Ηθογραφικό διήγημα της Μάνης Του Απ. Β
Δασκαλάκη
Δημοσιεύτηκε στη Διμηνιαία
Επιθεώρηση «ΛΑΚΩΝΙΚΑ», του Συνδέσμου
των εν Αττική Λακεδαιμονίων, Αθήνα έτος
ΣΤ’, Τ. 34 Ιούλιος – Αύγουστος 1969 και Τ.35
Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1969.
Στα παλιότερα χρόνια την
έλεγαν κυρά Λενιώ γιατί το βαφτιστικό
της ήταν Ελένη. Μα τώρα την έλεγαν όλοι
στο χωριό Κυρούλα κι' έτσι την ξέραμε
όλα τα παιδιά του χωριού: Η «Κυρούλα»,
που στη Μάνη λένε τη γιαγιά. Και στ'
αλήθεια όλοι, γέροι, νέοι, παιδιά, την
είχανε γιαγιά, βαστούσαν με κάποιο
τρόπο από τη γενιά της. Ζύγωνε τα εκατό;
Τα 'χε φτάσει; Τα ξεπέρασε; Κανένας δεν
ήξερε. Κι' όταν την ρωτούσαν πόσων
χρονών ήταν, έλεγε πως δε θυμόταν κι’
άλλαζε κουβέντα, μπορεί και να το 'κρυβε,
να το 'χε για κακό να πη τα χρόνια της.
Μόνο σαν της έλεγαν: «να τα 'κατοστήσης,
κυρούλα», κατέβαζε πονηρά κάτω το
ζαρωμένο κεφαλάκι της και με
μισόκλειστα τα μάτια μουρμυούριζε «τώρα
κι' άλλη μία». Μα σαν κάποιος μια μέρα
της ευχήθηκε «να τα διπλοκατοστήσης», η
κυρούλα σήκωσε ψηλά το κεφάλι κι' έβαλε
όλα τα δυνατά της για να την ακούσουν
όλοι «ευχαριστώ, παιδάκια μου, να 'στε
καλά». Και σαν καταλάβαμε που της άρεσε
αυτή η ευχή της κυρούλας, να ζήση άλλα
εκατό, της τη λέγαμε κάθε τόσο, κι'
εκείνη δεν ξεχνούσε ποτέ να μας
ευχαρίστηση πολύ Ικανοποιημένη. Μα
κάπου - κάπου ύστερα από τις ευχές μας,
έπεφτε σε σκέψεις και μονολογούσε «εμένα.
παιδάκια μου, με ξέχασε ο Χάρος, που
ανάθεμα τον δεν ξέχασε τόσα παιδιά κι'
εγγόνια που μ’ έχει πάρει».
Όπως έλεγαν οι παλιότεροι
που ‘χαν ακούσει κι' εκείνοι από τους
γονιούς τους, η κυρούλα είχε παντρευτή
πολύ νέα κι' είχε κάμει δέκα παιδιά. Τα
πάντρεψε αρσενικά και θηλυκά πολύ νέα
κι' εκείνα έκαμαν ένα σωρό παιδιά. Από
τα παιδιά της δε ζούσε κανένα, από τα
εγγόνια της ζούσαν λιγοστά. Μα από
δισέγγονα και τρισέγγονα ήταν γεμάτο
το Νιοχώρι και τα γύρω χωριά που 'χαν
απλωθή τα συμπεθεριά της. Η κυρούλα
κρατούσε στο μυαλό της όλο το
γενεαλογικό της δέντρο. Σαν ερχόταν
κανένας δισέγγονος ή καμμιά τρισέγγονη
από το Ίδιο ή το άλλο το χωριό να την
χαιρετήση και να της φιλήση το χέρι,
ρωτούσε τ' όνομα και το παράνομά της κι'
υστέρα μονολογούσε: «εσύ 'σαι από το γιο
μου το Γιωργάκη που 'χε πάρει τη Ζαφείρω
του Παπαδόγιαννη κι' από το γιο τους τον
Κωνσταντή γεννήθηκε η εγγονή μου η
Παρασκευή, τρίτο τους παιδί είναι η
μάννα σου η χήρα η Γιώργαινα η
Γιαννουλόνυφη. Πόσο χρονών είσαι,
παιδάκι μου : Δεν σε παντρέψανε ακόμη»;
Κι' άρχιζε υστέρα να ρωτά όλα τα
καθέκαστα για το σπίτι και το χωριό που
τα κατάγραφε όλα στο μυαλό της.
