ΑΠ. Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΚΟΣ
Δημοσιεύτηκε στη Διμηνιαία
Επιθεώρηση «ΛΑΚΩΝΙΚΑ», του Συνδέσμου
των εν Αττική Λακεδαιμονίων, Αθήνα έτος
ΙΓ’, Τ. 73, Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1976
Όπως όλοι γνωρίζουμε, ένα από
τ' αποδημητικά πουλιά, που
επισκέπτονται το χειμώνα την ωραία μας
πατρίδα, και ειδικά όταν αρχίζουν να
ωριμάζουν οι ελιές, είναι και η «τσίχλα,
η κίχλη η ωδική», όπως την αναφέρει η
ζωολογία. Σύγχρονα με τις τσίχλες,
τουλάχιστον στα ορεινά χωριά του
Ταϋγέτου, (Τρύπη, Λογγάστρα κ.λ.π.),
εμφανίζεται κι' ένα από τα μικρότερα
πουλιά του τόπου μας, το «βατό - πουλάκι»,
όπως το λένε οι χωρικοί, γιατί περνά τον
καιρό του, κρυμμένο πάντα μέσα στα βάτα,
κελαηδώντας αδιάκοπα·
Ο κόσμος, την εποχή
τουλάχιστον πού ήμουν μικρός, προ
εβδομηκονταετίας, φευ, και πλέον,
περίμενε πως και πως τον ερχομό της
τσίχλας στα χωριά μας, για ν' αρχίσουν
το κυνήγι της, οι λίγοι με τις «τσάγκρες»
και τα δίκανά τους, (εμπροσθογεμή, με
μπαρούτι, στουπιά και σκάγια, μακρύκανα
ντουφέκια της εποχής εκείνης), οι
περισσότεροι όμως, ανέξοδα και πολύ
αποδοτικά, με τα «αγκίστρια».
Τα αγκίστρια αυτά τα
έφτιαχναν με τον εξής τρόπο. Κόβανε από
γερές λεπτές, ξύλινες βέργες, μικρά
ξυλάκια (10-15 πόντους το καθένα), τα οποία
από τη μια μεριά, τη λεπτότερη, τα
έκαναν μυτερά, και από την άλλη, αφού τα
χαράκωναν κατάλληλα, έδεναν καλά μια
γερή λεπτή κλωστή (30- 40 πόντους περίπου
μάκρος). Οι μεταξωτές ήσαν οι πιο
κατάλληλες, για να μη κόβωνται εύκολα.
Στην άκρη της κλωστής αυτής έδεναν ένα
μικρό μετάλλινο αγκίστρι, σαν κι' αυτά
πού χρησιμοποιούν οι ψαράδες, με τα
καλάμια και τις καθετές τους.
Καθένας λοιπόν «αγκιστράς»,
όπως τους έλεγαν, έφτιαχνε ανάλογα από
100 ως 600, η και παραπάνω, τέτοια
αγκίστρια, τα οποία έπρεπε να τα δολώση
πρώτα, για να τα «ρίξη». Η εργασία αυτή
του δολώματος και του «ριξίματος»,
ακολουθούσε την εξής διαδικασία:
Από την προηγουμένη μέρα ο «αγκιστράς»,
μάζευε σ' ένα δοχείο τα δολώματα, δηλαδή
«σκουλικαντέρες», (μακρυνά σκουλίκια).
που αφθονούσαν στα λιπασμένα με ζωικά
λιπάσματα χώματα. Τη νύχτα, δυο - τρεις
ώρες προτού χαράξη η αυγή, σηκωνόταν
από τον ύπνο του, πέρναγε στ' αγκίστρια
τα δολώματα, τύλιγε τις κλωστές στο
ξυλάκι και με προσοχή τα τοποθετούσε,
σειρές-σειρές, σ' ένα κοφίνι, το ένα πάνω
στ’ άλλο, για να μη μπερδεύωνται.
Όταν τελείωνε το δόλωμα,
ντυνόταν καλά για το κρύο, έπαιρνε το
κοφίνι με τ' αγκίστρια, ένα σακούλι για
τις τσίχλες που θα έπιανε, και μ' ένα
φανάρι τζαμένιο λαδιού, ξεκινούσε για
τις τοποθεσίες, που έπρεπε να τα ρίξη,
προτού ξημερώση. Οι τοποθεσίες αυτές
έπρεπε να είναι κοντά σε τόπους
δασωμένους με θάμνους, (κουμαριές κ.λ.π.)
κ' ελιές. Για κάθε αγκίστρι, σγάρλιζε το
χώμα, μ' ένα μικρό μιστρί, το ίσωνε λίγο,
μετά έμπηγε στο έδαφος γερά το ξυλάκι τ'
αγκιστριού και τοποθετούσε πάνω στο
σγαρλισμένο χώμα το αγκιστράκι με το
δόλωμα, στερεώνοντας το σ' αυτό. Το
ρίξιμο έπρεπε να έχη τελειώσει, προτού
χαράξη η αυγή, με το σκοτάδι δηλαδή, κι'
οι αγκιστράδες να έχουν απομακρυνθή
από το μέρος των αγκιστριών, γιατί οι
τσίχλες με το σβήσιμο του σκοταδιού της
νύχτας, πετούσαν στα μέρη αυτά, για να
βρουν την τροφή τους και δεν έπρεπε να
βρίσκωνται εκεί άνθρωποι, γιατί
φοβούνταν κι' έφευγαν.
