φτάση στο
Κοτρώνι. Πότε επιτέλους θα τσαρδέχουμε
στου Ζάβαλη τ’ αλώνι, θέλουμε
Μανιάτικη σταφίδα.
-Ωραία! φωνάζουν οι Νεράιδες. Πόσο μας
αρέσει η Μανιάτικη σταφίδα. Όταν την
τρως γλύφεις και τα δάχτυλα σου.
-Ναι, λένε οι Νεράιδοι, να πάμε. Αλλ' όμως
φοβόμαστε μήπως δεν εύρωμε τίποτα εκεί,
γιατί καθώς μάθαμε το γέννημα εφέτος
της Μανιάτικης σταφίδας είναι μικρό
και οι μανιάτες το δίνουν σε μεγάλα
πρόσωπα και τα λένε... τα λένε...
νομίζουμε μπουζία!
-Λάθος έχετε αγαπητοί μας, λέγουν οι
Νεράιδες. Οι Μανιάτες είναι φιλόξενοι
και θα έχουν κρατήσει και για μας. Έτσι
ο μπάρμπα-Ζάβαλης θα εφύλαξε το μερτικό
μας.
-Εμπρός, να πηγαίνουμε φωνάζει ο
Αρχινεράιδος. Ετοιμάστε τα όργανα,
ταμπούρλα, γκάιδες, λύρες και πίπιζες
και να ξεκινήσωμε για την Σαϊδόνα.
Μπραμ - Μπραμ
- μπρουμ -μπρουμ - τα ταμπούρλα, λύρι -
λύρι - λύρι οι λύρες, τσι - τσι - τσίου -ου
οι γκάιδες και οι πίπιζες, τραγουδώντας
οι Νεραϊδοπούλες και τα Νεραϊδόπουλα
βαδίζουν για την Σαϊδόνα...
Αχάραγα
έφθασαν στη θέσι «Κοτρώνι» πούνε του
γέρο-Ζάβαλη τ’ αλώνι, και τι χαρά
που ευρήκαν εκεί Μανιάτικη σταφίδα,
απλωμένη μεσ' τ’ αλώνι.
Τσαρδέψαν και άρχισαν τον χορό.
Χόρευαν και τραγουδούσαν με χάρη τα
νεραϊδόπουλα με τα όργανα και τα
ταμπούρλα.
Μα ο γέρο-Ζάβαλης
κοιμότανε κάπου κει κοντά στ' αλώνι με
τον έγγονά του, τον Γιάνναρο, για να μην
του κλέψουν την σταφίδα που είχε
απλωμένη να λιαστή και να ξεραθή. Αλλ'
όμως με την αρβάλα ξύπνησε ο Ζάβαλης.
Παραξενεύτηκε όμως, γιατί άκουσε
τραγούδια, χορούς και όργανα να παίζουν,
μα αυτός δεν έβλεπε τίποτα.
Τότε
φοβήθηκε και ξύπνησε τον Γιάνναρο και
του λέει ψιθυριστά!
-Ακούς Γιάνναρέ μου τι γίνεται;
Ταμπούρλα κτυπούν, πίπιζες και λύρες
σφυρίζουν! Τι άραγε να συμβαίνη;
-Ούτε κι εγώ γνωρίζω παππού, αλλ' ίσως να
ήλθε στρατός και κάνει νυχτερινά
γυμνάσια. Δεν πέρασε όμως λίγη ώρα και
ακούν να παίζεται εμβατήριον. Τι
σημαίνει πάλι αυτό Γιάνναρε;
-Δεν ξέρω παππού, αλλ' ως φαντάζομαι
κάποιος στρατηγός τους θα ήρθεν και τον
υποδέχονται. Ησύχασε όμως παππούλη. Το
ξημέρωμα να ιδούμε τι συμβαίνει.
Δεν πρόλαβε
να τελειώση ο Γιάνναρος και ακούνε
ψαλμωδίες στ' αλώνι τους. Ξάφνου η
σταφίδα πούχαν απλωμένη για να ξεραθή
βλέπουν να πετά στον αέρα σαν τις
μέλισσες. Δεν έμεινε τίποτα στ' αλώνι
παρά μόνο οι πέτρινες πλάκες τ’
αλωνιού άδειες.
Ο γερο-Ζάβαλης
που τάχε χαμένα δεν μπορούσε να
καταλάβη τίποτα από όσα εγίνοντο. Επήρε
τον Γιάνναρο και πάνε στο χωριό
φωνάζοντας:
-Εεεε!