Η κυρούλα τα 'χε τετρακόσια.
Δεν την σήκωναν πια τα πόδια της να πάη
στα χτήματα μα ήξερε τι είχε και δεν
είχε και της έφερναν πάντα τους
λογαριασμούς από τα εισοδήματα. Τόσα
από το βελανίδι, τόσα από τις ελιές,
τόσα από τα σύκα και από το σιτάρι. Που
να την γελάση κανείς. Δεν ξόδευε ούτε
μια πεντάρα από τα εισοδήματά της,
γιατί εγγόνια και δισέγγονα
συναγωνίζονταν κάθε μέρα ποιος θα της
φέρη ρούχα και ποιος φαγητό. Τα 'ριχνε
σε σεντούκια κι' όταν ένα σεντούκι
γέμιζε, τα 'ριχνε στην κασέλλα που την
είχε καλά κλειδωμένη και δεν
αποχωριζόταν ποτέ το κλειδί. Όιαν μια
δισεγγονούλα της παντρευόταν, πήγαινε
να πάρη την ευχή της. Κι' η κυρούλα
άνοιγε με προσοχή την κασέλλα της
έβγαζε ένα σεντούκι που ούτε ήξερε μ'
ακρίβεια πόσα είχε μέσα και της το 'δινε
για την προίκα της· Γι' αυτό κι' οι
κοπέλλες την αγαπούσαν την κυρούλα,
πήγαιναν πάντα να της κάμουν το σπίτι
και να την ντύσουν, να της φέρουν το
φαγητό, να την βοηθήσουν να παη στην
εκκλησία ή στη ρούγα και να την
γυρίσουν υστέρα στο σπίτι.
Τον τελευταίο καιρό η
κυρούλα δεν καλόβλεπε, σιγά - σιγά έχανε
τα μάτια της. Μα δεν κακοκάρδιζε, ούτε
το 'ριχνε κάτω, δεν το 'χε σκοπό να
πεθάνη χάριν των ματιών της.
- Όσα είδα ως τώρα μου
φτάνουνε. Μπορώ να ζήσω και χωρίς μάτια!
Τώρα κρατούσε ένα μπαστουνάκι και
γύριζε όλο το σπίτι της ψαχουλευτά.
Ήξερε που είναι το καθετί και το 'βρισκε
χωρίς δυσκολία και οι δισεγγονούλες
πρόθυμες σε μια φωνή της να τρέξουν από
τα γύρω σπίτια. Της πήγαιναν πάντα τους
λογαριασμούς από τα χτήματα κι' έπαιρνε
τα λεφτά σ' ασημένια τάλληρα και φράγκα
για να τα μετρά καλύτερα και να τα ρίχνη
στα σεντούκια. Μονό που τώρα την
καλοκλειδωμένη κασέλλα με τα σεντούκια
την είχε καλού - κακού βάλει δίπλα από
το προσκέφαλο της. Είχε στο μυαλό της
όλες τις γιορτές του χρόνου και πότε
γιορτάζει το καθένα από τα εγγόνια και
δισέγγονά της, μα από τον καιρό που
έχασε τα μάτια της και βάρυναν τα πόδια
της δεν πήγαινε σε γάμους και γιορτές.
Πήγαιναν οι νιόνυμφοι να πάρουν τις
ευχές της και να τους ασημώση με μερικά
τάλληρα, πηγαίναμε και ‘μεις οι μικροί
στη γιορτή μας να της φιλήσουμε το χέρι
και να πάρωμε την ευχή της μαζί μ' ένα
ασημένιο φράγκο.
Σαν δε πολυέβγαινε έξω η
κυρούλα, περνούσε τις ώρες της στο
λιακωτό του σπιτιού της που ξέβγαινε
μπροστά στην πλατεία του χωριού, από ‘κει
που περνούσαν όλοι για να πάνε στη
δουλειά τους και τα παιδιά για το
σχολείο. Εκεί ήταν και τα δυο μαγαζάκια
που συναζόντουσαν τις Κυριακές μετά
την λειτουργία και τα βράδια. Η κυρούλα
δεν έβλεπε ποιος περνούσε, μα είχε
πάντα τεντωμένα τ’ αυτιά της και σα
μιλούσε κανείς, ήξερε ποιος είναι. Και
κανένας δεν περνούσε χωρίς να την
χαιρετήση.
- Καλημέρα, κυρούλα, φώναζε
κάποιος που βάδιζε βιαστικά λάμνοντας
το γαϊδουράκι.