Οι τσίχλες, προτού μπουν
στους θάμνους για να βρουν τροφή,
κάθονταν στα ασκεπή μέρη που
βρίσκονταν τ' αγκίστρια, για να
κοιτάξουν που θα πάνε. Εκεί έβλεπαν το
σγαρλισμένο χώμα κι’ επάνω το δόλωμα
με τ' αγκίστρια, το τρώγανε κι' έτσι
βρίσκονταν πιασμένες σ' αυτό. Όταν
ξημέρωνε καλά, οι αγκιστράδες, μαζεύανε
τ' αγκίστρια, που σε πολλά απ' αυτά ήσαν
πιασμένες τσίχλες. Κάθε αγκίστρι που
είχε πιάσει τσίχλα, το έβαζαν στο
σακούλι τους. Τα άλλα, αφού τύλιγαν τις
κλωστές τους, τα τοποθετούσαν στο
κοφίνι, για να τα ξεδολώσουν και να
είναι έτοιμα για την εξόρμηση της άλλης
ημέρας.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο
παγιδεύονταν πολλές τσίχλες, από τις
οποίες ελάχιστες επωλούντο, γιατί δεν
υπήρχον τότε οι σημερινές
μεγαλουπόλεις με τις συγκοινωνίες τους,
που απορροφούν τα πάντα, κι' έτσι εφέτος
έφθασαν να πουλιούνται οι τσίχλες
είκοσι δραχμές η μία! Τότε οι τιμές τους
ήσαν εξευτελιστικές και γι' αυτό οι
χωρικοί τις επάστωναν, τηγανίζοντας
τες με λάδι και πορτοκαλόφλουδες και
τοποθετώντας τες σε πήλινα κιούπια.
Έτσι, διατηρούνταν όλο το χρόνο.
Για το βατοπουλάκι κανένας
δεν ενδιαφερόταν, γιατί ήταν τόσο μικρό,
που οι χωρικοί γελούσαν για τις
αδιάκοπες κινήσεις και φλυαρίες του.
Στο χωριό μου, (Τρύπη), οι γέροντες
έλεγαν τότε το παρακάτω ανέκδοτο, (μύθο),
για την τσίχλα και το βατοπουλάκι, κατά
την παμπάλαιη συνήθεια όλων των
Ελλήνων, να συσχετίζουν κάθε ζώο μ' ένα
μύθο. Η τσίχλα, έλεγαν, ήταν κόρη
κάποιου πλουσίου και στολιζόταν με
πολλά στολίδια, ήταν δε πολύ ακατάδεκτη
και υπερήφανη. Επίσης και το
βατοπουλάκι ήταν κάποτε ένας νέος
ψευτο-παληκαράς, που είχε μεγάλη ιδέα
για τον εαυτό του και κυνηγούσε τις
αρχοντοπούλες. Ο Θεός όμως, βλέποντας
τα ελαττώματά τους αυτά, τα μεταμόρφωσε:
την πρώτη σε τσίχλα και το δεύτερο στο
μικρότερο και πιο φλύαρο πουλάκι. Συχνά
λοιπόν τα δυο αυτά πουλιά, εκεί στους
λόγγους που ζούνε, με τα κελαηδήματά
τους, λένε τα παρακάτω λόγια, πού
δείχνουν τα ελαττώματά τους.
Το βατοπουλάκι λέγει στη
τσίχλα:
-Τσίχλα - τσίχλα κακαδή
-και μωρή Ρεμπουκλιδού
-πάρε μένα για γαμπρό!
Η τσίχλα απαντά:
-Σένα βρε να κάνω ‘γώ γαμπρό
πούν' το πόδι σου κοντό!
Κι’ απ' το φόβο σου δεν βγαίνεις
'πό το βάτο το πυκνό!
Το βατοπούλι θίγεται και
λέγει κομπαστικά:
-Μένα μωρ' είναι το πόδι μου κοντό;
-Που πατώ στη γης και τρίζει
-Και στο δέντρο και ραγίζει,
Κι' η θωριά μου όλους φοβίζει;!
Και γι’ απόδειξι, βγαίνει απ'
τα βάτα, κάθεται σ' ένα σβώλο χώμα και
λέει δυνατά:
-Που είστε αητοί Πετρίτες
ελάτε να παλαίψουμε!
Κατά κακή του τύχη όμως,
εκείνη τη στιγμή έπεσε πάνω του μια
σκιά κάποιου πουλιού που πετούσε από
επάνω του, κι’ αυτό την πέρασε για
πουλί που είχε ορμήσει να το φάγη και
τόσο πολύ φοβήθηκε, που τσακίστηκε να
χωθή κάτω από το σβώλο, όπου καθότανε.
Όλα τα γύρω πουλιά γέλασαν για το φόβο
του, αλλά το βατοπουλάκι, μόλις είδε ότι
χάθηκε ο φανταστικός του εχθρός,
ανέβηκε πάλι στο σβώλο και, τινάζοντας
τα φτεράκια του για να πέσουν τα χώματα,
είπε στα πουλιά :
«Τι να του κάνω που έτυχε
μπροστά μου αυτός ο σβώλος! και δεν
μπόρεσα να τον αρπάξω, για να γελάση το
παρδαλό κατσίκι!».