Τρεχάτε χωριανοί, πάει η σταφιδούλα μου,
καταστράφηκα. Και οι συγχωριανοί του
τον ρωτούν:
-Τι σου συμβαίνει γέρο-Ζάβαλη και μας
ξεσήκωσες πρωί-πρωί;
-Δεν ξέρω ορέ παιδιά, πώς να σας το ειπώ,
το τι είδα και άκουσα στ' αλώνι μου! Εκεί
γίνεται πανζουρλισμός. Ταμπούρλα
κτυπούν και πίπιζες παίζουν, παίζουν
και τραγούδια και φωνές σαν νάναι το
αλώνι μου εκκλησία και η σταφίδα μου
σηκωνότανε και πετούσε στον αέρα και
χανότανε!
-Ας πάμε να ιδούμε πολύ μυστήριο πράγμα!
Και τρέχουν όλοι μαζί και μπρος ο γέρο-Ζάβαλης
με τον Γιάνναρο, φτάνουν στ' αλώνι και
ούτε στρατό, ούτε παπάδες βλέπουν.
Γέλασαν πικραμένοι οι συγχωριανοί και
είπαν:
-Γιατί γέρο-Ζάβαλη μας κορόιδεψες; Πού
είναι όλα εκείνα που έλεγες; Μα ο γέρο-Ζάβαλης
στενοχωρημένος και παραξενεμένος τους
λέγει:
-Όχι μωρέ παιδιά, όσα σας είπα ήταν
αληθινά. Εγώ ψέμα δεν μελετάω. Δεν μπορώ
να καταλάβω κι' εγώ τι συμβαίνει.
Κάποιος από τους χωριανούς λέει ότι
ίσως να τούστριψε του γέρο-Ζάβαλη. Μα ο
Γιάνναρος τ’ άκουσε και φώναξε:
-Όχι! ο
παππούλης μου δεν μουρλάθηκε και ότι
είπε ήταν σωστό, τα ίδια άκουσα κι' εγώ,
κι' ακούστε να σας ιστορίσω το τι έγινε
και θα καταλάβετε. Όλοι μας έχουμε
ακούσει για τις Νεράιδες που
φανερώνονται στην λαγκαδιά της
Νούπαντης και χορεύουν τη νύκτα. Μα και
η παράδοση λέει ότι κάτω στην Καρδαμύλη
είναι το νησί των Νηρηίδων, που
υποδέχτηκαν τον Νεοπτόλεμον τον γυιό
του Αχιλλέα, όταν διάβηκε από την
Καρδαμύλη, για να ανηφορίση την
Βασιλική οδό. Ήθελε να πάη στη Σπάρτη
για να παντρευτή την όμορφη κόρη της
ωραίας Ελένης. Φαίνεται λοιπόν, ότι από
το νησί των θα ανηφόρισαν οι Νεράιδες
για να κάνουν τους γάμους των και ως
καλόν τόπον εδιάλεξαν του παππούλη μου
τ’ αλώνι. Η φασαρία που άκουσε ο
παππούς μου κι εγώ θα ήταν τα όργανα που
έπαιζαν οι Νεράιδοι, οι χοροί των
Νεράιδων και τα τραγούδια των
Νεραϊδόπουλων. Το εμβατήριο που
ακούσαμε θα ήταν για την υποδοχή που
έκαναν στον αρχινεράιδο-κουμπάρο. Το
ψάλσιμο ήταν η ιεροτελεστία των γάμων.
Η σταφίδα που πέταγε στον αέρα θα ήσαν
τα κουφέτα που πετούσαν στους
νεόνυμφους, όταν ο παπάς τους έλεγε τον
«Ησαΐα».
Αυτά τους
εξήγησε ο Γιάνναρος και οι χωρικοί τον
ανεκήρυξαν ως τον σοφώτερον Σαϊδονίτην.
Ο γέρο-Ζάβαλης ενθουσιασμένος εφώναζε:
Να ζήσουν ευτυχισμένα τα Νεραϊδόπουλα
που παντρεύτηκαν στ' αλώνι μου. Και τότε
ακούγεται να έρχεται μια φωνή πέρα από
τα Λιχουμεζιά.
-Σε
ευχαριστούμε γέρο-Νικόλα Ζάβαλη και
σου ευχόμαστε και στις δικές σου
διπλοπαντρειές, πούσαι χρόνια τώρα
χήρος.
Μα ο γέρο-Νικόλας,
έμεινε χήρος, ώσπου πέθανε, σε ηλικία
εκατόν και πέντε χρόνων...
Γιάννης
Ταβουλαρέας «ΣΑΙΔΟΝΙΤΙΚΑ ΛΑΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ»
Δημοσίευση
στο περιοδικό «ΖΑΡΝΑΤΑ» Τ. 9, Ιούνιος –
Ιούλιος 1989 |