- Καλημέρα, Κωνσταντή, τι κάνουνε στο
σπίτι; Πότε θα λεφτερωθή με το καλό η
γυναίκα σου; Έγιανε το μικρό από την
ανεμοβλογιά; Πας στον κάμπο για τις
ελιές; Και θα 'χωμε φέτος μεγάλη λαδιά.
Άιντε στην ευχή μου, εγγονέ μου!
- Καλημέρα, κυρούλα μου, φώναζε μια
πεταχτή κοπέλλα.
- Καλημέρα, Αγγελική μου. Πας να
βοηθήσης τη μάννα σου στο θέρο, ε; Από
τον καιρό που ο πατέρας σου μας άφησε
χρόνους, η μάννα σου θέλει πολλή
βοήθεια, κι' είναι καλή ή σοδειά εφέτος.
Άϊντε στην ευχή μου δισεγγονούλα μου!
Περνούσε χοροπηδώντας κι'
ένας μικρός, με τη σάκκα με τα βιβλία
και τις πλάκες στη πλάτη, με τους βώλους
στα χέρια.
- Καλημέρα, κυρούλααααα!
- Καλημέρα, Ντόλη μου, πας στο σχολείο;
Μη χοροπηδάς πολύ, Ντόλη μου, μη
γλυστρήσης πάλι και ξαναχτυπήσης το
πόδι σου., Άϊντε να μάθης γράμματα, έτσι
να 'χης την ευχή μου!
Ο μόνος καϋμός της κυρούλας
ήτανε που δεν μπορούσε πια να πηγαίνη
στη ρούγα που βαστούσαν οι γυναίκες τ’
απόβραδα στο πλατζάρι, όπως έλεγαν την
άλλη, απόμερη τούτη πλατεία του χωριού.
Εκεί σε μια παράμερη γωνιά ήταν
σκαλισμένες, κι' οι πέτρες γύρω για να
κάθωνται όλες και να μιλούν μία-μία ή κι'
όλες μαζί ανεμπόδιστες στη φλυαρία
τους και στα κουτσομπολιά τους. Εκεί
μάθαινε όλα τα νέα του χωριού και των
γύρω χωριών, μάθαινε για την εφετεινή
σοδειά και τα εισοδήματα του καθενός,
για τις αρρώστειες, για τα νέα που
έρχονταν από όσους νέους είχανε
ξενητευτή στην Αμερική, για τους
καυγάδες ανάμεσα σε συνυφάδες ή
πεθερές και νυφάδες, για τα
ξεδρομίσματα μερικών κοριτσιών, για τα
συμπεθεριά που ήτανε στα σκαριά... Η
κυρούλα κάνοντας πως δεν τ' ακούει, τ'
άκουγε όλα, τα 'γραφε στο μυαλό της κι'
αν ήτανε για πρόσωπα από το σοϊ της,
γυρίζοντας στο σπίτι της τα 'φερνε
πολλές φορές στη σκέψη της. Την άλλη
μέρα καλούσε στο σπίτι της όσα από τα
εγγόνια της και τα δισεγγόνια της
είχανε σχέση με την υπόθεση που άκουσε
στη ρούγα και τη συζητούσε μαζί τους
για να βγη κανένα καλό ή να προλάβη
κανένα κακό. Τώρα που δεν μπορούσε να
πηγαίνη στη ρούγα, η Κυρούλά θα
στεριόταν ένα κομμάτι από τη ζωή της,
της φαινόταν πως θά 'χανε τον ίδιο τον
προορισμό της ζωής της.
Μα οι καλές εγγονές και
νυφάδες της το κατάλαβαν και δεν άφησαν
έτσι την κυρούλα να πεθάνη από τη
στενοχώρια της. Πολλές φορές πήγαιναν
στο λιακωτό της, πίνοντας τον καφέ τους
κι τρώγοντας σύκα και καρύδια που τους
πρόσφερε η μικρή τρισεγγονούλα που
έκανε την υπηρεσία της ημέρας, της
έλεγαν με το νι και με το σίγμα όλα τα
νέα του χωριού που είχαν μάθ)ει στη
ρούγα, πρόσθεταν και μερικά δικά τους
κουτσομπολιά. Έτσι η κυρούλα δεν έπαψε
να τα κατέχη όλα και κάθε φορά που το 'βρισκε
απαραίτητο να φέρνη στο σπίτι όσους
χρειαζόνταν από το συγγενολόϊ... Όλα κι'
όλα, την εκκλησία δεν την έχανε ποτέ.
Κάθε Κυριακή και γιορτή οι κοπελλούδες
της γενιάς την έπαιρναν γερά
ακουμπισμένη στα χέρια τους και την
πήγαιναν στην εκκλησία οπού καθόταν
κοντά στο προσκυνητάρι σ' ένα σκαμνί.
Την λειτουργία την ήξερε όλη απ' έξω,
δεν της ξέφευγε λέξη κι' αλλοίμονο του
παπά που ξεχνούσε κάτι ή το 'λεγε στραβά·θα
το 'χε θέμα ομιλίας στη ρούγα του
λιακωτού της όλη τη βδομάδα.
- Είδες πάλι τι μας έφτιαξε ο
παπάς μας στη λειτουργία; Ξέχασε να πη
τρεις φορές το αλληλούια.
- Μα τι βιασύνη ήταν κι' αυτή του παπά
στη χτεσινή λειτουργία; Δεν πρόλαβε να
πη ο ψάλτης το τροπάριο κι' έβγαλε το
χερουβικό.
- Αφηρημάδα κι’ αυτή του παπά μας... Στη
Δεσποτική δέηση «εν πρώτοις μνήσθητι,
δέσποτα, του αρχιεπισκόπου ημών ...»
πήγε στο «ορθοστομούντα τον λόγον της
εκκλησίας» χωρίς να πη το «υγιά και
μακροημρρεύοντα . . ». Αν το μάθη ο
Δεσπότης, θ'χη κακά ξεμπερδέματα!
Ο Δεσπότης ερχόταν στο χωριό
μια φορά το χρόνο για να λειτουργήση
και να κάμη το κήρυγμα. Την κυρούλα την
ήξερε καλά κι’ όταν στο τέλος της
λειτουργίας της έδινε με το χέρι του το
αντίδωρο, την ρωτούσε για την υγεία της
και της έλεγε πολλές ευχές. Μια φορά
μετά την λειτουργία αποφάσισε να παη με
το Διάκο στο σπίτι της. Μαζεύτηκε τότε
κι' όλο το συγγενολόϊ και καθώς δεν
χωρούσαν όλοι γέμισε κι' η πλατεία. Ο
Δεσπότης ήπιε τον καφέ του μαζί με την
κυρούλα, της διάβασε μιαν ευχή και
φεύγοντας, αφού της φίλησε το χέρι
εκείνος πρώτος, της ευχήθηκε «να
χιλιάση τα χρόνια της». Όταν έφυγε, η
Κυρούλα μιλούσε με τον εαυτό της «να
χιλιάσω τα χρόνια μου... σα να το
παράκανε κι' αυτός ο Δεσπότης ... να 'λεγε
τουλάχιστο να τα διπλοκατοστήσω… κι’
υστέρα βλέπομε»!
Η κυρούλα δεν ξεχνούσε πως
ήταν η παλιά κυρά Λενιώ. Γι’ αυτό στη
γιορτή της του Άγιου Κωνσταντίνου και
Ελένης, ήθελε να της κάνουν επίσκεψη
όλοι της γενιάς της οι αρσενικοί (γιατί
κατά την Μανιάτικη συνήθεια μόνο οι
αρσενικοί πάνε στα σπίτια που
γιορτάζουν), να της φιλήσουνε το χέρι
και να της ευχηθούνε τα χρόνια πολλά.
Πρώτος βέβαια και καλύτερος ο Πρόεδρος
της Κοινότητος, που ήταν πάντα ένας
εγγονός της. Και το σπίτι της κυρά
Λενιώς καλοσυγυρισμένο εκείνη την
ήμερα της μεγάλης γιορτής από τις
εγγονές, ξανάβρισκε τις παλιές του
δόξες, γιόμιζε ως τα λιακωτά και τα
ξώσκαλα. Η κυρούλα τους φίλευε μαστίχα
και λουκούμι και ξαπλωμένη στην
πολυθρόνα άκουγε κι' έδινε ευχές. Οι
καλύτερα νοικοκυρεμένες από τις
εγγονές και τις νυφάδες από εγγόνια και
δισέγγονα έκαναν εκείνη την ήμερα
δίπλες που μοσκοβολούσαν από το μέλι
και την κανέλλα. Τα Χριστούγεννα της
έστελναν τηγανίδες και μελομακάρουνα,
την Πρωτοχρονιά κουραμπιέδες και τη
Λαμπρή τυρόπητες και γαλατόπητες, που
άχνιζαν ακόμη φρεσκοβγαλμένες από το
φούρνο του σπιτιού. Μερικές από τις
καλές νοικοκυρές της έστελναν κι’ ένα
βάζο με μέλι ή λουκάνικα από το κιούπι
του χοιρινού ή τουλουμοτύρι και
χυλοπήτες, της έστελναν κι' ένα από
καθαρό αλεύρι καλοζυμωμένο πρόσφορο,
σα να 'τανε παπάς.
Έτσι τις τέσσερες αυτές
μέρες του χρόνου το σπίτι της κυρούλας
γέμιζε από γλυκά, από πήτες κι’ από
πλούσιες καλοφτιαγμένες με τα χέρια
των νοικοκυράδων τροφές. Ο ξένος που θα
'ρχόταν εκείνη την ημεέρα στο χωριό και
θα 'βλετιε όλη αυτή την κίνηση προς το
σπίτι της κυρά Λενιώς, όπου όμορφα
στολισμένες κοπέλλες πήγαιναν με τα
ταψιά, τις σουπιέρες και τα βάζα
καλοδιπλωμένα σε πολύχρωμες του
αργαλειού μακριές πετσέτες, θ'
αναρωτιόταν τι θα τα 'κανε όλα αυτά τα
πεσκέσια ηή γριούλα που περνούσε την
ήμερα της με λίγο γάλα, τυρί και κανένα
βραστό κοτόπουλο. Μα η κυρούλα είχε το
σκοπό της. Σα νύχτωνε, οι μικρές
δισεγγονούλες της, που τις μάζευε γι’
αυτό το σκοπό στο σπίτι, τα 'καναν δέκα,
είκοσι μερτικά, λίγο απ' όλα κι’
ανάλογα προς τη σοδειά της ημέρας αυτής.
Μαζί μ' ένα πρόσφορο δίπλωναν κάθε
μερτικό προσεχτικά σε μια πετσέτα
μεγάλη, υφαντή. Ύστερα η κυρούλα έδινεν
εντολή σε κάθε κορίτσι που θα πήγαινε
το δέμα που της έδινε στα χέρια πεσκέσι
της γιαγιάς για τα χρόνια πολλά.
Ήταν πάντα τα σπίτια της
γενιάς της και των συμπεθεριών της που
δυστυχούσαν, που δεν είχανε τις αγίες
αυτές ημέρες να χαρούνε τα παιδιά τους
δίπλες και μελομακάρουνα και
γαλατόπητες και σύγκλινα, καμμιά φορά
δεν είχανε άφθονο ψωμί. Τα 'ξερε καλά η
κυρούλα ποια ήτανε τα σπίτια αυτά. Μα κι’
οι καλές νοικοκυράδες από το
συγγενολόϊ ήξεραν καλά τι τα 'κανε τα
γιορτινά πεσκέσια της η κυρούλα, γι’
αυτό τα 'στελναν διαλεχτά κι' άφθονα.
Κανένας δεν θα μπορούσε ν' αρνηθή κάτι
που του έστελνε η κυρούλα για το καλό
της αγίας μέρας σαν χάρι του Θεού. Έτσι
γινόταν το καλό χωρίς κουβέντες της
ρούγας, χωρίς να πάρη την όψι
ελεημοσύνης που κανένας δεν θα δεχόταν
αλλιώς, χωρίς να προσβληθή η φιλοτιμία
του. Έτσι σιωπηρά και, σκεπασμένα με τα
γιορτινά πεσκέσια των νοικοκυραίων
στην κυρούλα και με τις διανομές της
κυρούλας στο φτωχό συγγενολόϊ,
κρατιότανε και η αλληλεγγύη όλης της
γενιάς.
Η κυρούλα στις καλοκαιριές
μας μάζευε μικρά δισέγγονα και
τρισέγγονα στο λιακωτό του σπιτιού της,
μας έδινε σύκα ξερά και καρύδια και μας
έλεγε παραμύθια. Ήξερε πολλά κι' ωραία
παραμύθια η κυρούλα μας και τ'
αφηγιόταν με τέτοια τέχνη για να μας
τραβήξη την προσοχή και να καθώμαστε
φρόνιμοι, που το παιδιάστικο μυαλό μας
φτερούγιζε σ' άλλους μαγευτικούς
κόσμους. Μόνο που τελευταία τα μπέρδευε,
ξεχνούσε που είχε μείνει, έλεγε μισό
από το ένα, μισό από το άλλο, έκανε την
κόρη του πραματευτή βασιλοπούλα στο
γιάλινο πύργο ή έστελνε τη σταχτοπούτα
να φέρη νερό από το πηγάδι. Ωστόσο ‘μεις
την ακούγαμε μαγεμένοι και ζητούσαμε
διαρκώς άλλα κι' άλλα.
Όταν η κυρούλα τέλειωνε τα
παραμύθια, μας αφηγιόταν αληθινές
ιστορίες από όσα είδε κι' άκουσε ή έμαθε,
καλύτερα από όσα θυμόταν στην
εκατοντάχρονη ζωή της. Κι' ήταν πολλά
όσα θυμόταν η κυρούλα, γιατί τα 'λεγε
στα παιδιά της, ύστερα στ' αγγόνια της
και στα δισέγγονά της, παλιότερα που
πήγαινε στη ρούγα τα 'λεγε και στις
γειτόνισσες, τα 'λεγε και σ' όσους
πήγαιναν στο σπίτι της την Κυριακή.
Όλοι την άκουγαν με προσοχή και
ζητούσαν να τους πη κι' αλλά, γιατί
γύριζε το χωριό τους σε κόσμους των
περασμένων που μόνο αυτή τους είχε
ζήσει. Ήταν μια ζωντανή Ιστορία του
χωρίου και όλης της Μάνης, ενός
ολοκλήρου αιώνα! Τους έλεγε για τους
Βαυαρούς που πήγανε να χαλάσουνε τους
πύργους και τους κυνήγησαν οι Μανιάτες
με τα ντουφέκια, είχε πάρει κι' αυτή το
ντουφέκι δίπλα στον άντρα της για να μη
του χαλάσουνε τον πύργο. Τους έλεγε πως
βρήκε σαν πήγε για πρώτη φορά νέα στο
Μαραθωνήσι, που ήταν ένα μεγάλο χωριό
με μεγάλους πύργους και τώρα ήταν η
μεγάλη πολιτεία του Γυθείου. Τους έλεγε
για τον βασιλιά τον Όθωνα με την
φουστανέλλα την ασημοκέντητη και την
βασίλισσα την Αμαλία, που είχανε πάει
να χαιρετήσουν τους Μανιάτες κι’
είχανε χαϊδέψει τα μικρά παιδιά της
όταν τα διάλεξε ο Δήμαρχος να τους
προσφέρουνε λουλούδια. Τους έλεγε για
το βασιλιά Γεώργιο που βγήκε
χρυσοστόλιστος από το καράβι στο
λιμάνι του Μαραθωνησιού και του
φώναζαν «ζήτω», τους έλεγε για τον
Τρικούπη και τον Δεληγιάννη, για τους
Μαυρομιχαλαίους και τους
Τζαννετάκηδες, για τους καυγάδες και
τους φόνους που γίνονταν σε κάθε
εκλογές, για τα πανηγύρια, τους γάμους
μα και για τους σκοτωμούς κάθε φορά που
μάλλωναν οι οικογένειες και κλείνονταν
στους πύργους. Κι' οι Ιστορίες δεν
τέλειωναν... Και τι δεν είχε κλεισμένο
στο μυαλό της η κυρούλα από τη ζωή της
Μάνης μέσα σ’ ένα αιώνα!
Βέβαια σ' εμάς τα μικρά
παιδιά η κυρούλα, σαν τέλειωνε τα
παραμύθια, διάλεγε Ιστορίες που θα
μπορούσαν να τραβήξουνε την προσοχή
μας και να μαγέψουνε την παιδική μας
φαντασία. Και καλύτερη από όλες ήταν η
ιστορία του Τουρκόφοβου τον καιρό του
Μπραΐμη. Αυτή την Ιστορία η κυρο;yλα την
έλεγε πάντα με καθαρή δυνατή φωνή και
με μεγάλη έξαρση, τα μισοσβυμένα μάτια
της έλαμπαν, το γεροντικό κορμί της
στηνόταν σα λαμπάδα και το μέτωπό της
έπαιρνε κάποια ουράνια όψη ενός
ονειρεμένου φωτοστέφανου. Αυτή η
ιστορία του Τουρκόφοβου τον καιρό του
Μπραΐμη ήταν η μεγάλη Ιστορία της ζωής
της. Εμείς δεν την χορταίναμε και κάθε
τόσο ζητούσαμε να μας την ξαναπή. Και η
κυρούλα άρχιζε:
Η Κυρούλα μας
συνέχεια...